Δύο χιλιάδες έντεκα και τζάμπα φασαρία
Αναζητείται έξοδος απ’ την προϊστορία…
Αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο της Νίνας Γεωργιάδου (με αναπόφευκτες περικοπές για να χωρέσει στη στήλη) γιατί τα λέει όλα:
Αν ένας σεισμός κρατούσε τριακόσιους ανθρώπους εγκλωβισμένους σε ερείπια, αναγκαία και ανθρώπινα η ΕΜΑΚ με εθελοντές διασώστες θα ήταν από την πρώτη στιγμή παρόντες στην προσπάθεια για απεγκλωβισμό. Αν εκατό ναυαγοί πάλευαν μεσοπέλαγα για τη ζωή τους, εναέριες και θαλάσσιες δυνάμεις, αναγκαία και ανθρώπινα, θα είχαν σπεύσει για τη διάσωσή τους. Αν δέκα εκδρομείς αποκλείονταν από χιονοπτώσεις, οι κατάλληλες δυνάμεις, σωστά και ανθρώπινα, θα βρισκόντουσαν σε συναγερμό. Αν έστω και ένας ορειβάτης εγκλωβιζόταν σε χαράδρα, θα ενεργοποιούσε άμεσα τα ανθρώπινα αντανακλαστικά για εντοπισμό και διάσωση. Και μαζί με τους διασώστες θα απογειώνονταν τα θορυβώδη ελικόπτερα των τηλεοπτικών ανταποκρίσεων, θα εξορμούσαν τα κομβόι των τηλεοπτικών βαν, θα φορούσαν τα ζεστά σκουφιά τους οι ανταποκριτές και θα έσπευδαν όλοι μαζί στον τόπο του δράματος, με μικρόφωνα σα ματσούκια για να μεταδώσουν –όχι απαραίτητα, βρε αδερφέ, τη διάσωση– την έτσι κι αλλιώς όμως θεαματική είδηση. Και το πανελλήνιο, με κομμένη ανάσα, μέσα από έκτατα δελτία, «επικίνδυνα» πλάνα και την παλλόμενη φωνή των ανταποκριτών θα πληροφορούνταν κάθε πέντε λεπτά την εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Αν τριακόσιοι μετανάστες απεργοί πείνας χαροπαλεύουν σήμερα στην καρδιά της Αθήνας –όπου για τη διάσωσή τους περιττεύουν ειδικές δυνάμεις, εθελοντές, ελικόπτερα, κομβόι βαν και ζεστά σκουφιά– τους κυκλώνει η κυνική καταδίκη μιας ανάλγητης πολιτείας, η εκκωφαντική σιωπή μιας κατευθυνόμενης ειδησεογραφίας, η παγερή υποκρισία μιας εκκλησίας και σύμπαντος του ποιμνίου της που «αγαπά τον πλησίον σαν τον εαυτό του» και προσεύχεται περί σωτηρίας των ψυχών ημών, η εκδικητική προσμονή των περιοικούντων φασιστοειδών, η γελοιότητα μιας υφυπουργού περί «έλλειψης κουλτούρας» και η πρόστυχη δήλωση ενός υπουργού «οι τριακόσιοι είναι βόμβα για τη δημόσια υγεία». Αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα των δέκα τουλάχιστον εκατομμυρίων απόδημων Ελλήνων στις τέσσερις γωνιές της γης, όπου –το ξανάπαμε- περιθωριοποιημένοι και αποδιοπομπαίοι, πλύναμε σχεδόν όλα τα άπλυτα πιάτα της αμερικάνικης γαστριμαργίας. Στιγματισμένοι ως υποψήφιοι εγκληματίες, βάψαμε όλες τις κρεμαστές γέφυρες της αμερικάνικης επικράτειας, θρηνώντας εκατοντάδες νεκρούς και ανάπηρους. Χωμένοι σε στρατόπεδα μεταναστών, απολυμάναμε όλους τους δημόσιους απόπατους στη γκαστερμπάϊτερ θητεία μας. Μπουζουριασμένοι στα βάθη της γης, χάσαμε πολύ κόσμο μέσα στα πιτς των βελγικών ορυχείων, από πνευμονοκονίαση ή καταπλάκωση. Ντυθήκαμε απελπισμένες νύφες σε υπερπόντια προξενιά από ρετουσαρισμένες φωτογραφίες. Επιβιώσαμε στο μεγάλο πόλεμο σε στρατόπεδα προσφύγων. Στείλαμε στην Τασκένδη τα παιδιά μας για να γλιτώσουν τον αφανισμό κι όταν επέστρεψαν δεν γνώρισαν πατρίδα. Σουλατσάραμε όλη την Ευρώπη ως εξόριστοι ή γιαλαντζί αντιστασιακοί και συνεχίζουμε –σήμερα με μεγάλη ένταση– να αποχαιρετούμε στα λιμάνια το νέο κύμα μετανάστευσης, στην πουλημένη πια Ελλάδα του ΔΝΤ.
Και όταν από χώρα φυγής των παιδιών μας, γίναμε και χώρα «υποδοχής» κυνηγημένων και απελπισμένων που τρέχουν να γλιτώσουν από φτώχεια, πείνα, πόλεμο, δικτατορίες, διάσπαρτα ναρκοπέδια (όλες τις αιτίες που έχωναν εμάς στα αμπάρια του Μεγάλη Ελλάδα και Πατρίς για δεκαετίες και μας αποβίβαζαν στον υπερπόντιο παράδεισο με αποπνικτικούς ψεκασμούς ψειρόσκονης) δείξαμε τα μούτρα μας και το ανύπαρκτο ιστορικό μας φιλότιμο. Ανεχτήκαμε με μορφασμούς απέχθειας όσους χρειαζόμασταν στις φράουλες της Μανωλάδας με ένα ευρώ μεροκάματο, στην εξαναγκαστική πορνεία με ιθαγενείς νταβατζήδες, στα υπόγεια χωρίς εξαερισμό ραφτάδικα, στη φτηνή, ανασφάλιστη οικοδομή.
Κι από πίσω ξαμολήσαμε μια ολόκληρη Καμόρα, που ζει και βασιλεύει πουλώντας ελπίδα στους απελπισμένους, ακριβοπληρωμένες αιτήσεις ασύλου, ψεύτικες κάρτες, διασπάθιση πόρων, κάτι κουφές ΜΚΟ που στήνουν συνέδρια σε πολυτελή ξενοδοχεία. Νταβατζιλίκι και δουλεμπόριο. Και παραπίσω ξαμολήσαμε τους θεματοφύλακες της φυλετικής καθαρότητας, κάτι αφρίζοντα σκυλιά που συνήθως παρασιτοζωούν μέσα σε αρχαιολαγνεία. Κι επειδή τα περί ιστορικού φιλότιμου μπορεί να μοιάζουν πολύ ηθικολογικά για μια εποχή που κυριαρχεί «το νόμιμον και ηθικόν» της υψηλόβαθμης ρεμούλας και του οργανωμένου εμπαιγμού, να πούμε ότι ποτέ και πουθενά ο μετανάστης δεν ήταν αιτία διόγκωσης της ανεργίας και της εκμετάλλευσης. Ηταν ο πιο ευάλωτος αποδέκτης της. Σε μια Ελλάδα που ο παραγωγικός ιστός έχει μηδενιστεί, οι κρατικοδίαιτοι βιομήχανοι τα παίρνουν για να τα κάνουν καταθέσεις στην Ελβετία ή επενδύσεις με φτηνό κόστος εκτός συνόρων και ο δημόσιος πλούτος «εξυγιαίνεται», δηλαδή ξεπουλιέται προκλητικά, ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ.
Κι επειδή ακόμα κι αυτό μπορεί να είναι δυσνόητο στην εποχή του κοινωνικού ευνουχισμού και του πολιτικού αναλφαβητισμού, να πούμε ότι αν οι μετανάστες νομιμοποιούνταν, δεν θα υπήρχε «ο αθέμιτος» τάχα ανταγωνισμός του πάμφθηνου εργατικού κόστους. Ομως γι αυτό φρόντισαν από άλλο δρόμο. Καταργώντας κάθε εργασιακή αξιοπρέπεια, συντρίβοντας κάθε έννοια συλλογικής σύμβασης και σοδομώντας τα στοιχειώδη δικαιώματα ενός αιώνα, ΜΑΣ ΕΚΑΝΑΝ ΟΛΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ.
Επειδή η ζωή των τριακοσίων απεργών πείνας βρίσκεται πια σε σοβαρό κίνδυνο, όλοι οι φορείς, σωματεία, σύλλογοι, μαθητικές κοινότητες να σπάσουμε τον κύκλο της σιωπής, πνίγοντας τον κυνισμό και την αναλγησία της πολιτείας σε χιλιάδες διαμαρτυρίες. Τέλος, σύντροφε Λοβέρδο, η μόνη νόσος που μπορούν να μας μεταδώσουν οι τριακόσιοι μετανάστες απεργοί πείνας είναι ο αγώνας για αξιοπρέπεια. Απέναντι σ’ αυτή την πιθανή «επιδημία» δεν υπάρχει ούτε εμβόλιο ούτε ανοσία.
Για την αντιγραφή: Κοκκινοσκουφίτσα