ως πότε, σύντροφοι, με τα σκατά;
Ευταχεσμένο το δύο χιλιάδες δεκαεπτά (@)!& στα κεφαλαία του Η/Υ) ή 2770 από κτίσεως Ρώμης… happy new tear. Τι ανιαρός αυτός ο αναίμακτος και ατιμώρητος θάνατος των ετών! Τι ανιαρά τα απολιτίκ (κάθε τι άλλο είναι μπανάλ πλέον) κνώδαλα που καθ’ έξη και υποδέχονται κάθε χρόνο με βεγγαλικά, κωδωνοκρουσίες και πανηγύρια. Μα δεν είναι μόνο αυτά που σπέρνουν την απαισιοδοξία. Είναι και που η μισή καθεστωτική αριστερά θα συνεχίσει να ζητάει συστράτευση με τις μεσσιανικές δυνάμεις της ανατροπής, μη τυχόν και ξεφύγει κανείς και πέσει σε κα’να τζάμι. Και η άλλη μισή, τώρα που τα τζιπάκια και τα android της (κυριολεκτικά και μεταφορικά) γυρνούν από τα χιονοδρομικά κέντρα, θα συγγράφει περισπούδαστα άρθρα πάνω στις εμπνεύσεις που είχε στα χιονισμένα σαλέ και θα οραματίζεται την Ευρώπη των λαών και του καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Με τη γυαλάδα της εξουσίας στα μάτια και τη μετάλλαξη σε κάθε κίνηση, σε κάθε κουβέντα…
Oμως, ας παρακάμψουμε τις ευχές που μόνο σαν ειρωνεία ή σαν κακεντρέχεια και βρισιά ακούγονται, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουμε προσωπικές και συλλογικές επιθυμίες. Oμως οι επιθυμίες είναι για να γίνονται και όχι δικαιολογίες για να λέγονται και να ξαναλέγονται για να περνάει ο καιρός…
«Πρέπει ηρωικά να το πάρουμε απόφαση, η γαλήνη, η αμέριμνη χαρά, η λεγόμενη ευτυχία ανήκουν σε άλλες εποχές, περασμένες ή μελλούμενες, όχι στη δικιά μας. Μπήκαμε πια εμείς στον αστερισμό της αγωνίας…» (Νίκος Καζαντζάκης – «Αναφορά στον Γκρέκο»).
Πέρασαν λοιπόν οι γιορτές (τι γελάτε πάλι ρε;), έφυγαν οι καλικάντζαροι κι έμειναν οι δεινόσαυροι, τα παχύδερμα και τα κτήνη. Που αφού περιφέρθηκαν με την αρμόζουσα σεμνότητα σε κολαστήρια των οποίων τυγχάνουν στυλοβάτες, κάθισαν στα γιορτινά γι’ αυτούς τραπέζια και περιδρόμιασαν. Χωρίς τα στιλπνά κεφάλια τους να κινδυνεύουν να κατρακυλήσουν στις άθλιες οδούς με τα λαμπρά ονόματα των προγόνων τους, χωρίς να νοιώθουν καμιά απειλή και καμιά πίεση από τις μισερές στρατιές των καταφρονεμένων.
Καλά που ήταν ο αϊ Βασίλης κι όχι ο άγιος Πέτρος. Φαντάζεστε να τρώγαμε πετρόπιτες; Τουλάχιστον τώρα τρώμε τις πίτες και τις πέτρες τις τρώνε άλλοι. Αφήστε δε που αν ήταν ο Κολ θα είχαμε Κολόπιτες, ο Πούτιν Πουτινόπιτες και πάει κλαίγοντας…Τις Φλαμπουραρόπιτες και τις Κατρουγκαλόπιτες αφήστε τις, ούτε λέγονται ούτε τρώγονται.
Κυλάνε τα χρόνια μέσα στα ψέματα και τη χυδαιότητα μιας πάνοπλης κάστας επικυρίαρχων που κατάφερε να πάρει τα πάνω της και να παίζει μονότερμα στον πολιτικό και κοινωνικό στίβο. Τρομαγμένη όσο ποτέ και μ’ ένα αίσθημα εγκατάλειψης που αγγίζει τα όρια της προδοσίας, η εργατική τάξη αναζητά τη χαμένη ταυτότητά της ή δεν αναζητά τίποτε. Βλέπει τα χρόνια να περνάνε, ανήμπορη και στριμωγμένη, την ώρα που όσο αυξάνει η δύναμη των εχθρών της τόσο μειώνονται οι δικές της αντιστάσεις. Ο θόρυβος περιορίζεται στα «μαγαζάκια» (και μάλιστα στο εσωτερικό τους, τόσο που δεν ακούγεται πια έξω) και ο βαρέως ασθενής δεν δείχνει κανένα σημάδι ανάνηψης. Μόνο αφορισμοί και ο ένας να περιμένει από τον άλλο, ένας μεσσιανισμός που στις παρούσες συνθήκες μπορεί να αποδειχτεί και ολέθριος για ευνόητους λόγους. Κι όσο δεν αυτοοργανωνόμαστε, όσο δεν σφίγγουμε το χέρι του διπλανού, όσο δεν ακούγεται η φωνή και η θέλησή μας, τόσο θα μεγαλώνει ο ζόφος, η ληστεία σε βάρος μας, ο στραγγαλισμός της καθημερινότητας, της αξιοπρέπειας και της ίδιας της ζωής… Και τίποτε δεν θα αλλάξει μέχρι να «σκουπιστεί» και το τελευταίο ψήγμα πλούτου, τίποτε δεν θα παραχωρηθεί σ’ έναν ταξικό εχθρό που στριμώχνεται στη γωνιά και απλά τρώει τις κατραπακιές. Γιατί εκείνοι γνωρίζουν και υπεραμύνονται του ταξικού προσδιορισμού τους, σε αντίθεση μ’ εμάς που μένουμε εθελοντικά θολωμένοι στα ίδια παραμύθια…
Οι αρχαίοι έλληνες είχαν ως πλούτο τους το μέτρο. Οι νεοέλληνες έχουν ως μέτρο τους τον πλούτο.
Αντε να δούμε πώς θα παλιώσει η νέα χρονιά…
Κοκκινοσκουφίτσα