Ενα οικογενειακό πολιτικό δράμα βασισμένο στην αληθινή ιστορία του πρώην βουλευτή του Εργατικού Κόμματος Βραζιλίας, Ρούμπενς Πάιβα, που συνελήφθη και εξαφανίστηκε από τη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας το 1971. Ο γιος του αφηγήθηκε την Οδύσσεια της οικογένειας σε ένα βιβλίο και σε συνεργασία με τον φίλο του Βάλτερ Σάλες το έκαναν ταινία.
Ο Σάλες, θεωρούμενος ανάμεσα στους σαράντα καλύτερους σκηνοθέτες παγκοσμίως και ο τρίτος πλουσιότερος συνάμα, είναι περισσότερο γνωστός για τις ταινίες του «Ημερολόγια μοτοσυκλέτας» και «Κεντρικός σταθμός». Στην τελευταία του ταινία επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη κινηματογραφική του οπτική που εδώ συνοψίζεται στη «φωτεινή», «ανέμελη» αισθητική της δεκαετίας του `70 σε αντίστιξη με τη σκοτεινή δικτατορική περίοδο.
Στην πραγματικότητα, μέσα από αυτή την ιστορία ο θεατής βλέπει το προοδευτικό κομμάτι της βολεμένης μεσοαστικής τάξης που τελικά δεν μπορεί να ξεφύγει από τις διώξεις της δικτατορίας. Οπως και στις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες, βλέπει μια κοινωνία λευκών, πράγμα εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι σε αυτή τη χώρα οι μιγάδες και οι μαύροι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, ενώ είναι εντελώς αθέατο το κοινωνικό φόντο ή έστω και μια υποτυπώδης επαφή με την ιστορία αυτής της χώρας.
Είναι εφικτή μια τέτοια προσέγγιση μέσα από την αφήγηση ενός προσωπικού δράματος; Ασφαλώς είναι. Το είδαμε στην αξιόλογη ταινία του Τιμ Μιέλαντς «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά», στην οποία ένας συνηθισμένος οικογενειάρχης έρχεται αντιμέτωπος με την καταθλιπτική και τραυματική κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας στην ιρλανδική κοινωνία.
Είναι μια προφανής επιλογή των συντελεστών της ταινίας να αφηγηθούν μια συγκινητική, με αντιφασιστικό στίγμα ιστορία, που θέλει να υπενθυμίσει τις δύσκολες πολιτικές διακυμάνσεις και τους τρέχοντες κινδύνους σε αυτή τη χώρα, αλλά ως εκεί. Ο Ρούμπενς θεωρείται πλέον ένας εθνικός ήρωας στη Βραζιλία και η σύζυγός του ένα σύμβολο που -και από θεσμικές θέσεις- πάλεψε για την ανακάλυψη της αλήθειας και την προστασία της (αστικής) δημοκρατίας.
Ποιο ήταν, όμως, το Εργατικό Κόμμα στο οποίο ανήκε ο Ρούμπενς; Και ποιο το γενικότερο πολιτικό φόντο που εξέθρεψε τρεις δικτατορίες, με την τελευταία να διαρκεί πάνω από 20 χρόνια (1964-1985); Δεν πρέπει να λησμονούνται ορισμένα πράγματα γι` αυτή την τεράστια και πάμπλουτη χώρα, την πέμπτη σε έκταση και πληθυσμό στον πλανήτη, που στη μακραίωνη ιστορία της δεν γνώρισε παρά μόνο καταπίεση, λεηλασία και εκμετάλλευση από τους κάθε λογής αποικιοκράτες και που βέβαια, όπως και όλη η Λατινική Αμερική, είχε την ατυχία να είναι τόσο κοντά στην Βόρεια Αμερική.
Στη χώρα αυτή είναι τόσο τεράστιες οι κοινωνικές αντιθέσεις, που από τις φυτείες των δούλων μέχρι τις φαβέλες είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα. Το λευκό χρώμα είναι διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή και κατάταξη στις ανώτερες τάξεις, ενώ το μαύρο χρώμα είναι ταυτόσημο με τη φτώχεια και την εγκληματικότητα και πολλοί έγχρωμοι θα επιθυμούσαν να μην το έχουν. Ο φυλετικός ρατσισμός στη Βραζιλία είναι σοκαριστικός, οι πλούσιοι ζουν σε ακριβά, φυλασσόμενα προάστια και ουρανοξύστες, οι φτωχοί-έγχρωμοι σε γειτονιές-γκέτο όπου βασιλεύουν οι συμμορίες, η βία και η ανέχεια.
Η στρατιωτική αστυνομία σκοτώνει αδιάκριτα, έτσι κι αλλιώς μαζί με το στρατό (και την Εκκλησία) είναι παντοδύναμη. Τη νύχτα η κυκλοφορία είναι επικίνδυνη, στους δρόμους βασιλεύει ο νόμος της ζούγκλας και οι δολοφονίες της στρατιωτικής αστυνομίας δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Μονάχα στους ολυμπιακούς αγώνες του Ρίο Ντε Τζανέιρο το 2016, που σημαδεύτηκαν από τεράστια εγκληματικότητα και παράλληλη παραβίαση των στοιχειωδέστερων ανθρώπινων δικαιωμάτων, δολοφονήθηκαν από την αστυνομία πάνω από 2.000 άνθρωποι. Οι λευκοί μικροαστοί, μεσοαστοί και αστοί ζητούν επίμονα μόνο ένα πράγμα: νόμο και τάξη. Ο Μπολσονάρου δεν προέκυψε τυχαία.
Αυτή η χώρα με το 10ο μεγαλύτερο ΑΕΠ στον κόσμο και με τον τεράστιο φυσικό και ορυκτό πλούτο, παραπαίει συνεχώς ανάμεσα στη χρεοκοπία και μια αμφισβητήσιμη ανάπτυξη, καθώς οι πόροι της λεηλατούνταν διαχρονικά από το ξένο κεφάλαιο.
Η Βραζιλία των τεράστιων ταξικών αντιθέσεων δεν μπορούσε παρά να γνωρίσει ένα ρωμαλέο Κομμουνιστικό Κόμμα, που ιδρύθηκε το 1922 και για δεκαετίες, μέχρι τον πλήρη εκφυλισμό του, όταν κατήντησε ουρά της σοσιαλδημοκρατίας, επηρέασε δραστικά την πολιτική σκηνή της χώρας. Ηταν επόμενο ότι και οι τρεις δικτατορίες έβαλαν στο στόχαστρο τους κομμουνιστές.
Ο πρώτος δικτάτορας της Βραζιλίας Ζετούλιο Βάργκας (1930-1934 και 1937-1945) ίδρυσε το Εργατικό Κόμμα Βραζιλίας σαν αντίβαρο στην επιρροή των κομμουνιστών. Η τρίτη δικτατορία (1964-1985) ξεχώρισε επίσης για τον εκτεταμένο τρόμο που επέβαλε στη χώρα, τις διώξεις κάθε αντιπολιτευόμενης δύναμης και την καθιέρωση πρωτότυπων, επιστημονικών μεθόδων βασανισμού, επιβλεπόμενων από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Το Εργατικό Κόμμα Βραζιλίας (ΡΤ), που μαζί με τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα διώχτηκε το 1964, επανιδρύθηκε το 1980 από την ανιψιά του Ζετούλιο Βάργκας, ενώ μία από τις διασπάσεις του είναι σήμερα το κυβερνών κόμμα της χώρας υπό τον Λούλα. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε το πώς κατέπεσε πριν από μερικά χρόνια η κυβέρνηση της ευνοούμενης του Λούλα, Ντίλμα Ρούσεφ, δηλαδή το τεράστιο σκάνδαλο της Πετρομπράς και τη γενικότερη διαφθορά.
Αναφέραμε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο για να θυμίσουμε ότι πίσω από τα στερεότυπα που γνωρίζει ο πολύς κόσμος για τη Βραζιλία (ποδόσφαιρο, καρναβάλι, σάμπα κλπ), η φρικτή κοινωνική πραγματικότητα για τις φτωχές τάξεις παραμένει αναλλοίωτη όσο κι αν αποσιωπάται. Ούτε τα φασιστικά εγκλήματα, όπως αυτό της δολοφονίας του Ρούμπενς Πάιβα πρέπει να αποσιωπούνται –το αντίθετο.
Ομως δεν πρέπει να αγνοούνται και η προέλευση, ο σκοπός και πολιτική δράση των αστικών, σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (όπως το ΡΤ). Οι προσωπικές ιστορίες είναι συγκινητικές, αλλά χρειάζεται να βλέπουμε και πίσω από αυτές. Γιατί κάθε τι είναι πολιτικό. Οταν μια προσωπική ιστορία, ιδιαίτερα όταν αφορά πολιτικά πρόσωπα, αποσπάται από το κοινωνικό και πολιτικό της πλαίσιο, λειτουργεί (τουλάχιστον) αποπροσανατολιστικά.
Ε.Σ.