Ηταν το προτελευταίο δείγμα μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής στο Κάτω Θεοδωράκι Κιλκις. Στη θέση του πλέον λάσπη και κενό. Η απόφαση κατεδάφισης βγήκε χωρίς να αναφερθεί η ιστορικότητά του, η αρχιτεκτονική του αξία και με άγνοια των ιδιοκτητών. Ηταν δείγμα αγροτικής κατοικίας με άγνωστο το χρόνο κατασκευής του αλλά σίγουρα πριν το 1900 και ένα από τα δύο που απέμειναν.
Το χωριό, όπως και το διπλανό Ανω Θεοδωράκι, πριν από την εγκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922, ήταν αμιγώς σλαβομακεδονικό και θρησκευτικά ανήκε στη Βουλγαρική Εξαρχία. Οι τελευταίοι ντόπιοι έφυγαν το 1926. Κάποιοι μετανάστευσαν στην ΗΠΑ και στον Καναδά, άλλοι στη γειτονική Βουλγαρία στη Φιλιππούπολη (Plovdiv).
Σε επικοινωνία μας με την υπεύθυνη του τμήματος ετοιμόροπων μάθαμε πως υπήρξε απόφαση του δημοτικού συμβουλίου για κατεδάφιση. Μιλήσαμε με τον σύμβουλο της παράταξης του ΚΚΕ, κ. Κώστα Τσαουσίδη, που επιβεβαίωσε την απόφαση, αλλά αγνοούσε την ταυτότητα, την κατάσταση και το βαθμό επικινδυνότητας του κτίσματος. Ενέκριναν την κατεδάφιση αφού το πρότεινε η τριμελής επιτροπή των μηχανικών, στην οποία παραπέμφθηκε.
Οι τρεις μηχανικοί της επιτροπής, Βασιλάκης Αναστάσιος, Ανταβαλής Ιωάννης και Χαρίσης Νικόλαος, συνέταξαν πρωτόκολλο αυτοψίας και αποφάνθηκαν ότι ο κτίσμα πρέπει να κατεδαφιστεί.
Επειδή αφορούσε κτίσμα προ του 1950, η υπόθεση έπρεπε να περάσει από αρχιτεκτονικό συμβούλιο, όπως μας επιβεβαίωσε και ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων του Κιλκίς. Επίσης, θα έπρεπε να έχει εκδοθεί άδεια δόμησης, έστω μικρής κλίμακας. Τέλος, αν όντως η κατεδάφιση δεν μπορούσε να αποφευχθεί, θα έπρεπε να γίνει αναλυτική αποτύπωση από μηχανικό και να περιγραφούν τα επιμέρους στοιχεία του κτίσματος, έτσι ώστε να μην εξαφανιστούν η ιστορία, η αρχιτεκτονική του, ο τρόπος και τα υλικά κατασκευής του, ως στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου.
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι στην κατεδάφιση δεν ήταν παρών κανένας τεχνικός υπάλληλος, όπως ορίζει το πρωτόκολλο αυτοψίας της επιτροπής, ως μέτρο ασφαλείας.
Το ότι το κτίσμα αποτελούσε από μόνο του μια μαρτυρία της παρουσίας του σλαβομακεδονικού στοιχείου στον τόπο ήταν ένας ακόμη λόγος να μην τους ενδιαφέρει να μείνει η παραμικρή υπόμνηση της ύπαρξής του. Με μοναδική ευκολία το παρέδωσαν στην κατεδαφιστική «μανία» των σκαπτικών μηχανημάτων και στην ιστορική λήθη.
Εδώ λειτούργησε ένας συνδυασμός αδιαφορίας για το περιβάλλον, τον πολιτισμό και την ιστορική μνήμη, της δίψας για προσωπικό όφελος και της εθνικιστικής μανίας, δημιουργώντας μια δίνη που ρούφηξε ένα κτίριο που θα έπρεπε να διασωθεί ως μνημείο αρχιτεκτονικής (και όχι μόνο) κληρονομιάς.
Μαλβίνα Βοργιά