Πρόκειται για την πρώτη ταινία του ινδού σκηνοθέτη, η οποία έχει σαρώσει τα βραβεία σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Οι θεατές παρακολουθούν την εξέλιξη της δίκης ενός λαϊκού τραγουδοποιού, ο οποίος κατηγορείται από το κράτος ότι με τα επαναστατικά του τραγούδια οδήγησε έναν εργάτη (που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του…) στην αυτοκτονία.
Ο Ταμάν χρησιμοποιεί τη δικαστική διαδικασία ως ένα μέσο για να αναδείξει κοινωνικά χαρακτηριστικά της πατρίδας του. Πρώτα και πάνω από όλα, εστιάζει στις ταξικές διαφορές, που είναι εμφανέστατες σε όλες τις πτυχές της ταινίας. Αναχρονιστικοί νόμοι, που ερμηνεύονται κατά το δοκούν, υποθέσεις που στήνονται από το κράτος χωρίς προσχήματα και μια γραφειοκρατία τρομερή, φαίνεται να είναι η καθημερινότητα στην ινδική κοινωνία.
Ταυτόχρονα με την κεντρική ιστορία, ο Ταμάν επέλεξε να μας δώσει κάποιες μικρές λεπτομέρειες γύρω από τη ζωή των εμπλεκομένων (άμεσα ή έμμεσα) στη δίκη, όπως για παράδειγμα ο κλητήρας, η στενογράφος, οι δικηγόροι, ο δικαστής, μια σκηνή θεάτρου, η πλατεία στη γειτονιά του εργάτη, η γυναίκα του εργάτη, η οικογένεια του τραγουδοποιού κλπ. Με μοναδική ευφυΐα, ο σκηνοθέτης εντάσσει στοιχεία από τις ζωές όλων αυτών, βοηθώντας το θεατή να σχηματίσει πληρέστερη εικόνα γα την ινδική κοινωνία.
Ο Ταμάν σκηνοθετεί σχεδόν με τρόπο ντοκιμαντερίστικο. Τα πλάνα του είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο, που ο θεατής αισθάνεται σχεδόν παρών. Συναισθηματικές εκρήξεις, αγωνία για το τέλος, κορύφωση δράματος κτλ. είναι έννοιες τελείως ξένες στη συγκεκριμένη ταινία. Ο Ταμάν δε χάνει ούτε μια στιγμή τη σατιρική και σαρκαστική διάθεσή του κι αυτό κάνει την ταινία ακόμη πιο απολαυστική.
Ελένη Π.