Η θερινή θεατρική περίοδος ολοκληρώθηκε και μας άφησε με την ικανοποίηση ότι παρακολουθήσαμε μια παράσταση σταθμό στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου. Αναφερόμαστε στους «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ, ο οποίος κατάφερε, δημιουργώντας πάνω στη γραμμή που χάραξαν οι δάσκαλοί του, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Χάινερ Μίλερ, να καταθέσει την πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση για μια μη-αριστοτελική ανάγνωση της αρχαίας τραγωδίας. Τη μοναδική ανάγνωση που μπορεί να αντλήσει απ’ αυτά τα ανυπέρβλητα κλασικά έργα μηνύματα που να γειώνονται στη σημερινή πραγματικότητα.
Αξίζουν συγχαρητήρια στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Χουβαρδά επειδή τόλμησε να καλέσει τον Γκότσεφ να σκηνοθετήσει «Πέρσες». Ο Χουβαρδάς γνωρίζει καλά τον Γκότσεφ και την αντίληψή του για το θέατρο και είναι σίγουρο πως είχε δει το πρώτο ανέβασμα που ο βούλγαρος (θεατρικά πολιτογραφημένος Γερμανός εδώ και δεκαετίες) σκηνοθέτης έκανε τον περασμένο χειμώνα στο «Ντόιτσες Τεάτερ», αποσπώντας το βραβείο για την καλύτερη γερμανική παράσταση της χρονιάς. Γνώριζε, επομένως, και τι θα ακολουθούσε από τον γνωστό θίασο των αρχαιόπληκτων κλασικιστών, που εδώ και χρόνια διευθύνει ο γνωστός μεταφραστής και κριτικός των «Νέων» Κ. Γεωργουσόπουλος. Εναν εσμό που προσπαθεί να τρομοκρατήσει όποιους δεν ακολουθούν τη «γραμμή», χρησιμοποιώντας με φασιστικό τρόπο και ένα μέρος του κοινού που συρρέει στην Επίδαυρο έτοιμο να υπερασπιστεί «τα ιερά και τα όσια», όπως αυτά ορίζονται από την «τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού». Ο Χουβαρδάς αγνόησε την τρομοκρατία αυτού του εσμού, κάλεσε τον Γκότσεφ, του διέθεσε ό,τι καλύτερο διαθέτει η πρώτη κρατική σκηνή σε υποκριτικό δυναμικό και δικαιώθηκε πλήρως.
Οσοι είδαν την παράσταση χωρίς τα γυαλιά της αρχαιοπληξίας διαπίστωσαν, εκτός των άλλων, ότι ο Γκότσεφ προσέγγισε με απόλυτο σεβασμό το λόγο του Αισχύλου. Οσοι ασχολούνται με το θέατρο, άλλωστε, γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο Γκότσεφ, όπως και ο δάσκαλός του Χάινερ Μίλερ και όλοι οι δημιουργοί που βγήκαν από τη μεγάλη μπρεχτική σχολή του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», τρέφουν απέραντο θαυμασμό για την αρχαιοελληνική γραμματεία και «βουτάνε» συνεχώς σ’ αυτή, γνωρίζοντάς την πολύ καλύτερα από τον εσμό των εν Ελλάδι αρχαιόπληκτων-κλασικιστών, που εδώ και δεκαετίες την έχουν μετατρέψει σε εθνικιστική λογοκοπία και φολκλόρ, που υπηρετούν το μεγαλοϊδεατισμό της «ψωροκώσταινας».
Με την παράσταση του Γκότσεφ ο γράφων πήρε απαντήσεις σε μια σειρά ερωτήματα που τον απασχολούν εδώ και δεκαετίες. Μερικά απ’ αυτά τα ερωτήματα είχαμε εκφράσει προ διετίας απ’ αυτή τη στήλη, σχολιάζοντας την κατά Λευτέρη Βογιατζή «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Γράφαμε, λοιπόν, ότι όλες οι «σχολές» που επιχείρησαν την αναβίωση της τραγωδίας πάσχουν στον ιδεολογικό τους πυρήνα (παρά τα διαφορετικά αναπαραστατικά μέσα που χρησιμοποιούν), διότι βλέπουν την τραγωδία εξωιστορικά, ως ένα σύνολο ηθικών αρχών και μηνυμάτων που ισχύουν εσαεί. Θυμίζαμε ότι ο Μαρξ, αυτός ο αθεράπευτος εραστής της αρχαιοελληνικής ποίησης, είχε γράψει πριν από ενάμιση αιώνα, ότι αυτά τα έργα εξακολουθούν να μας προκαλούν συγκίνηση και αισθητική απόλαυση όχι μόνο λόγω της υψηλής ποιητικής τους, αλλά και επειδή αναφέρονται στην παιδική εποχή της ανθρωπότητας, που ξέρουμε ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Σημειώναμε ότι «το πρόβλημα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος θα παραμένει όσο δεν υπάρχει μια συγκροτημένη ιδεολογική-αισθητική προσέγγισή του. Θα έχουμε έτσι ένα συνεχές πινγκ-πονγκ ανάμεσα σε έναν κενό περιεχόμενου κλασικισμό, που θα επιμένει να προσπαθεί να προκαλέσει “τον φόβον και τον έλεον” με ιστορίες γραμμένες μερικές χιλιάδες χρόνια πριν (!), και σε έναν εξίσου κενό περιεχόμενου μοντερνισμό, που θα προσπαθεί απλώς να εντυπωσιάσει με ευρήματα-πομφόλυγες το trendy κοινό της Επιδαύρου. Κι όσοι σοβαροί άνθρωποι θα επιχειρούν πραγματικά πρωτοπόρες τομές θα διώκονται ως βέβηλοι και ιερόσυλοι». Καταλήγαμε με την παράθεση ενός αποσπάσματος από το «Μικρό όργανο για το θέατρο» του Μπρεχτ, το οποίο κατά τη γνώμη μας «θα έπρεπε να το έχουν διαρκώς στο νου τους όσοι καταπιάνονται με τη σκηνική παρουσίαση των αρχαιοελληνικών έργων».
Ιδού, λοιπόν, η απάντηση στα ερωτήματά μας, διά χειρός Γκότσεφ, ο οποίος δίπλα στον ιστορικό χώρο που ορίζει ο Αισχύλος στους Πέρσες δημιούργησε ένα δεύτερο ιστορικό χώρο, που αναφέρεται στο σήμερα. Το κατάφερε με μερικά στοιχεία που φαίνονται απλά, όμως κρύβουν μελέτη και μόχθο. Πολύ μόχθο.
Καταρχάς, μετέτρεψε τους «Πέρσες» από μια τραγωδία της περσικής δυναστείας, λόγω της συντριβής του στρατού της από τους Ελληνες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σε μια τραγωδία του περσικού λαού, ο οποίος σύρθηκε από τη δυναστεία σ’ έναν άδικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, όμως δεν κατάφερε να πάει πέρα από μια «μουρμούρα» και στο τέλος υποτάχτηκε πάλι στη δυναστεία, η οποία κατάφερε να αποφύγει τον κλονισμό από την ήττα. Αυτή η προσέγγιση αυτόματα μας μεταφέρει από το «τότε» στο «τώρα». Δημιουργεί τον δεύτερο ιστορικό χώρο, όπως ακριβώς υποδείκνυε ο Μπρεχτ: «Χρειαζόμαστε ένα θέατρο που να δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο για συναισθήματα, απόψεις και κίνητρα, τα οποία επιτρέπει το εκάστοτε πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων όπου συμβαίνουν οι πράξεις. Χρειαζόμαστε ένα θέατρο που να χρησιμοποιεί και να παράγει σκέψεις και αισθήματα, τα οποία να παίζουν ένα ρόλο για τη μεταβολή του πεδίου αυτού. Το πεδίο πρέπει να μπορεί να επισημανθεί στην ιστορική του σχετικότητα. Αυτό σημαίνει ρήξη με τη συνήθειά μας να γδύνουμε τις διαφορετικές κοινωνικές δομές από τις διαφορές τους, έτσι που όλες να μοιάζουν με τη δική μας λίγο πολύ, σα να υπήρχαν πάντα, δηλαδή σα να ήταν αιώνιες. Εμείς όμως θέλουμε να διατηρήσουμε την ανομοιότητά τους και να έχουμε πάντα μπρος στα μάτια μας το ότι είναι εφήμερες, έτσι ώστε να μπορούμε να θεωρήσουμε και τη δική μας κοινωνική δομή εφήμερη».
Αυτή η κατεύθυνση υπηρετήθηκε με τα αναπαραστατικά εργαλεία της «αποστασιοποίησης». Εντονο σωματικό παίξιμο με «χειρονομίες» που υπομνηματίζουν το λόγο. Μοναδικό σκηνικό ένα τεράστιο γαλάζιο πάνελ, που περιστρέφεται από τους ίδιους τους ηθοποιούς, συμβολίζοντας τη θάλασσα, τον ουρανό, το χάος, την ιστορική κίνηση. Κατάργηση του χορού των γερόντων-συμβούλων της περσικής δυναστείας και δημιουργία δύο ημιχορίων. Το πρώτο αποτελείται από νέες γυναίκες, αυτές που μένουν πίσω και θαυμάζουν το σιδερένιο στράτευμα που εκστρατεύει για να υποτάξει την Αθήνα. Το δεύτερο ημιχόριο αποτελείται από άντρες του ηττημένου και αποδεκατισμένου στρατού, που επιστρέφουν από τον πόλεμο απαγγέλλοντας τα λόγια του αγγελιοφόρου. Τα δυο ημιχόρια ενώνονται, γίνονται ο λαός, που αρχίζει να αμφισβητεί τη δυναστεία. Ομως η Ατοσσα, το σιδερένιο χέρι της δυναστείας, παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. Αυτή φωνάζει τον απόστρατο πια Δαρείο, για να θυμίσει τα κλέη της δικής του βασιλείας, αυτή στηρίζει τον «τελειωμένο» Ξέρξη για να ξαναγίνει ο κραταιός δυνάστης. Η εκστρατεία στην Ελλάδα χάθηκε, ο λαός πλήρωσε βαρύτατο φόρο αίματος, όμως η δυναστεία υποτάσσει και πάλι το λαό, για να συνεχίσει να έχει «κρέας για τα κανόνια».
Κι ο λαός; Αβουλος και υποταγμένος, γλείφει τις πληγές του και εξακολουθεί να υποτάσσεται στη δυναστεία. Μήπως το ίδιο δεν γίνεται και σήμερα; Την υπενθύμιση μας κάνει ο «τρελός» με λόγια από το «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ (άλλο θαυμάσιο εύρημα του Γκότσεφ η προσθήκη ενός σχολιαστή στην παράσταση, που ενισχύει την αποστασιοποίηση και κάνει ευδιάκριτους τους δυο ιστορικούς χώρους). «Για τη ζωή κάτι εδώ να διδαχτείτε δεν μπορείτε», μας λέει με κοροϊδία γεμάτη νόημα στην αρχή. Και στο φινάλε, όταν ο θρίαμβος της δυναστείας και η ήττα-υποταγή του λαού έχουν συντελεστεί μπροστά στα μάτια μας, μας αποχαιρετά με τα λόγια-μαχαιριές του σπουδαίου γερμανού συγγραφέα: «Δεν υφίστανται πόλεις, ψέμα κι οι πρασινάδες σας/ η οικουμένη μου είναι γυμνή και τη δικιά σας έτσι τη θέλω/ Ξεριζώστε τα μάτια σας, ψεύδονται/ άδειες οι κόγχες μιλάνε την αλήθεια/ η ζωή μου η ίδια άλλη αλήθεια δεν έχει παρά το θάνατό σου».
Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στους ηθοποιούς, που υπηρέτησαν πιστά την άποψη του σκηνοθέτη-δασκάλου τους. Η Αμαλία Μουτούση, στη μακράν σημαντικότερη υποκριτική της επίδοση, απέδειξε πως αποτελεί ένα υποκριτικό «πολυεργαλείο». Αρκεί να έβλεπες πως καθρεφτίζονταν στο βλέμμα της ο φόβος της Ατοσσας για την τύχη της δυναστείας και η αποφασιστικότητά της να τη σώσει. Ο Μηνάς Χατζησσάβας έδωσε το δικό του υποκριτικό ρεσιτάλ, δίνοντάς μας έναν Δαρείο γελοίο και συνάμα απειλητικό. Μετρημένος ο Νίκος Καραθάνος ως Ξέρξης και ικανοποιητική η Λένα Κιτσοπούλου στο ρόλο του «τρελού»-αφηγητή. Εκπληκτικός ο συγχρονισμός στην κίνηση και την απαγγελία των γυναικών και των ανδρών που απετέλεσαν τα δύο ημιχόρια. Χωρίς μουσική συνοδεία, ο λόγος ακούστηκε άψογος (και επιτέλους καθαρά), δημιουργώντας τη δική του μουσική, μαζί με κραυγές και ψιθύρους.
Είναι άπειρες οι λεπτομέρειες αυτής της καλοδουλεμένης παράστασης, που ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούμε. Ηταν ταυτόχρονα και μια παράσταση-σεμινάριο, για δημιουργούς που θα θελήσουν να συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο, καταθέτοντας τη δική τους συμβολή.
ΔΗΜ.ΝΑΤ.