Ούτε λίγο-ούτε πολύ, εννέα ταινίες θα βγουν αυτή τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από αυτές πολλές είναι αξιόλογες. Φυσικά, προηγείται «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ζυλ Ντασέν. Oχι τόσο λόγω Ντασέν και επ` ευκαιρία του θανάτου του, ούτε λόγω θεματολογίας, αλλά κυρίως λόγω Καζαντζάκη. Oσοι αγάπησαν το συγγραφέα θα δουν μια σημαντική κινηματογραφική του μεταφορά, με όλα τα μεγάλα νοήματα καθώς και τα ανθρώπινα πάθη να συνδέονται σ` ένα αξεδιάλυτο έπος.
Ακολουθεί η «Δεύτερη πνοή» του Αλέν Κορνό, μια προσπάθεια αναβίωσης του φιλμ-νουάρ και της γοητείας των παλιών γαλλικών αστυνομικών ταινιών, προσπάθεια που δυστυχώς δεν είχε κανένα αντίκρισμα. Τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα αυτής της ταινίας είναι η επιτήδευση, το στιλιζάρισμα και η απουσία κάθε φιλοσοφικής διάθεσης, ενώ στα θετικά της πρέπει να καταλογιστούν η υπενθύμιση του κώδικα τιμής που υπάρχει μερικές φορές μεταξύ των κακοποιών και οι δεύτεροι καλοί ρόλοι (οι πρώτοι ρόλοι, που ενσαρκώνονται από τον Ντανιέλ Οτέιγ και την Μόνικα Μπελούτσι, υπήρξαν ατυχείς επιλογές).
Το ντοκιμαντέρ «Το όνομά της είναι Σαμπίν», της γνωστής γαλλίδας ηθοποιού Σαντρίν Μπονέρ, αξιοποιεί ένα αποσπασματικό κινηματογραφικό υλικό 25 ετών για να «μιλήσει» για την ψυχική νόσο του αυτισμού από την οποία έπασχε η αδερφή της. Ο εγκλεισμός της Σαμπίν για πέντε χρόνια σε ψυχιατρικό ίδρυμα υπογραμμίζει τη λαθεμένη αντιμετώπιση αυτών των ασθενών και την κοινωνική διάσταση του θέματος, πράγμα που δίνει μεγαλύτερη αξία στην ευαίσθητη και ανθρώπινη ταινία της Μπονέρ.
«Τα περιουσιακά στοιχεία» της Αθανασίας Δρακοπούλου είναι ένα ακόμα αξιόλογο ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου. Οι μαρτυρίες των ανθρώπων και το λειψό κινηματογραφικό υλικό ανασταίνουν την προσωπικότητα του ποιητή που γεννήθηκε σε μια ερημιά της Μάνης και επέζησε των δυσκολιών του καιρού του. Στην ουσία, παρακολουθούμε τα διαδραματιζόμενα συμβάντα του εικοστού αιώνα, όπως αυτά επηρέασαν κυρίως την Ελλάδα. Αν εξαιρέσει κανείς τη μονομέρεια με την οποία παρουσιάζονται οι ιδεολογικές διαφορές της εποχής και που αδικούν τον ποιητή (ο Τίτος Πατρίκιος δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να «αντικειμενοποιήσει» τις υποκειμενικές του απόψεις και να χύσει αντικομμουνιστική χολή), μπορεί να συμπεράνει με μια πιθανή μελαγχολία ότι το παρελθόν αυτών των ανθρώπων είναι η κοινή μας καταγωγή.
«Η μέρα που άρχισα να ζω» του Μπαράτ Ναλιούρι είναι μια καλοδουλεμένη ευχάριστη ταινία εποχής, στην οποία μια άσχημη νταντά (Φράνσις Μακ Ντόρμαντ) μεταμορφώνεται σε μια ελκυστική γυναίκα, έτοιμη να κυνηγήσει το ερωτικό της πεπρωμένο.
Καλοδουλεμένη είναι και η σκληρή αστυνομική ταινία του Ντέιβιντ Αγιερ «Η εξουσία της νύχτας», σε σενάριο του Τζέιμς Ελρόι («Λος Αντζελες εμπιστευτικό»), με τον Κιάνου Ριβς στην καλύτερη εμφάνιση της καριέρας του και τον Φόρεστ Γουίτακερ. Φυσικά, το «διά ταύτα» είναι τυπικά χολιγουντιανό, δηλαδή αμερικάνικο.
Τέλος, απλή αναφορά επιβάλλεται να γίνει στους «Μάρτυρες» του Αντρέ Τεσινέ, περισσότερο λόγω του γνωστού ονόματος του σκηνοθέτη, αφού πρόκειται καταφανώς για τη χειρότερη ταινία του.
Ελένη Σταματίου