Η διά του κινηματογράφου ψυχοθεραπεία είναι προφανώς ένας νέος σωτήριος και απενοχοποιητικός τρόπος για μερικούς που διετέλεσαν εκτελεστικά όργανα των σιωνιστικών εγκλημάτων, να αποδιώξουν από το υποσυνείδητο τους τη φρίκη όσων έζησαν, διατρανώνοντας παράλληλα την πρόθεσή τους να μη κάνουν πολιτικές ταινίες και αφήνοντας –βεβαίως, βεβαίως– έξω από τον προβληματισμό τους την κατακτητική στρατηγική του σιωνισμού από καταβολής ισραηλινού κράτους. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να μη χρηματοδοτήσει το Ισραήλ ταινίες που το μόνο που συμπεραίνουν είναι πόσο βάρβαρος και ηλίθιος είναι ο πόλεμος; Επιπλέον, πόσο θράσος χρειάζεται, ώστε να κάνεις ταινίες για το Λίβανο, έστω κι αν αυτές άπτονται προσωπικών βιωμάτων, όπως η εν λόγω ταινία και το «Βαλς με τον Μπασίρ» του Αρι Φόλμαν, και να ισχυρίζεσαι ότι δεν κάνεις πολιτικές ταινίες;
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε σε όσους αναγνώστες μας δεν γνωρίζουν, ότι ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου (1975-1991) διεξήχθη μεταξύ των φαλαγγιτών-χριστιανών του Τζεμαγιέλ και των μουσουλμάνων. Ο μεν Μπασίρ Τζεμαγιέλ, καθαρόαιμος φασίστας, άνθρωπος των Γάλλων και του Ισραήλ, εκπροσωπούσε τις πλούσιες τάξεις του Λιβάνου, οι δε μουσουλμάνοι –μεταξύ των οποίων και Παλαιστίνιοι– τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Ομως, αυτή η οικονομική ανισότητα, η οποία υπάρχει αναλλοίωτη μέχρι σήμερα, δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας που πυροδότησε τον εμφύλιο στο Λίβανο. Το 1982, η δολοφονία του Τζεμαγιέλ δίνει στο Ισραήλ το πρόσχημα που αναζητούσε ώστε να μετατρέψει το Λίβανο σε προτεκτοράτο του και να εξοντώσει την PLO και όλους τους Παλαιστίνιους που ζούσαν στην επικράτειά του. Το κατάφερε ως ένα βαθμό, με αποκορύφωμα ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου που διαπράχτηκαν ποτέ: τη σφαγή στα παλαιστινιακά στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα, αρχιτέκτονας της οποίας υπήρξε ο Αριέλ Σαρόν. Ηταν τέτοιος ο αντίκτυπος αυτής της τεράστιας σφαγής, που ταρακούνησε συθέμελα την ισραηλινή κοινή γνώμη, ώστε για τα επόμενα 20 χρόνια ο Σαρόν έμεινε εκτός κυβερνητικών θέσεων (επανήλθε βέβαια ως πρωθυπουργός). Είναι επίσης ενδεικτικό ότι όταν, περί το 2000, επιζώντες κατέφυγαν σε βελγικό διεθνές δικαστήριο εναντίον του Σαρόν, ο βασικός μάρτυρας εναντίον του, ο αρχηγός τότε των φαλαγγιτών Ελίε Χομπέικα, που ήθελε να αποσείσει τις ευθύνες του, και οι δύο στενότεροι συνεργάτες του δολοφονήθηκαν σε διάστημα τριών μηνών…
Καταλαβαίνετε ότι τέτοια εγκλήματα δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν από τη συλλογική μνήμη των λαών της περιοχής. Ερχονται λοιπόν κάποιοι σαν τον Σάμιουελ Μαόζ ή τον Αρι Φόλμαν –ευαίσθητοι, εξαιρετικά ταλαντούχοι και ευπρεπείς κύριοι, κατά τα άλλα– για να μας πουν τι; «Λυπηθείτε μας! Δεν ξέρετε όλοι εσείς πόσα ψυχολογικά τραύματα μας άφησε αυτός ο βάρβαρος πόλεμος, στον οποίο αναγκαστήκαμε να συμμετάσχουμε! Εχουμε και μεις ψυχούλα, έχουμε μανάδες, αισθήματα και αντοχές, λυπούμαστε τους αιχμάλωτους, ντρεπόμαστε για τα εγκλήματα που έγιναν, ίσως κάποτε όλα αυτά πρέπει να τελειώσουν, όμως εμείς τι φταίμε;»!
Ευτυχώς –θα προσθέταμε εμείς– το Ισραήλ είναι μια μεγαλόψυχη δημοκρατία. Δεν ενοχλείται από τα πασιφιστικά κλαψουρίσματα μερικών ευαίσθητων τέκνων του, όσο αυτά δεν θέτουν σε αμφισβήτηση τους λόγους της δημιουργίας και της ύπαρξής του. Σε τελική ανάλυση, όλα τα κράτη κάπως έτσι δημιουργήθηκαν: με θυσίες, αίμα, αλλά και εγκλήματα μερικές φορές! Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να αμυνθεί η χώρα, όταν κατακλύζεται από μια θάλασσα αραβικών πληθυσμών; Είναι τόσο θεμιτό να υπάρχουν διαφορετικές φωνές! Ετσι, το μεγαλόψυχο αυτό κράτος μορφώνει και σπουδάζει αυτούς τους ανθρώπους, χρηματοδοτεί τις ταινίες τους, δεν ενοχλείται από τις καταγγελτικές, ενδόμυχες προθέσεις τους. Στο κάτω-κάτω, το ταλέντο, οι διακρίσεις, τα βραβεία στα διεθνή φεστιβάλ το αποζημιώνουν, ντύνουν με μια επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας ένα από τα μεγαλύτερα κράτη-τρομοκράτες που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Ολοι ξέρουν –και ειδικά μια έξυπνη δημοκρατία δυτικού τύπου, όπως αρέσκεται να αυτοαποκαλείται το Ισραήλ– ότι όταν δεν έχεις τα κότσια να φτάσεις στην καρδιά ενός ζητήματος και όταν αναλώνεσαι σε ηθικοπλαστικές μεμψιμοιρίες, απλώς συγκαλύπτεις την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι μία: Το διαρκές έγκλημα, η γενοκτονία σε βάρος των Παλαιστινίων, που συντελείται εδώ και 60 χρόνια σ` αυτή τη γωνιά του κόσμου, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία. Κανείς δεν δικαιούται να το ξεχνά αυτό.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, κατά μέρος την ευαισθησία και εντιμότητα των συγκεκριμένων κινηματογραφικών δημιουργών. Δεν είναι αυτό το ζήτημα. Το ζήτημα είναι ότι ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις.
Προς το τέλος αυτού του σημειώματος δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε την αγωνία του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής (των ισραηλινών στρατιωτών εν προκειμένω) που διατρέχει την ταινία του Μαόζ. Ολοι ξέρουν ότι για το Ισραήλ η ζωή κάθε υπηκόου του αξίζει όσο η ζωή χιλιάδων αντιπάλων του. Πρόκειται για την πιο χυδαία αντίληψη ευδαιμονισμού, ατομικισμού και φιλαυτίας που μπορεί να συναντήσει κανείς. Γιατί, όπως είπε ο Γκίλαντ Ατζμοντ, όλοι αυτοί αδυνατούν να καταλάβουν ότι «η ζωή είναι κάτι περισσότερο από το να ζούμε».
Ελένη Σταματίου