♦ ΤΕΡΙ ΤΖΟΡΤΖ
Hotel Rwanda
1994, εμφύλιος πόλεμος στη Ρουάντα: Μετά από αιώνες φυλετικών συγκρούσεων και βελγικής (κυρίως) αποικιοκρατίας, οι Χούτου σκηνοθετούν τη δολοφονία του δικτάτορα-προέδρου τους για να σφαγιάσουν έπειτα τη φυλή των Τούτσι. 1.000.000 νεκροί σε διάστημα 100 ημερών καταγράφονται, μαζί με τη συνήθη απάθεια του δυτικού “αναπτυγμένου” κόσμου για το “τριτοκοσμικό” αυτό γεγονός. Η προσωπική ιστορία του Πολ Ρουσεσαμπαγκίνα, ενός Χούτου που με τη βοήθεια της Τούτσι συντρόφου του -αλλά και αυτή των βέλγων αφεντικών- κρύβει στο ξενοδοχείο που δουλεύει χίλιους περίπου Τούτσι και τους σώζει στην κυριολεξία από τα μαχαίρια των Χούτου, δε μπορεί παρά να αγγίξει τις φιλμικές χορδές της αμερικανικής ευαισθησίας. Η ιστορία του Ρουσεσαμπαγκίνα θα αποτελέσει έτσι για το Χόλιγουντ μια υπέροχη ευκαιρία να επιδείξει τον πληθωρικό του ανθρωπισμό, με μια ταινία που ο σκηνοθέτης της περιγράφει ως «καθηλωτικό πολιτικό θρίλερ», μα θα μπορούσε ωστόσο να περιγραφεί κι ως ένα ακόμη δίωρο αναπαράστασης σφαγών και φρικαλεοτήτων από αυτά που εκβιάζουν το γεμάτο ηδονική τύψη δάκρυ κάθε πολιτισμένου δυτικού.
Η αισθητική και πολιτική φτήνια της βίας που κινηματογραφείται προς “καλή χώνεψη” έχει εκτεθεί ως τέτοια από σπουδαίους κινηματογραφιστές εδώ και δεκαετίες, με τον αυστριακό Μίκαελ Χάνεκε («Παράξενα Παιχνίδια», «Η δασκάλα του πιάνου») να ξεχωρίζει ανάμεσα στα πιο πρόσφατα παραδείγματα. Το οσκαρικό «Hotel Rwanda» ακολουθεί την μπλοκμπάστερ παράδοση, αγνοώντας επιδεικτικά την προβληματική για τα όρια και τα μέσα της συναισθηματικής χειραγώγησης του θεατή, καταλήγοντας στις πιο «βαθυστόχαστες» στιγμές του να αποδίδει τη γενοκτονία στο «μίσος» και την «παράνοια» που μας χαρακτηρίζει ως είδος.
«Δεν βλέπεις αίμα, βλέπεις κόκκινο», είχε πει κάποτε ο τρομερός Γκοντάρ, συμπυκνώνοντας έτσι μια εύστοχη ερμηνεία για το ότι μετά το «Hotel Rwanda» ή το βραδινό δελτίο ειδήσεων, μπορούμε οι περισσότεροι να φάμε, να πιούμε (και να χορέψουμε) ανενόχλητοι.
Ε.Γ.
♦ ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ
Melinda & Melinda
Οι δυο τρόποι, ο κωμικός και ο δραματικός, με τους οποίους μπορεί να δει κανείς μια ιστορία, είναι το θέμα που πραγματεύεται ο Γούντι Αλεν στην τελευταία του ταινία.
Η κεντρική ηρωίδα παρουσιάζεται σε δυο παράλληλες ζωές: μια ανάλαφρη, χαρακτηριστικής των κωμωδιών του Γούντι Αλεν, και μια τραγική που βέβαια και αυτή διανθίζεται από κωμικά στοιχεία.
Πάντως αν και το θέμα προσφέρεται, ο Γούντι Αλεν ούτε με ιδιαίτερα πνευματώδη τρόπο, ούτε με καμιά ιδιαίτερα φιλοσοφική διάθεση καταφέρνει να προσεγγίσει το θέμα του. Αποτέλεσμα είναι μια αδιάφορη ταινία που δεν έχει καν το χιούμορ των προηγούμενων.
♦ ΤΖΕΪΚΟΜΠ ΑΑΡΟΝ ΕΣΤΕΣ
Το ποτάμι του φόβου
Μια, πέρα από ηλίθιες δαιμονοποιήσεις, εκδοχή της νεανικής βίας που παγιδευμένη στην ατελέσφορη λογική του καλού και του κακού που διατρέχει την αμερικάνικη κοινωνία, και όχι μόνο, δυσκολεύεται να δει την αιτία και το αποτέλεσμα. Ετσι, μια παρέα παιδιών που σκαρώνει μια εκδρομή στο ποτάμι, προκειμένου να τιμωρήσει τον αντιπαθητικό συμμαθητή τους, βρίσκεται μπροστά σε μια τραγική κατάληξη και σε δύσκολα ηθικά διαλείμματα.
Μια από τις σπάνιες φορές που ταινία τέτοιου είδους ακουμπά σε πραγματικό έδαφος και παρουσιάζει ενδιαφέρον.
♦ ΙΣΤΒΑΝ ΖΑΜΠΟ
Η τελευταία λέξη της Τζούλια
Μια σταρ του θεάτρου εκδικείται τις απιστίες του άντρα της αλλά και τον νεαρό εραστή της με μια αναγέννηση της στο θέατρο. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1930 στο Λονδίνο, είναι όμως τόσο άνευρη και εξωπραγματική, που μάλλον διασύρει τον γνωστό Ούγγρο σκηνοθέτη. Μοναδικό ατού η ερμηνεία της Ανέτ Μπένιγκ.
Ελένη Σταματίου