Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ένα «τίποτα» τυλιγμένο σε χαρτί πολυτελείας. Αυτή η ιταλική ταινία είναι ακριβώς αυτό: πολύς θόρυβος για το τίποτα. Και είναι τουλάχιστον αστείο να διαφημίζεται σαν «μπαρόκ βισκοντικό μελόδραμα με άρωμα “Γατόπαρδου”»! Δεν συζητάμε να κάνεις ανατομία της αστικής τάξης και των συνηθειών της, γιατί αυτό είναι όντως φιλόδοξος στόχος. Συζητάμε όμως να ξέρεις τουλάχιστον που πατάς και πού πηγαίνεις. Να μη χάνεσαι και να μην ανοίγεις εκατό μέτωπα. Οσο για την κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, για τον γεμάτο αυταπάρνηση έκνομο έρωτα που σπρώχνει μια αστή να εγκαταλείψει τα πάντα πίσω της για το χατίρι ενός νεαρού σεφ (!), αυτά, αν μη τι άλλο, ανήκουν σ` άλλες εποχές.
Στη σύγχρονη εποχή, ο Γκουαντανίνο καταπιάνεται μ` ένα παλιομοδίτικο θέμα. Η μαγειρική, οι γεύσεις, η φύση και ο έρωτας συνδέονται με τις κρυμμένες επιθυμίες κάποιων αστών. Ο σκηνοθέτης, πέρα από κάποιες αιχμές, κλείνει με συμπάθεια το μάτι στις αδυναμίες τους και συμπεραίνει: ο έρωτας είναι η απόλυτη δύναμη! Αυτό κι αν είναι υποκρισία, όταν μάλιστα μιλάμε για τα άτομα μιας τάξης που έχουν συνηθίσει τον κόσμο να περιστρέφεται γύρω τους. Συμπερασματικά έχουμε μια ταινία που διασώζεται μόνο χάρις στη γοητεία των πρωταγωνιστών της (βλ. Τίλντα Σουίντον), την ιταλική φινέτσα της, τα πολυδάπανα γυρίσματα και τις, σε μερικά σημεία, ενδιαφέρουσες λήψεις του σκηνοθέτη.