«Nymphomaniac» ή αλλιώς «Η εποχή της μοναξιάς». Οσοι φαντάζονταν ότι η πριν από χρόνια προαναγγελθείσα από τον ίδιο τον Τρίερ ταινία πορνό θα ήταν πράγματι πορνό απλώς δεν γνωρίζουν τον Τρίερ. Είναι ενάντια στη φύση του οποιουδήποτε μεγάλου σκηνοθέτη να κάνει μια αμιγώς πορνογραφική ταινία. Ας θυμηθούμε το «Μάτια ερμητικά κλειστά» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, μια από τις πιο εξαιρετικές καταδύσεις στην κρίση και την κενότητα των σύγχρονων διαπροσωπικών σχέσεων. Ας θυμηθούμε το «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν, μια θρηνητική παρουσίαση της εμμονής στο σεξ. Ή ακόμα την «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» του Ναγκίσα Οσιμα.
Είναι γεγονός ότι η πρόκληση αποτελεί βασικό εργαλείο με το οποίο ο δανός σκηνοθέτης εκμαιεύει την αφύπνιση και τη σκέψη του θεατή. Αυτό αφορά σχεδόν όλες τις ταινίες του, με αποκορύφωμα τους «Ηλίθιους» (1998). Αν κάποιος θεωρήσει το «Nymphomaniac» προκλητικό, τότε τι θα έπρεπε να πει για τους «Ηλίθιους»; Οσοι μένουν στην επιφάνεια αυτής της προκλητικότητας και τις ανοησίες για «το κακό παιδί των Καννών» απλά δεν μπορούν να υπερβούν τη λεγόμενη πολιτική ορθότητα και τις δικές τους προκαταλήψεις.
Δυστυχώς, για να έχει κανείς μια πλήρη εικόνα για το «Nymphomaniac» θα έπρεπε να δει ολόκληρη την τετράωρη βερσιόν της ταινίας, η οποία για λόγους εμπορικότητας χωρίστηκε σε δύο μέρη (είναι η πρώτη φορά που ο Τρίερ δεν είχε τον τελικό λόγο στο final cut της ταινίας). Στο πρώτο μέρος περιγράφονται τα πέντε πρώτα επεισόδια από τη σεξουαλική ζωή μιας γυναίκας έτσι όπως εκείνη τα αφηγείται σ` έναν ώριμο εργένη, μετά από ένα ατύχημά της. Στις σκηνές, που ορισμένες φορές περιγράφονται με κάποιο κυνισμό ή προβοκατόρικη διάθεση, παρεμβάλλονται σχόλια για τη θρησκεία, τη σεξουαλική απελευθέρωση, την οικογένεια, τη λογοτεχνία, τη φύση, την ασθένεια, το σιωνισμό κλπ. Ολα αυτά απέχουν από ένα στιβαρό και ουσιαστικό φιλοσοφικό διαλογισμό, όμως καλούν το θεατή να σκεφτεί κρυμμένες αλήθειες πίσω απ` αυτό που βλέπει και όχι να μείνει στις ευκολίες ενός προκλητικού θεάματος.
Στην πραγματικότητα, εκείνο που βλέπει κανείς είναι η κενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η οδύνη που τη συνοδεύει. Η μονοδιάστατη ηρωίδα δεν έχει ακούσει καν τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, η έννοια του έρωτα συνδέεται με τη χαμέρπεια των αισθημάτων, το μόνο με το οποίο προσπαθεί να γεμίσει τη ζωή της είναι το σεξ. Σε τι διαφέρει αυτή η εξάρτηση από το διαδικτυακό απρόσωπο σεξ ή από τους διάφορους ιντερνετικούς εθισμούς; Ολα αυτά υποδηλώνουν την ανυπαρξία μιας αληθινής κοινωνικής ζωής, την αδυναμία συνεύρευσης με άλλους ανθρώπους, τον τρόμο και την οδύνη της μοναξιάς που καταλήγει να έχει παθολογικά χαρακτηριστικά.
Είναι προφανές ότι ο Τρίερ καταδύεται στα δικά του προσωπικά βιώματα, στις δικές του πληγές, στους δικούς του φόβους. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές της ασθένειας και του θανάτου του πατέρα της ηρωίδας, που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με το ιστορικό κατάθλιψης του σκηνοθέτη. Επί της ουσίας, η ταινία αυτή θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τον τίτλο της προηγούμενης ταινίας του Τρίερ: «Μελαγχολία».
Επαναλαμβάνουμε: είναι αδόκιμο, ανέντιμο και ανοίκειο να βγάλει κανείς εύκολα συμπεράσματα για το «Nymphomaniac» από τη στιγμή που η ταινία έχει κοπεί –και μάλιστα απότομα– στα δύο. Είναι γνωστό, επίσης, ότι σε πολλές ταινίες του δανού σκηνοθέτη το κέντρο βάρους είναι παραπλανητικό και διαφαίνεται μόλις στον επίλογο της ταινίας. Ενδεχομένως στο δεύτερο μέρος να μη δούμε τίποτα περισσότερο και τίποτα αξιολογότερο. Ομως αυτό δεν το ξέρουμε. Θα αδικούσαμε και το πρώτο μέρος και το συνολικό αποτέλεσμα, αν προδιαγράφαμε κάτι τέτοιο. Η ουσία είναι ότι για ένα σκηνοθέτη που δεν μας έχει συνηθίσει στην ανούσια παράθεση πλάνων και σκηνών, αλλά έχει ένα βαθύτερο ειρμό και στόχευση, το κόψιμο της ταινίας στη μέση είναι τουλάχιστον ατυχές.
Ελένη Σταματίου







