Ο Κρις Κάιλ υπήρξε ένας από τους «θρυλικούς» ελεύθερους σκοπευτές του αμερικανικού στρατού, φόβος και τρόμος για τους εχθρούς, ασπίδα προστασίας για τους αμερικανούς στρατιώτες. Βασισμένος στην ομώνυμη αυτοβιογραφία του, ο Κλιντ Ιστγουντ σκηνοθετεί (αναλαμβάνοντας, μαζί με τον Μπράντλεϊ Κούπερ, που υποδύεται τον πρωταγωνιστή, και την παραγωγή της ταινίας) τη ζωή του, με έμφαση κυρίως στην αφοσίωσή του στο καθήκον και τη δυσκολία του να επιστρέφει στην οικογενειακή ζωή μετά από περίοδο πολέμου.
Εχουμε δει πολλές ταινίες με θέμα τους μισθοφόρους του αμερικανικού στρατού. Αυτή ίσως και να είναι η πιο συντηρητική από όλες. Σε όλες αναφέρεται πάντα η δυσκολία των ανθρώπων αυτών όταν επιστρέφουν από τον πόλεμο και καθεμιά δίνει και μια σχετική απάντηση. Η ταινία του Ιστγουντ, όμως, που στηρίζεται στην προσωπική ιστορία ενός, μας δίνει μια «νέα» εκδοχή. Δεν είναι προφανώς η πεποίθηση του άδικου πόλεμου. Δεν είναι ούτε οι σκληρές κι απάνθρωπες συνθήκες στο πεδίο της μάχης. Δεν είναι οι 160 (επισήμως βεβαιωμένος αριθμός) ανθρώπινες ζωές που «έπρεπε» να πάρει. Δεν είναι τα διαμελισμένα μέλη στον αέρα από τις εκρήξεις. Είναι η αφοσίωση και η αίσθηση του καθήκοντος. Ο πρωταγωνιστής, αφού επιστρέφει, αισθάνεται πάντα ότι είναι αναγκαίος στο πεδίο της μάχης και ότι θα έπρεπε να σώζει κόσμο, αντί να παίζει με τα παιδιά του. Ούτε μία φορά δεν αναρωτιέται γιατί είναι εκεί που είναι. Λυπάται, βέβαια, όταν πρόκειται να σκοτώσει μικρά παιδιά, αλλά πρέπει να κάνει τη δουλειά του, γιατί από μικρός έμαθε να είναι «προστάτης».
Η μόνη ρωγμή ίσως φαίνεται υπαινικτικά, μέσω της μυστηριώδους σε μερικά σημεία ερμηνείας του Κούπερ, που υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου αυτού να επιστρέψει ουσιαστικά στην καθημερινή του ζωή, αλλά η ταινία δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης του εθνικού ήρωα. Και η χυδαία πλευρά της ταινίας είναι ακριβώς αυτή: η προφανής δυσκολία προσαρμογής, με διάφορα ψυχολογικά τραύματα στις περισσότερες περιπτώσεις, εδώ αναγιγνώσκεται ως αφοσίωση. Πλήρης ηρωοποίηση, που είναι κατανοητή πιθανώς σε μια αυτοβιογραφία, στην οποία προσπαθεί κανείς να δώσει απαντήσεις και στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά όχι και από τους συντελεστές της ταινίας, οι οποίοι παρεμπιπτόντως μουρλάθηκαν στο χρήμα, καθώς η ταινία στην Αμερική έχει κάνει πάταγο.
Ελένη Π.