«Δε θα πεθάνω ολάκερος» είναι η ακριβής μετάφραση του ευρηματικού, αν μη τι άλλο, τίτλου της ταινίας, λατινική έκφραση που σημαίνει «κάτι θα μείνει από εμένα» και την οποία συναντάμε στις Οράτιου Ωδές, Βιβλίο ΙΙΙ.
Πρόκειται για ντοκιμαντέρ που καταπιάνεται με την εννιάμηνη απεργία των Χαλυβουργών, που ξεκίνησε το Νοέμβρη του 2011. Αυτή η ταινία είναι η πρώτη μεγάλου μήκους της Γραμματικού. Την παραγωγή έφερε σε πέρας ο Χρήστος Γιάννου και η Λοκομοτίβα (κινηματογραφική κολεκτίβα με στόχο έργα σκέψης και προβληματισμού, ενάντια στην εμπορευματοποίηση της τέχνης, με έμφαση -σύμφωνα με δήλωση του Κώστα Σταματόπουλου, διευθυντή παραγωγής της ταινίας- στο περιεχόμενο πρωτίστως και δευτερευόντως σε μια αισθητική γραμμή, στη φόρμα).
Ας ασχοληθούμε λοιπόν κι εμείς πρώτα με το περιεχόμενο (γιατί για μας «εν αρχή ην ο μύθος» σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο). Η προσπάθεια κεφαλαιοποίησης μιας τέτοιας απεργιακής εμπειρίας με τα εργαλεία της τέχνης είναι πρώτα απ’ όλα έργο χρήσιμο. Στόχος της σκηνοθέτριας είναι να μελετήσει τα γεγονότα, αλλά κυρίως να τα δει ως παρακαταθήκη για το σύνολο της εργατικής τάξης. Δυστυχώς, ο στόχος μένει μόνο ως πρόθεση…
Aσφαλώς, το σθένος των εργατών που άντεξαν εννιά μήνες απεργίας πρέπει να τονιστεί και να επαινεθεί. Ειδικά, μάλιστα, σε μια περίοδο που το σύνολο της εργατικής τάξης έχει κλειστεί στο σπίτι. Ασφαλώς και πρέπει να αναδειχτούν οι κινήσεις αλληλεγγύης απέναντι στο κίνημα των απεργών. Ομως όταν πρόκειται για ένα τόσο πρόσφατο γεγονός και όταν κάνεις λόγο για παρακαταθήκη, θα πρέπει πρωτίστως να φύγεις από την επιφάνεια των πραγμάτων και να μπεις στην ουσία τους, να δεις όλες τις παραμέτρους, να διερευνήσεις τους λόγους που οδήγησαν στη συγκεκριμένη εξέλιξη των πραγμάτων, να αποφύγεις ηρωοποιήσεις και εξιδανικεύσεις και όχι να θεωρείς νίκη το γεγονός ότι οι εργάτες «γνώρισαν και πώς τον λεν τον διπλανό». Θα πρέπει να διακρίνεις τα πολιτικά παιχνίδια που παίχτηκαν και να δεις πώς επηρέασαν την πορεία της απεργίας, να ξεχωρίσεις τα σωστά και τα λάθος βήματα και να ασκήσεις την κριτική που πρέπει. Παρακαταθήκη δε σημαίνει «μπράβο στους εργάτες που αγωνίζονται, θα τα καταφέρουμε κάποια άλλη φορά», αλλά «γιατί δεν πετύχαμε αυτή τη φορά;». Το νυστέρι πρέπει να μπει βαθιά, για να έχει η συγκεκριμένη ταινία πραγματική αξία παρακαταθήκης. Ομως, ουσιαστική κριτική δε γίνεται πουθενά, δεν υπάρχει αντίλογος σε τίποτα (εξόν από το μανιχαϊστικό δίπολο επαναστάτης – εργάτης και πουλημένος/φοβισμένος – ατομιστής). Καμία κριτική ούτε στη στάση του ΠΑΜΕ που είχε τον ασφυκτικό έλεγχο αυτού του αγώνα.
Αυτή η προσέγγιση, της ηρωοποίησης και εξιδανίκευσης, μεταφέρεται και στη φόρμα της ταινίας. Μια μικρή εισαγωγή για την ιστορία των εργατών χάλυβα και μετά εικόνες από την απεργία και από πορείες. Ταυτόχρονα, voice over (δυο φωνές πάνω στην εικόνα) με συγκινητικά κείμενα κι ευχολόγια που καταλήγουν (αθέλητα ή ηθελημένα) στον γνωστό εργατισμό που διακρίνει μια μερίδα της ευσιαθητοποιημένης διανόησης. Παράλληλα, συνεντεύξεις από απεργούς, που έχουν μια σημασία. Η απόπειρα της Γραμματικού δεν καταφέρνει ούτε σε δημοσιογραφικό επίπεδο να έχει ενδιαφέρον, καθότι, δίνοντας βάση στη συναισθηματική απεύθυνση, παραθέτει τα γεγονότα σε πολύ αδρές γραμμές και χωρίς να προσπαθεί να διεισδύσει στο βάθος τους.
Συμπερασματικά, αν οι καλλιτέχνες θέλουν να θέσουν την τέχνη τους στην υπηρεσία της κοινωνίας (και οι συγκεκριμένοι το θέλουν) θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να χρησιμοποιούν επιστημονικές μεθόδους στην παρατήρηση των φαινομένων που μελετούν, έτσι ώστε να απευθύνονται πρώτα στη σκέψη και μετά στο συναίσθημα. Θα πρέπει όμως παράλληλα να μελετούν και τα εργαλεία που διαθέτουν. Αλλιώς γράφεται μια προκήρυξη, αλλιώς το σενάριο μιας ταινίας.
Αν κάνουμε μια τόσο εκτεταμένη αναφορά, αυτό γίνεται μονάχα γιατί θεωρούμε ότι τέτοιες προσπάθειες σύνδεσης της τέχνης με την κοινωνία είναι αναγκαίες, κυρίως σε εποχές που κυριαρχεί η βλακεία και η σαπίλα. Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε ολοένα και πιο απαιτητικοί…
Ελένη Π.