Ο Δ. Παπαϊωάννου σίγουρα δεν είναι τυχαία περίπτωση. Εικαστικός, σκηνοθέτης, χορογράφος, χορευτής παλιότερα, συγκαταλέγεται στους κορυφαίους όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, αναγνώριση που κέρδισε όχι με τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά με τη δουλειά του στο χοροθέατρο. Οι πολλοί τον γνώρισαν ως δημιουργό των τελετών έναρξης και λήξης του Αthens 2004, όμως είχε ήδη μια σημαντική πορεία στο χώρο του χοροθέατρου, αποτελώντας έναν από αυτούς που εισήγαγαν αυτό το είδος (στη σύγχρονη εκδοχή του) στη χώρα μας, φέρνοντας το ελληνικό κοινό σε επαφή με ένα ρεύμα που ήδη γνώριζε άνθιση στην Ευρώπη και την Αμερική.
Η «Μήδεια» ήταν η παράσταση που πριν 15 χρόνια απογείωσε την «Ομάδα εδάφους», την οποία είχαν δημιουργήσει ο Παπαϊωάννου με την Αγγελική Στελλάτου. Ο δημιουργός της αποφάσισε να την ξανανεβάσει φέτος, με εντελώς νέα σύνθεση και «πειράζοντας» ορισμένα στοιχεία της (κίνηση απολύτως λογική για κάθε δημιουργό). Αυτονοήτως, η κριτική οφείλει να σταθεί στην τωρινή παράσταση και να την «κοιτάξει» καθεαυτή και όχι συγκρίνοντάς την με την παλιότερη.
Στη «Μήδεια» μπορεί να δει κανείς το ιδεολογικό και αισθητικό σύμπαν του δημιουργού της. Ο Παπαϊωάννου είναι εστέτ και ποπ ταυτόχρονα. Συνεχίζει την παράδοση ορισμένων από τους κορυφαίους της αστικής τέχνης στην Ελλάδα: του Χατζηδάκη, του Τσαρούχη, του Κουν. Καλλιτεχνών που μολονότι δεν βγήκαν έξω από τα όρια του αστικού πολιτισμού, βρήκαν κλειστές τις πόρτες, διότι δεν υπηρέτησαν το καθεστώς με τον τρόπο που εκείνο απαιτούσε: ως προπαγανδιστές. Ο Παπαϊωάννου είναι μάλλον πιο τυχερός από τους προηγούμενους, γιατί η Αγγελοπουλίνα είχε την εξυπνάδα να τον χρησιμοποιήσει το 2004 και έτσι του άνοιξαν οι μεγάλες πόρτες και το αστικό κοινό τον θεωρεί δικό του, έστω κι αν ελάχιστα επικοινωνεί με το έργο του (οι Μερτσέντες και τα Καγιέν, μετά την πρεμιέρα της «Μήδειας» τράβηξαν κατά παραλιακή μεριά, προκειμένου οι επιβάτες τους να καθαρίσουν τ’ αυτιά τους από την ηχητική μόλυνση του Μπελίνι και της Κάλλας, με μερικές γερές δόσεις Κοκκίνου και Βανδή).
Η «Μήδεια» του Παπαϊωάννου δεν είναι η «Μήδεια» του Ευριπίδη κι αυτό ο δημιουργός δεν το έκρυψε. Αυτό συμβαίνει όχι επειδή απουσιάζει ο λόγος, αλλά επειδή «μαζεύτηκαν» το δραματικό βάθος και το ιδεολογικό εύρος της ευριπίδειας «Μήδειας». Αυτό δεν σημειώνεται ως ψόγος, αλλά για να εντοπιστεί το στίγμα του έργου. Στη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου τα «εξουσιαστικά» στοιχεία συρρικνώνονται μέχρις εξαφάνισης και η πλοκή περιορίζεται στο ερωτικό στοιχείο. Ενας «μάτσο» άνδρας (Ιάσονας), μια «άγρια» γυναίκα (Μήδεια), ένα άγουρο κορίτσι (Γλαύκη) που γίνεται το νέο δέρας στη συλλογή του άνδρα. Η σημαντικότητα της παράστασης αρχίζει μετά το μύθο, περιορίζεται κυρίως στη φόρμα της.
Ο Παπαϊωάννου είναι ένας μετρ της αισθητικής απόλαυσης. Ολα τα στοιχεία της παράστασης είναι προσεκτικά επιλεγμένα, στις σωστές αναλογίες, για να κρατούν το θεατή καθηλωμένο στη μια και κάτι ώρα που διαρκεί η «Μήδεια». Εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, μελαγχολικές άριες του Μπελίνι (επιλογή Δ. Παπαϊωάννου), ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται ηλεκτρονικοί ήχοι (σύνθεση Coti K) που δίνουν έμφαση στη σκηνική δράση, ένα σκηνικό (Νίκος Αλεξίου) στο οποίο κυριαρχεί το υδάτινο στοιχείο (στον Παπαϊωάννου και στον Λαρς φον Τρίερ βλέπεις αυτή την εμμονή με το νερό) και κοστούμια (Δ. Παπαϊωάννου, Θάνος Παπαστεργίου) που παραπέμπουν στους πίνακες του Τσαρούχη και του Τουλούζ-Λοτρέκ.
Ολο αυτό το εικαστικό σύμπαν, όμως, θα παρέμενε νεκρό, αν δεν «γέμιζε» από ηθοποιούς-χορευτές, οι οποίοι κινούμενοι στα όρια της σωματικής αντοχής, αρκετές φορές ως ακροβάτες, διακινδυνεύοντας τη σωματική τους ακεραιότητα, έδωσαν πνοή στη σύλληψη του δημιουργού, σκηνοθέτη και χορογράφου τους. Η Ευαγγελία Ράντου (Μήδεια) ήταν η γυναίκα-στοιχειό, ο Γιάννης Νικολαΐδης (Ιάσονας) ο άντρας-κατακτητής, η Κατερίνα Λιόντου (Γλαύκη) η παιδούλα που γνωρίζει το πρώτο ερωτικό σκίρτημα και στο τέλος ένα φρικτό θάνατο, ενώ ο Αρης Σερβετάλης (σκύλος), μολονότι δεν είναι χορευτής, υπήρξε πειστικός στο ρόλο του. Δημιουργικά εντάχθηκαν στη διανομή και οι υπόλοιποι ηθοποιοί-χορευτές.
Υπάρχει ένα παλιό εμπειρικό κριτήριο που λέει ότι καταλαβαίνεις αν μια παράσταση είναι σημαντική από το αν σε απασχολεί, αν τη σκέφτεσαι τις επόμενες μέρες. Οφείλω να ομολογήσω πως αυτό μου συνέβη με τη «Μήδεια(2)». Ο Παπαϊωάννου είναι όντως μεγάλο ταλέντο. Τι κρίμα που αυτό το ταλέντο παραμένει εγκλωβισμένο στο ρεύμα της «αισθητικής απόλαυσης» και αρνείται να δει κοινωνικά διακυβεύματα πέρα από εκείνα που ορίζει ο στενός ορίζοντας της αστικής ιδεολογίας!
ΔΗΜ. ΝΑΤ.