«Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θά ‘θελα να ζήσω, θά ‘θελα να μπορούσα να ζήσω, θά ‘μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή»
Ομως, τα βασικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την καλλιτεχνική κίνηση παραμένουν. Οι πλατιές εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες παραμένουν μακριά από σημαντικές δουλειές. Απλά, διευρύνθηκε το ειδικό κοινό. Οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να τροφοδοτούν, με τα εισιτήρια της Εργατικής Εστίας, τα διάφορα «Δελφινάρια» του καλοκαιριού με τους Σεφερλήδες και τα χυδαία, υποτιμητικά θεάματα. Αλλά και το εισιτήριο των 30 ευρώ (για την πλειοψηφία των παραστάσεων, γιατί υπάρχοιυν και ακριβότερα), σε εποχές ακρίβειας και λιτότητας, είναι απαγορευτικό και για όποιον θέλει να παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις. Μετ’ εμποδίων, λοιπόν, και άκρως επιλεκτική και η κριτική μας.
Μπαίνοντας στο χώρο του πρώην εργοστάσιου Τσαούσογλου, όπου εδώ και μερικά χρόνια λειτουργούν δυο θεατρικές σκηνές του Φεστιβάλ Αθηνών, συναντιέσαι με την τεράστια ουρά ανθρώπων που έχει στήσει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. Ανθρωποι όλων των ηλικιών στέκονται ακίνητοι, σαν αγάλματα, περιμένοντας άγνωστο τι. Η πρώτη αντίδραση είναι αρνητική: ένας ακόμα κούφιος μοντερνισμός, μια προσπάθεια εντυπωσιασμού. Με το που μπαίνεις στην αίθουσα, η πρώτη εντύπωσή σου κλονίζεται. Μια ηθοποιός μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο, με σπασμένα ελληνικά και νευρικές κοριτσίστικες κινήσεις, απαγγέλλει ένα μονόλογο. Μια αλλοδαπή που την έφεραν και την έκαναν πόρνη μιλά στον άνθρωπο που αγαπά. Ο παραληρηματικός αυτός μονόλογος κρατά όση ώρα προσέρχονται οι θεατές και γεμίζει η αίθουσα. Δεν έχεις λόγο να τον παρακολουθήσεις λέξη προς λέξη. Θες δε θες, όμως, πιάνεις σκόρπιες φράσεις, σφηνώνεται στο μυαλό σου η κεντρική ιδέα. Αναρωτιέσαι αν ακούς μια ειλικρινή ερωτική εξομολόγηση ή τα γλυκόλογα μιας πόρνης προς το νταβατζή ή την προσπάθεια μιας αλλοδαπής να παντρευτεί ένα ντόπιο για να εξασφαλίσει την παραμονή της ή… ή… Μπορεί, όμως, να είναι και όλα αυτά μαζί, ένα κουβάρι από αντιφάσεις, σαν αυτές που κάθε μέρα ξετυλίγονται μέσα μας και γύρω μας. Μέχρι ν’ «αρχίσει» η παράσταση, έχεις αναθεωρήσει την αρχική αρνητική εντύπωση για την ουρά.
Απ’ αυτή την ουρά θα βγουν οι ηθοποιοί που θα απαγγείλουν κομμάτι κομμάτι το «Πεθαίνω σαν χώρα». Ενα κείμενο που δεν είναι θεατρικό, με ένα λόγο μακροπερίοδο, σύνθετο, δοκιμιακό, αποσυντίθεται και συντίθεται διαρκώς, μ’ ένα ρυθμό καταιγιστικό, χωρίς να χάνεις μια λέξη, ένα νόημα. Και η ουρά είναι εκεί, όχι ακίνητη πλέον, αλλά κινούμενη, συμμετέχουσα στα δρώμενα. Η κινητή κάμερα μεταφέρει στη γιγαντοοθόνη τις αντιδράσεις και του κομματιού της που δε βλέπεις. Η ουρά είναι ο γιγάντιος χορός σε μια σύγχρονη τραγωδία. Τραγουδά, φωνάζει συνθήματα, μορφάζει, σχολιάζει, υπομνηματίζει το λόγο του Δημητριάδη, προσθέτει κοφτές ειρωνικές παρεμβολές που έχει γράψει ο Μαρμαρινός. Ενα λόγο καταγγελτικό, απαισιόδοξο, ορισμένες φορές εσχατολογικό.
Ο Δημητριάδης έγραψε το «Πεθαίνω σαν χώρα» το 1978, μέσα σε 10 μέρες, όπως έχει πει, μεταφέροντας τις σκληρές εμπειρίες από την επιστράτευση της χούντας. Πιάνοντας τις εσωτερικές δονήσεις του έργου, ο Μαρμαρινός το κατέστησε σημερινό, επίκαιρο. Ενα φτύσιμο κατάμουτρα στην ιδεολογία των «Ελληναράδων» σε όλες τις εκφάνσεις αυτού του κατάμαυρου κοινωνικού συμφύρματος που το βλέπουμε κάθε μέρα γύρω μας να δηλητηριάζει και να καταστρέφει οτιδήποτε ανθρώπινο. Είναι ένα απαισιόδοξο κείμενο το «Πεθαίνω σαν χώρα», αλλά η δική μας αίσθηση ήταν πως ο Μαρμαρινός το έκανε αισιόδοξο.
Από «καθαρά» θεατρική άποψη, ο Μαρμαρινός απέδειξε πως είναι από τους ελάχιστους στην Ελλάδα που μπορούν ν’ ανοίξουν δρόμους για την ανανέωση της σκηνικής πράξης, που βουλιάζει στα βαλτόνερα του κλασικισμού και της ωραιοπάθειας. Η παράσταση αυτή μπορεί κάλλιστα να παιχτεί σε μια πλατεία, σ’ ένα γήπεδο, στο προαύλιο ενός σχολείου ή ενός εργοστάσιου. Είναι μια συνέχεια σ’ αυτό που ξεκίνησαν οι γερμανοί εξπρεσιονιστές και οι ρώσοι επαναστάτες φουτουριστές και που συνέχισε ο Μπρεχτ, μια συνεισφορά στο ρεύμα του δημιουργικού μοντερνισμού (εμείς θα περιλαμβάναμε σ’ αυτό το ρεύμα τη δουλειά της Αριάν Μνουσκίν στη Γαλλία και του Φρανκ Κάστορφ στη Γερμανία). Είναι κρίμα που τέτοιες δουλειές δεν έρχονται σε επαφή με το ευρύ κοινό, με τους ανθρώπους στους οποίους θα έπρεπε να απευθύνονται, αλλά περιορίζονται στο κοινό κάποιων φεστιβάλ, μεγάλο μέρος του οποίου χειροκροτεί μανιωδώς χωρίς καν να καταλαβαίνει τι έχει δει.