Ο ρώσος Γιούρι Μπίκοφ μας αφηγείται μια ιστορία τόσο ρωσική όσο και παγκόσμια. Μια ιστορία η οποία -σύμφωνα με το σκηνοθέτη- αφορά όλο τον κόσμο, καθότι παντού μια ολιγαρχία συμπεριφέρεται στις κατώτερες τάξεις λες και βρισκόμαστε στο Μεσαίωνα.
Ο πρωταγωνιστής Ντίμα είναι υδραυλικός, ο οποίος τα βράδια διαβάζει για να γίνει μηχανικός. Ενα βράδυ επισκέπτεται ένα κτίριο για μια βλάβη και συνειδητοποιεί ότι το κτίριο αυτό, που στεγάζει κοντά στους 800 ανθρώπους, είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Ξεκινά τότε μια υπερπροσπάθεια, ώστε να ταρακουνήσει τις τοπικές αρχές και να παρθούν άμεσα μέτρα. Στην αρχή λοιδορείται, τελικά όμως πείθει ότι πραγματικά το κτίριο είναι ετοιμόρροπο. Παρολαυτά, η δήμαρχος – μαμά της πόλης (όπως αποκαλείται) και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι της κοινότητας επιλέγουν να αποσιωπήσουν τον κίνδυνο και να απεμπολήσουν τις ευθύνες τους. Ο Ντίμα, ο οποίος θα παραβλέψει τις απειλές εναντίον του και θα προσπαθήσει να σώσει τους ανθρώπους, θα βρεθεί απελπιστικά μόνος.
Ο Μπίκοφ σαφώς έχει κάποιες αναφορές στον εμβληματικό «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, όμως ο τίτλος της ταινίας μοιάζει πιο πολύ να είναι μια προβολή του πιο κοινού χαρακτηρισμού τον οποίο οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ταινίας φαίνεται να αποδίδουν στον Ντίμα, βουτηγμένοι στον ατομισμό τους, είτε αυτοί είναι οι τοπικοί άρχοντες είτε η οικογένεια του Ντίμα που προσπαθεί να τον κάνει να κάτσει ήσυχα. Είναι η πιο κοινή ανάγνωση για τον άνθρωπο που επιμένει σε κάτι που δεν άπτεται των δικών του συμφερόντων και αντιμετωπίζεται ως γραφικός, ιδεολόγος, «πυροβολημένος», εκτός τόπου και χρόνου κλπ… Ο Ντίμα φυσικά έχει τις δικές του αυταπάτες, αλλά δεν παραιτείται με τίποτα. Ακόμα κι όταν διαλυθούν οι αυταπάτες του περί της βοήθειας από την τοπική αυτοδιοίκηση και πάρει την κατάσταση στα χέρια του, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαθλίωση των πιο φτωχών και περιθωριοποιημένων ανθρώπων.
Ο Μπίκοφ ταυτόχρονα επικεντρώνεται σε εκείνο το κομμάτι της εργατικής τάξης, το οποίο ολοένα περιθωριοποιείται και εξαθλιώνεται. Οι εικόνες μέσα στο ετοιμόρροπο κτίριο μεταφέρουν την καθημερινότητα μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης, το οποίο σπρώχνεται στις πιο απεχθείς καταστάσεις. Μ’ αυτούς τους χαρακτήρες ο Μπίκοφ περιγράφει γενιές εργατών που ζουν χωρίς καμιά ελπίδα για βελτίωση της κατάστασής τους, στο όριο της καθημερινής επιβίωσης, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει όλη του η ιστορία να εκτυλίσσεται σε μια νύχτα. Φως της μέρας δε βλέπουμε παρά μονάχα στο τέλος. Κι αυτό το φως δεν είναι ένα άπλετο πρωινό φως. Είναι ένα φως μουντό. Κι αυτό γιατί ο Μπίκοφ δεν ενδιαφέρεται για ένα αισιόδοξο, αλλά για ένα πικρό τέλος, το οποίο όμως εκπορεύεται από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες τις οποίες βιώνει η ρωσική κοινωνία.
Το μόνο αρνητικό στοιχείο στην ταινία είναι ότι καμιά φορά αγγίζει το διδακτισμό με τρόπο κάπως αφελή. Μάλλον αυτό συμβαίνει εξαιτίας της αγωνίας του σκηνοθέτη να είναι ξεκάθαρος και καταγγελτικός. Κάποιοι διάλογοι, για παράδειγμα, φαίνεται περισσότερο να προσπαθούν να περιγράψουν μια συνθήκη, χωρίς να απεικονίζουν ένα ρεαλιστικό διάλογο. Αυτός ο διδακτισμός, όμως, ευτυχώς, δεν είναι κυρίαρχος.
Η ταινία αυτή είναι η δεύτερη ρωσική ταινία που προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες και καταγγέλλει τη ρωσική εξουσία. Η πρώτη ήταν η ταινία «Λεβιάθαν» του Αντρέι Ζβιαγκίντσεφ. Μετά από αυτές τις δυο ταινίες, ο υπουργός Πολιτισμού της Ρωσίας ξεκαθάρισε ότι θα σταματήσει να χρηματοδοτεί σχέδια παραγωγής που παρουσιάζουν αρνητική εικόνα για τη Ρωσία.
Ελένη Π.