Γερμανία, 1940. Μετά το θάνατο του μοναχογιού τους σε μια μάχη του πολέμου, ο Οττο και η Αννα Κουάνγκελ αποφασίζουν να αντισταθούν στον Χίτλερ και τους ναζί. Αρχίζουν να γράφουν ανώνυμα μηνύματα που καλούν τον λαό να ξεσηκωθεί ενάντια στον Χίτλερ και να διαδηλώσει κατά των ναζί και τα αφήνουν σε γραμματοκιβώτια σ’ όλη την πόλη. Σύντομα, ένας επιθεωρητής της Γκεστάπο αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το ποιος κρύβεται πίσω από τα μηνύματα.
Ο Πέρες εστιάζει «στην καθημερινή αντίσταση απλών ανθρώπων». Πιστεύει πως η αύξηση του πολιτικού λαϊκισμού της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη είναι ένα ευρωπαϊκό και όχι γερμανικό ζήτημα κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο ίδιος προτίμησε να γυρίσει την ταινία στα αγγλικά.
Πάντα αυτό το θέμα απασχολούσε και θα απασχολεί τους δημιουργούς. Το ζήτημα είναι ότι συνεχώς αποπολιτικοποιείται η αντίσταση στους ναζί και εγγράφεται ως αντίδραση κάποιων γενναίων σε έναν κατασταλτικό και καταπιεστικό μηχανισμό. Σίγουρα υπήρχε και αυτό το στοιχείο, όμως, όταν ο σκηνοθέτης δεν αναγνωρίζει τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και παραμένει στη μεμονωμένη ανάδειξη ατομικών αντιδράσεων, τότε, ενδεχομένως παρά τη θέλησή του, γίνεται θύμα του πολιτικού λαϊκισμού της Δεξιάς.
Και βέβαια, η άνοδος του φασισμού κατά το Μεσοπόλεμο στην Ευρώπη συνέβη σε συνθήκες σκληρής ταξικής πάλης και εξίσου σκληρής πολιτικής πάλης, στην οποία συμμετείχαν τρία μεγάλα ρεύματα: η Δεξιά, η Σοσιαλδημοκρατία (με την εργατική σύνθεση και το αστικό πρόγραμμα) και το Κομμουνιστικό Κίνημα (που ήταν και ο στόχος του αστισμού και της φασιστικής του έκφρασης). Αμα τα ξεχνάμε αυτά, τότε έχουμε ήδη απομακρυνθεί από την αναγκαία ιστορική συνθήκη, πάνω στην οποία ένας έντιμος δημιουργός θα έπρεπε να τοποθετεί ακόμα και τις προσωπικές ιστορίες στις οποίες επιλέγει να εστιάσει ένα έργο.
Ελένη Π.