«Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» είναι ένα από τα έργα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του Μπερτολτ Μπρεχτ. Τότε που ο γερμανός δραματουργός, έχοντας κατακτήσει σε βάθος τον μαρξισμό, που τον απασχολεί από τα πρώτα του θεατρικά βήματα, τη δεκαετία του ‘20, μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 1956 (ο θάνατος βρήκε τον Μπρεχτ στο κρεβάτι με τον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό» του Λένιν ανοιχτό στο κομοδίνο δίπλα του), φτάνει στη διατύπωση μιας επαναστατικής θεωρίας για το θέατρο, στη φόρμα και το περιεχόμενο των έργων και, κατά συνέπεια, και στην οργάνωση της θεατρικής πράξης (σκηνοθεσία, υποκριτική, σκηνικά και κοστούμια, χρήση τεχνικών μέσων, μουσική).
«Οι άνθρωποι δεν ενεργούν μονάχα από ένα κίνητρο, αλλά πάντα από περισσότερα που αντιφάσκουν μεταξύ τους» («Ο Μπρεχτ δείχνει στην πρόβα», περιοδικό Θέατρο, τ. 31, Γενάρης-Φλεβάρης 1973, σ. 23, μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης). Η μικρή αυτή φράση είναι από ένα διάλογο του Μπρεχτ με τους συνεργάτες του σε μια από τις πρόβες για την παράσταση του «Κύκλου με την κιμωλία» στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Οπως σημειώνει ο Μάρκαρης (και δεν έχει άδικο), «σ’ αυτή τη φράση κρύβεται όλη η ουσία της συγγραφικής και σκηνοθετικής αντίληψης του Μπρεχτ» (σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης του «Κύκλου», που ανέβασε τη θεατρική περίοδο 1994-95 το «Ανοιχτό Θέατρο» σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη). Ο «Κύκλος με την κιμωλία» είναι η κωμωδία των αντιφάσεων. Ενα μάθημα διαλεκτικής με εργαλείο τη θεατρική πράξη. Η θεατρική πράξη είναι το εργαλείο, τελικός στόχος είναι το μπόλιασμα της διαλεκτικής στον θεατή, για να αρχίσει να σκέφτεται έτσι. Οχι μόνο πάνω στα σημαντικά ζητήματα που τίθενται από τις πολυάριθμες σκηνές του έργου, αλλά πάνω στην ίδια τη ζωή και την ταξική πάλη.
«Στο έργο του Μπρεχτ -γράφει ο Χανς Μάγιερ, ένας από τους πιο σοβαρούς μελετητές του- συναντάμε κάθε τόσο αυτή τη στάση, που θα θέλαμε να την ονομάσουμε πληβεία παράδοση. Είναι ταυτόσημη με τη σχέση του Μπρεχτ με τη λογοτεχνία και με την κοινωνική κληρονομιά. Ασφαλώς ο περίγυρος του έργου παρουσιάζει συχνά παρεκκλίσεις. Ωστόσο η θέση της άλλης όψης διατηρείται πάντοτε με συνέπεια» (Π. Μάρκαρης, ο.π.).
Ουδείς, λοιπόν, δικαιούται να αποσπάσει τα κείμενα των έργων του Μπρεχτ από τη μπρεχτική άποψη για το ανέβασμά τους. Γιατί διαφορετικά αυθαιρετεί και ευνουχίζει το περιεχόμενό τους. Μια ανάγνωση των έργων του Μπρεχτ ερήμην του φιλοσοφικοπολιτικού τους υπόβαθρου είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από Μπρεχτ. Και αυτό αφορά ειδικά τα έργα της τελευταίας περιόδου («Ο κύκλος με την κιμωλία», «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν», η τελευταία γραφή του «Γαλιλαίου», «Ο αφέντης Πούντιλα και ο υπηρέτης του ο Μάτι», «Η μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» κ.ά.). Σπάνια, όμως, ο Μπρεχτ ανεβάζεται ως Μπρεχτ, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και ιδιαίτατα από τους «επώνυμους» θιάσους. Τα έργα του έχουν κακοποιηθεί από ουκ ολίγους σκηνοθέτες και μεγαλοηθοποιούς, που ακκίζονται με την ιδέα ότι κάποια στιγμή θα προσθέσουν και Μπρεχτ στο «παλμαρέ» τους.
Ο Κώστας Τσιάνος, από τους μόνιμους σκηνοθέτες του Εθνικού την περίοδο βασιλείας της οικογένειας Λάτση, διάβασε τον «Κύκλο» ως ιδιόμορφο μπουλβάρ: «Ο Κύκλος με την κιμωλία είναι μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, αλλά και μια σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι ένα πολύ ωραίο και διδακτικό παραμύθι»!!! (από το πρόγραμμα της παράστασης). Κατόπιν τούτων, ο κ. Τσιάνος δεν είχε να κάνει και πολλά. Ξαμόλυσε ένα τσούρμο ηθοποιών επί σκηνής και τους άφησε να κουβαλήσουν μαζί τους ό,τι σκευή διέθετε ο καθένας και η καθεμιά. Ετσι κι αλλιώς, ένα… ωραίο παραμύθι θα έπαιζαν.
Η Λυδία Κονιόρδου κράτησε τον ένα από τους δυο βασικούς ρόλους, αυτόν της Γκρούσας. Ηταν η μόνη που είχε την πρόθεση να ανακαλύψει την «αποστασιοποίηση», τον μπρεχτικό τρόπο υποκριτικής. Αλλά, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Η κ. Κονιόρδου, προφανώς, προσπάθησε να διδαχτεί την αποστασιοποίηση από τα βιβλία και αμφιβάλλουμε πολύ αν σ’ αυτή της την προσπάθεια κατέφυγε στη «Θεατρική Πράξη» (συλλογικό έργο πάνω στις έξι πρώτες παραστάσεις του «Μπερλίνερ Ανσάμπλ» ή στο «Η Διαλεκτική στο θέατρο» (κείμενα που έγραφε ο Μπρεχτ από το 1951 μέχρι το θάνατό του το 1956). Χωρίς να έχει η ίδια κάποια προπαιδεία ούτε καμιά βοήθεια από το σκηνοθέτη της. Ετσι, αυτό που εισηγείται ως αποστασιοποιητική υποκριτική δεν είναι παρά μια ομιλούσα εκδοχή της μιμικής του Μαρσέλ Μαρσό. Ενα σύνολο από χειρονομίες και μούτες που, καθώς ερχόταν και σε πλήρη αντίθεση με το παίξιμο των υπόλοιπων ηθοποιών και σε συνδυασμό με την απουσία στοιχείων απαραίτητων στο μπρεχτικό θέατρο, όπως τα πανό, φαινόταν κυριολεκτικά γελοίο.
Τον δεύτερο βασικό ρόλο, αυτόν του δικαστή Αζντάκ, επωμίστηκε ο Γιάννης Δεγαΐτης. Εμπειρος ηθοποιός, με μακρά θητεία στο «Θέατρο Τέχνης», ο κ. Δεγαΐτης κατέφυγε στις ευκολίες του. Ερμήνευσε τον Αζντάκ ως αριστοφανικό ήρωα, με βάση τη δουλειά του Καρόλου Κουν πάνω στον Αριστοφάνη. Στην ίδια λύση κατέφυγε και ο Περικλής Καρακωνσταντόγλου, ηθοποιός επίσης έμπειρος και με πολύχρονη θητεία στο «Τέχνης», που κράτησε μια σειρά μικρότερους ρόλους, με βασικό αυτόν του Υποδεκανέα. Μόνο που άλλο Μπρεχτ και άλλο Αριστοφάνης. Οσο για τον Νίκο Μπουσδούκο, επίσης έμπειρο ηθοποιό, που κράτησε τον κομβικό ρόλο του ποιητή, περιορίστηκε σε μια ελαφρώς στομφώδη εκφορά του λόγου, πασχίζοντας μ’ αυτή να καλύψει την απουσία άποψης και για τον ρόλο και για το έργο.
Οσο για τους υπόλοιπους ρόλους, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι. Η ανυπαρξία σκηνοθετικής καθοδήγησης και η ανικανότητα των περισσότερων κυρίων και κυριών του πολυμελούς θιάσου οδήγησε σε ακκισμούς, σπαστικές κινήσεις, κραυγές και τσιρίδες, που παρέπεμπαν σε κακοπαιγμένη τηλεοπτική φαρσοκωμωδία. Ενα αλαλούμ ήχων και κινήσεων, με τη συνοδεία μιας μουσικής που πρόδιδε την αμηχανία του δημιουργού της. Ο Τάκης Φαραζής είναι ένας σεμνός δημιουργός και πρέπει να παιδεύτηκε πολύ για να γράψει μια μουσική που να λειτουργήσει υπομνηματικά στο έργο.
Ομως, ακόμα και ο Πάουλ Ντεσάου, που έχει γράψει την πρωτότυπη μουσική για τον «Κύκλο», θα σήκωνε τα χέρια ψηλά μπροστά σ’ αυτή την οικτρή παράσταση. Πόσο μάλλον ο κ. Φαραζής, που έγραψε μια μουσική αδιάφορη, ανακατεύοντας διάφορες φόρμες, η οποία ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την καρικατουρίστικη κίνηση και εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς.
Ομως, ακόμα και ο Πάουλ Ντεσάου, που έχει γράψει την πρωτότυπη μουσική για τον «Κύκλο», θα σήκωνε τα χέρια ψηλά μπροστά σ’ αυτή την οικτρή παράσταση. Πόσο μάλλον ο κ. Φαραζής, που έγραψε μια μουσική αδιάφορη, ανακατεύοντας διάφορες φόρμες, η οποία ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την καρικατουρίστικη κίνηση και εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς.
ΔΗΜ. ΝΑΤ.