Η νέα ταινία του Αθανάσιου Καρανικόλα («Ελλη Μάκρα 42277 Βούπερταλ», «Echolot», «Χάιμα») και ταυτόχρονα η πρώτη του μυθοπλασίας στην Ελλάδα (εδώ και δεκαετίες ζει στη Γερμανία) προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φόρουμ του Φεστιβάλ του Βερολίνου, κερδίζοντας το βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής και έκτοτε συνεχίζει την πορεία της στα διεθνή φεστιβάλ.
Η Νάντια, η οποία είναι από τη Γεωργία, ζει και δουλεύει για δώδεκα χρόνια στο σπίτι μιας πλούσιας αστικής οικογένειας. Οταν καταλαβαίνουν ότι η Νάντια πάσχει από μια δύσκολη ασθένεια, παρά τις βεβαιώσεις αγάπης που κατά καιρούς της έκαναν (έτρωγαν όλοι μαζί, έκαναν αρκετή παρέα μες στο σπίτι κτλ.) την απολύουν και τη διώχνουν. Ενα υπέροχο τεράστιο σπίτι με θέα στη θάλασσα, ένα μοντέρνο και πολιτισμένο ζευγάρι, ένα κορίτσι που ουσιαστικά έχει μεγαλώσει με τη Νάντια και μια πραγματικότητα που κανείς δε θέλει να παραδεχτεί. Πίσω από το χαμογελαστό και ζεστό πρόσωπο της οικογένειας, κρύβεται η ταξική διαφορά και αντίθεση, που εκδηλώνεται ως σκληρότητα που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως αναλώσιμα υλικά.
Θέμα δυνατό, θέμα επίκαιρο, θέμα που σου επιτρέπει να θίξεις μια σειρά από κοινωνικά φαινόμενα. Ο σκηνοθέτης επιλέγει μια πολύ γραμμική αφήγηση. Με πλάνα αργά, με έμφαση στις μικρές κινήσεις και τις λεπτές εκφράσεις του προσώπου, αποφεύγοντας όμως παράλληλα και τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, ο σκηνοθέτης προσπαθεί εμφανώς να αντιμετωπίσει την ιστορία του με απόσταση κα ψυχραιμία, μακριά από κάθε είδους συναισθηματισμούς και εύκολες συγκινήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν καθόλου διακυμάνσεις ή δραματικές κορυφώσεις κατά τη διάρκεια της ταινίας, αλλά επικρατεί μια μινιμαλιστική προσέγγιση που εστιάζει στη λιτή αφήγηση.
Πρόκειται για μια αξιόλογη προσπάθεια, η οποία όμως τελικά προκαλεί μια αμηχανία. Το τέλος της είναι αρκετά παράξενο και απροσδόκητο, όμως η ουσία δεν είναι εκεί. Στην πραγματικότητα, αυτό που ξενίζει είναι η ηθικολογική προσέγγιση που υπαγορεύει την καταδίκη τέτοιων φαινομένων, χωρίς παράλληλα να καταδεικνύει τον πυρήνα τους. Οτι δηλαδή, όσο η Νάντια έβγαζε τη δουλειά αμίλητη και χαμογελαστή, τότε ήταν όλα καλά. Οταν η Νάντια αρρώστησε και ο γιατρός συνέστησε ξεκούραση, τότε ο άντρας δεν μπορούσε «να αντέξει την αρρώστια» και είχε οικονομικά προβλήματα. Φυσικά, η Νάντια αντικαταστάθηκε αμέσως… Κι ενώ φυσικά υπονοείται και αυτό στην ταινία, αυτό που αναδεικνύεται είναι το στοιχείο της απανθρωπιάς και της σκληρότητας, ταυτόχρονα με την παιδική αφέλεια της πρωταγωνίστριας που άλλα περίμενε… Δηλαδή τελικά δόθηκε έμφαση στην ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος και λιγότερο στην κατάφωρα ταξική.
Θα ήταν άδικο να μη γίνει αναφορά σε όλη την υποκριτική ομάδα, η οποία υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη υιοθετεί μια κοινή λιτή και εσωτερική υποκριτική γραμμή, με έμφαση στις λεπτομέρειες και τους συμβολισμούς και μακριά από κάθε είδους συναισθηματικές εξάρσεις. Η Μαρία Καλλιμάνη, που υποδύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι το τυπικότερο δείγμα αυτής της υποκριτικής γραμμής, χωρίς τη βοήθεια της οποίας ο σκηνοθέτης σίγουρα θα είχε δυσκολευτεί περισσότερο.
Ελένη Π.