«Eχω πλήρη έλεγχο της υπηρεσίας τις τελευταίες 15 μέρες, a priori δεν εξαιρείται κανείς…». Aυτό φέρεται να δήλωσε χθες στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ο νέος αρχικυπατζής, Θεμιστοκλής Δεμίρης, που μέχρι να διοριστεί από τον Μητσοτάκη στην ΕΥΠ/ΚΥΠ ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών (τοποθετημένος εκεί για να ελέγχει τον Δένδια, προφανώς, σύμφωνα με το σύστημα Μητσοτάκη).
Την ερώτηση από βουλευτές της αντιπολίτευσης, αν παρακολουθούνται και άλλα πολιτικά πρόσωπα, ασφαλώς την περίμενε. Και ως έμπειρος διπλωμάτης είχε προετοιμάσει την απάντηση λέξη προς λέξη. Και βέβαια, την είχε συζητήσει με τον Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση περίμενε σίγουρα το θόρυβο που θα ξεσήκωνε η αντιπολίτευση, διαρρέοντας την απάντηση του Δεμίρη. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει αλλιώς. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης είχε δηλώσει πως η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη ήταν «νόμιμη», επομένως ο νέος αρχικυπατζής έπρεπε να κινηθεί στη γραμμή αυτού που τον διόρισε: αφού ήταν νόμιμη η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη, οι πάντες μπορούν να τεθούν υπό παρακολούθηση για λόγους «εθνικής ασφάλειας».
Μετά απ’ όσα έγιναν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, όπου ο νέος αρχικυπατζής πήρε θετική γνώμη μόνο από τη ΝΔ (κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν ψήφισε «παρών», όλα ψήφισαν «κατά»), η κυβέρνηση Μητσοτάκη περιορίστηκε αναγκαστικά στο… πέταγμα της μπάλας στην κερκίδα. Αντί για την ουσία, το έριξε στη διαδικασία, βάζοντας τον πρόεδρο της Βουλής Κώστα Τασούλα να κάνει δήλωση για να πει ότι η συνεδρίαση, παρά τον αυστηρά απόρρητο χαρακτήρα της, έγινε «σουρωτήρι», δίνοντας την εντύπωση πως «η επίκληση των θεσμικών διαδικασιών είναι εντελώς προσχηματική». Σε μια απέλπιδα προσχηματική προσπάθεια, ο Τασούλας απηύθυνε έκκληση στα κόμματα να διαφυλαχθούν οι θεσμικές διαδικασίες «από τη μετατροπή τους σε επιλεκτικό, παράνομο και εκτός ελέγχου καθημερινό ανάγνωσμα διαστρεβλώσεων». Σώθηκες, όπως λένε στην πατρίδα του τα Γιάννενα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε με άτυπη ενημέρωση, στην οποία έλεγε ότι ο Δεμίρης «επιβεβαίωσε ακόμα πιο εμφατικά το παρακράτος Μητσοτάκη» και κατέληγε πως «το μόνο που έχει να κάνει πλέον ο πρωθυπουργός είναι να πει δημοσίως ποιους ακόμα βουλευτές και ευρωβουλευτές παρακολουθεί, για ποιους ακριβώς λόγους και εν συνεχεία να παραιτηθεί».
Ζεματισμένη η ΝΔ απάντησε μέσω «πηγών» της ΚΟ της, λέγοντας ότι «η αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ να εργαλειοποιήσει την υπόθεση Ανδρουλάκη τον έσπρωξε στην παραβίαση του απορρήτου και στον ευτελισμό μιας εξόχως σημαντικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας με διαρροές από τη συνεδρίαση», προκειμένου «να κατασκευάσει ένα νοσηρό αφήγημα», διαστρεβλώνοντας την απάντηση Δεμίρη, καθώς «ούτε η απάντησή του ούτε τα πρακτικά μπορούν να δημοσιοποιηθούν».
Σε τι ακριβώς συνίσταται η διαστρέβλωση; Αφού η απάντηση Δεμίρη δεν μπορεί να δημοσιοποιηθεί, τότε πώς μπορεί να αποδειχτεί η διαστρέβλωση από τον ΣΥΡΙΖΑ; Και για να τελειώνουμε: γιατί δεν ξεκαθαρίζει το ζήτημα ο ίδιος ο Μητσοτάκης, αλλά βάζει «κύκλους της ΚΟ της ΝΔ» να μιλήσουν;
Eίναι φανερό ότι ο νέος αρχικυπατζής ήταν δασκαλεμένος να απαντήσει με το «κανείς a priori» στον Βενιζέλο. Να απαντήσει με το τουπέ του αρχικυπατζή, που δεν δίνει εξηγήσεις, και όχι με νομικά επιχειρήματα. Ο Βενιζέλος τους προσέφερε μια διέξοδο απολύτως συστημική. Υποστήριξε, αναφερόμενος στο Σύνταγμα και στις υπερνομοθετικές διατάξεις της ΕΕ, ότι βουλευτές και ευρωβουλευτές απολάβουν ασυλίας και επομένως δεν μπορούν να τεθούν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ/ΚΥΠ για κανένα λόγο. Ολοι οι άλλοι μπορούν να τεθούν υπό παρακολούθηση, όχι οι βουλευτές και οι ευρωβουλευτές που έχουν ασυλία. Θα ήταν μια διέξοδος για όλους τους (ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ συμφωνούν απόλυτα με την τοποθέτηση Βενιζέλου), όμως θα έπρεπε να «τσαλακωθεί» ο Μητσοτάκης.
Ο Μητσοτάκης θα έπρεπε να πάρει πίσω την τοποθέτησή του ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν μεν «νόμιμη» αλλά «πολιτικά λανθασμένη». Ο Μητσοτάκης επέλεξε να μην κάνει βήμα πίσω, γι’ αυτό και ο νέος αρχικυπατζής υποστήριξε ότι «a priori δεν εξαιρείται κανείς», δηλαδή ούτε οι έχοντες ασυλία. Αυτό του είπε ο Μητσοτάκης να πει, αυτό είπε. Ούτε ο Μητσοτάκης (ή η ΝΔ) εξέφρασε διαφορετική άποψη. Αλλωστε, αν είχε διαφορετική άποψη ο Μητσοτάκης, θα φρόντιζε να βάλει κάποια διευκρίνιση στην περιβόητη ΠΝΠ, εξαιρώντας από την παρακολούθηση για λόγους «εθνικής ασφάλειας» τα πρόσωπα που έχουν ασυλία.
Επαναλαμβάνουμε ότι η πρόταση Βενιζέλου θα ήταν βολική για το σύστημα: παρακολουθούμε τους πάντες για λόγους «εθνικής ασφάλειας», αλλά δεν παρακολουθιόμαστε μεταξύ μας. Τουλάχιστον όχι νόμιμα. Οποιος αποδειχτεί απρόσεκτος και πιαστεί να το κάνει, θα τιμωρηθεί, χάριν της ευρύτερης προστασίας του δικτύου παρακολουθήσεων των μυστικών υπηρεσιών. Ο Μητσοτάκης απέρριψε αυτή την πρόταση και αναγκαστικά θα υποστεί το πολιτικό κόστος.