Μιλώντας χθες στο κομματικό ραδιόφωνο, ο Νίκος Βούτσης, που εμφανίζεται όχι μόνο σαν… Νέστορας του αστικού κοινοβουλευτισμού αλλά και σαν… αριστερή συνείδηση του ΣΥΡΙΖΑ, είπε μεταξύ άλλων:
«Η στροφή χωρών της Ευρώπης προς την ακροδεξιά φοβίζει. Μην ξεχνάμε ότι και στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα είχε μέσα στην “αγκαλιά” του και στην καρδιά του μία εγκληματική οργάνωση που ως κόμμα ψηφίστηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Παράλληλα κορυφαία ακροδεξιά στελέχη έχουν ενσωματωθεί στη σημερινή κυβέρνηση ενώ τόσο ο ευρωπαϊκός αέρας όσο και ο αέρας του Τραμπ δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστες τις εξελίξεις».
Το στέλεχος ενός κόμματος που συγκυβέρνησε με το μόρφωμα του Καμμένου και ενέταξε στις γραμμές του το σύνολο σχεδόν των βουλευτών του (από Ραχήλ Μακρή μέχρι Βασίλη Κόκκαλη) θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον προσεκτικό όταν αναφέρεται σε ακροδεξιά στελέχη. Αλλιώς, θυμίζει την καμήλα που γελάει βλέποντας ότι οι άλλες καμήλες έχουν καμπούρα.
Ομως εμείς δεν θα σταθούμε σ’ αυτό. Θα σταθούμε στην αναφορά του στο νεοναζιστικό μόρφωμα της ΧΑ. Οχι άδικα, οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ θυμούνται την αναφορά του Βούτση σε ψήφους που δεν έχουν χρώμα. Είχε πει χαρακτηριστικά στον ΣΚΑΪ στις 30.4.2016, αναφερόμενος στην απλή αναλογική: «Στη Βουλή δεν υπάρχουν ευπρόσδεκτες και μη ευπρόσδεκτες ψήφοι. Δεν έχουμε μιλήσει με τη Χ.Α. Από εκεί και πέρα η Βουλή λειτουργεί με 300. Ποτέ δεν αφαιρέθηκε καμία ψήφος από καμία μεριά. Αυτό που σας λέω δεν αποτελεί πρόσκληση προς την Χρυσή Αυγή. Αλλά επειδή ο εκλογικός νόμος είναι ένα κορυφαίο ζήτημα και κάθε κόμμα έχει τη δική του άποψη, περιμένουμε να δούμε τι θα πει και η Χρυσή Αυγή».
Πολλές φορές έκτοτε προσπάθησε να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά, ανεπιτυχώς όμως. Γιατί αποδείχτηκε απρόσεκτος και αποκάλυψε τους μύχιους πόθους των συριζαίων να βγάλουν πλειοψηφία ⅔ υπέρ του εκλογικού νόμου συνυπολογίζοντας και τις ψήφους των νεοναζιστών βουλευτών.
Ομως δεν είναι μόνον αυτό. Ο Βούτσης, ως πρόεδρος της Βουλής, μπορούσε να γονατίσει τους νεοναζιστές, εφαρμόζοντας απλά τον Κανονισμό της Βουλής. Δεν το έκανε (για την ακρίβεια αρνήθηκε να το κάνει, όπως θα δούμε παρακάτω), για έναν λόγο. Επειδή οι νεοναζιστές θα έκοβαν ψήφους από τη ΝΔ. Ο πολιτικός κυνισμός οδηγούσε τον ΣΥΡΙΖΑ (και προσωπικά τον Βούτση, που ήταν πρόεδρος της Βουλής) στο «χάιδεμα» των νεοναζιστών. Για να είμαστε πλήρεις στην ενημέρωση, πρέπει να πούμε πως την ίδια τακτική ακολουθούσε για χρόνια το ΠΑΣΟΚ με τα διάφορα χουντοβασιλικά ακροδεξιά μορφώματα. Τα βοηθούσε όσο μπορούσε, ώστε να κατέβουν στις εκλογές και να κόψουν ψήφους από τη ΝΔ.
Χρειάζεται μήπως να θυμίσουμε την κοινοβουλευτική εκδρομή στο Καστελόριζο που οργάνωσαν ο Καμμένος με τον Βίτσα (υπουργικό δίδυμο στο υπ. Αμυνας) στις 5.12.2016, παίρνοντας μαζί τους και τρεις νεοναζιστές βουλευτές (Κασιδιάρη, Παππά και Αϊβατίδη); Για δείτε τη φωτογραφία, πόσο καμαρωτός στέκεται ο Βίτσας (κι αυτός εκ των ηγετικών στελεχών της… αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα) δίπλα στον Κασιδιάρη.
Να θυμίσουμε τι έγινε τον Μάη του 2017, όταν σε συνεδρίαση κοινοβουλευτικών επιτροπών για ένα μνημονιακό πολυνομοσχέδιο ο Κασιδιάρης «καταχέριασε» τον Δένδια, ενώ οι υπόλοιποι χρυσαυγίτες τον «μπουγέλωσαν».
Ο Μπαλαούρας, που προήδρευε των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ανακοίνωσε ότι αποβάλλεται ο Κασιδιάρης. Του την έπεσαν αμέσως ο Βορίδης, ο Λοβέρδος και ο Καραθανασόπουλος, ζητώντας του να αποβάλει το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΧΑ. Πελιδνός αυτός, πρώτα είπε ότι «τώρα, μετά από την ακρόαση των συναδέλφων που πήραν τον λόγο, ετοιμάζομαι να προτείνω στο Σώμα μομφή σε όλη την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Χρυσής Αυγής, διότι στήριξε αυτές τις ενέργειες του βουλευτή της», αντί όμως να αποβάλει τους νεοναζί, έδωσε τον λόγο στον Λαγό, που συνέχισε να προκαλεί, καταλήγοντας τραμπούκικα: «Εάν δεν υπήρχαν οι Βουλευτές της Χρυσής Αυγής οι δημοκράτες και ο ίδιος ο Κασιδιάρης, να συγκρατηθεί, θα τρέχατε ακόμα από τις πόρτες»!
«Ωραία, ωραία, καθίστε σας παρακαλώ, τελειώσατε» ήταν η αντίδραση του Μπαλαούρα στην πρόκληση του Λαγού! Θεώρησε το ζήτημα λήξαν! Στο μεταξύ, είχε σπεύσει στην αίθουσα ο Βούτσης, βλέποντας ότι ο Μπαλαούρας δεν μπορεί να διαχειριστεί τα πράγματα και μπορεί να γίνει ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ. Ζήτησε τον λόγο από κάτω, και αφού διευκρίνισε ότι «εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε την αντίληψη της συλλογικής ευθύνης για τα πράγματα» (δεν είναι συλλογική η ευθύνη των νεοναζί!), πρότεινε να μη συμμετάσχει η κοινοβουλευτική ομάδα της ΧΑ «τουλάχιστον για τις συνεδριάσεις των τεσσάρων Επιτροπών, για σήμερα και αύριο», γιατί με αυτά που είπε ο Λαγός «με όρους πολιτικούς, η παράταξη της Χρυσής Αυγής αναλαμβάνει τη συλλογική πολιτική ευθύνη».
Ηταν τόση η στενοχώρια του που αναγκαζόταν να πάρει ένα τέτοιο μέτρο, που του ξέφυγε και είπε: «Προληπτικά και για το δικό τους το καλό, ας πούμε, αν θέλετε, δεν μπορούν να συμμετάσχουν»! Κι αμέσως φρόντισε να ξεκαθαρίσει: «Δηλαδή, σας προτείνω την πρόταση μομφής για τις διαδικασίες των Επιτροπών. Η Ολομέλεια είναι άλλο πράγμα. Στη Διάσκεψη Προέδρων θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε, να δούμε τι θα γίνει στην Ολομέλεια, διότι σε καμία περίπτωση δεν θέλω και εγώ προσωπικά και νομίζω όλοι, να θεωρηθεί, έστω και σε έναν έλληνα πολίτη, ότι στερήθηκε της εκφοράς της άποψης, πάνω στο νομοσχέδιο, μία παράταξη»!
Τον πήρε ο πόνος για τους ψηφοφόρους των νεοναζί. Μη τυχόν και θεωρήσουν πως στερήθηκε η… παράταξή τους το δικαίωμα να εκφέρει την… αποψάρα της!
Η αντιπολίτευση κατάλαβε ότι ο Βούτσης προσπαθεί να εκτονώσει την κατάσταση και να ρίξει στα μαλακά τους χρυσαυγίτες. Ολοι γνώριζαν, άλλωστε, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε τους νεοναζί στο πολιτικό προσκήνιο, γιατί έκοβαν ψήφους από τη ΝΔ (επαναλαμβάνουμε: τα ίδια έκανε στο παρελθόν το ΠΑΣΟΚ με τα διάφορα εκλογικά μορφώματα των χουντικών). Στη διάσκεψη των προέδρων έβαλαν τα δυο πόδια του Βούτση σε ένα παπούτσι και αυτός αναγκάστηκε να εισηγηθεί την αποβολή των χρυσαυγιτών και από τη συζήτηση του μνημονιακού πολυνομοσχέδιου στην Ολομέλεια. Δεν είχε άλλη λύση.
Οπως γράφαμε συνέχεια τότε, αν ήθελαν, θα μπορούσαν να εφαρμόζουν αποφασιστικά τον Κανονισμό της Βουλής σε κάθε πρόκληση των νεοναζί. Να τους αποβάλλουν για μισό μήνα, κόβοντάς τους στο μισό τις παχυλές βουλευτικές αποζημιώσεις, με τις οποίες χρηματοδοτούσαν το δολοφονικό μηχανισμό τους. Δεν υπήρχε συνεδρίαση της Βουλής ή επιτροπών της (το ίδιο ισχύει με βάση τον Κανονισμό), που να μην έκαναν προκλήσεις. Πάντοτε τους χάιδευαν, όμως, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Επρεπε ο Κασιδιάρης να «πλακώσει» τον Δένδια για ν’ αναγκαστούν -με τα χίλια ζόρια μάλιστα- να πάρουν κάποια μέτρα, χωρίς και πάλι να εξαντλήσουν την αυστηρότητα του Κανονισμού.
Τα άρθρα 77 έως 81 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπουν μια σειρά πειθαρχικά μέτρα που μπορούν να επιβληθούν στους βουλευτές «για ανεπίτρεπτη ή ανάρμοστη συμπεριφορά». Τα μέτρα είναι η ανάκληση στην τάξη, η στέρηση του λόγου, η μομφή για αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά και ο προσωρινός αποκλεισμός από τις συνεδριάσεις. Σε σχέση με το τελευταίο μέτρο, το άρθρο 81 παράγραφος 3 προβλέπει ότι η Βουλή, στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση, μπορεί με πρόταση του προέδρου της ή του ενός εικοστού των βουλευτών (δηλαδή 15 βουλευτών) να επεκτείνει τον αποκλεισμό από τις συνεδριάσεις έως δεκαπέντε μέρες. Αυτό συνεπάγεται αυτοδικαίως τη στέρηση του δικαιώματος να συμμετέχει και στις συνεδριάσεις Επιτροπών, καθώς και περικοπή του μισού της βουλευτικής αποζημίωσης.
Μια φορά έδιωξαν τους νεοναζί από μια Επιτροπή, εφαρμόζοντας το μέτρο του αποκλεισμού (επειδή έβριζαν τον Καμμένο και τους αρχηγούς των ένοπλων δυνάμεων που παρευρίσκονταν στη συνεδρίαση), όμως δεν συνέχισαν επιβάλλοντάς τους αποκλεισμό από τις συνεδριάσεις και στέρηση της παχυλής βουλευτικής αποζημίωσης. Αν κάθε φορά που άρχιζαν τις αλητείες εφάρμοζαν αυτό το μέτρο, θα βλέπαμε αν θα συνέχιζαν να κάνουν τους μάγκες. Είναι πολύτιμο το παραδάκι, βλέπετε.
Τη μέρα που αποφυλακιζόταν ο δολοφόνος Ρουπακιάς, ο Ν. Βούτσης έδινε συνέντευξη στην ιστοσελίδα «News247», στην οποία ρωτήθηκε «αν προτίθεται να κάνει κάτι περισσότερο» πέρα «από τις σχετικές πρωτοβουλίες που έχει ήδη πάρει». Παίρνοντας πάσα από την αβανταδόρικη ερώτηση, είπε: «Η Βουλή μπορεί με βάση τον κανονισμό της -δεν χρειάζονται επιπλέον μέτρα- να λαμβάνει απόφαση π.χ. για την απομάκρυνση κάποιων βουλευτών ή και για τον αποκλεισμό τους για ένα χρονικό διάστημα από συζητήσεις ή να υπάρξουν και μισθολογικές επιπτώσεις καθώς και μια σειρά από μέτρα πέραν της απλής παρατήρησης. Υπάρχει η διάθεση να ληφθούν τέτοια μέτρα».
Κούφια λόγια από έναν πολιτικό απατεώνα. Δεν πήρε ούτε ένα μέτρο κατά των νεοναζιστών βουλευτών. Και αυτοί αποθρασύνθηκαν. γιατί είχαν καταλάβει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να τους σιχαίνεται, παίρνει όμως… δραμαμίνες και… συνέρχεται, γιατί τους θεωρεί πολύτιμους καθώς κόβουν ψήφους από τη ΝΔ. Πέρα από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που ως πλειοψηφία είχαν την πρώτη ευθύνη, δεν ήταν άμοιρα ευθυνών και τα άλλα κόμματα που έχουν 15 βουλευτές και θα μπορούσαν να κάνουν προτάσεις και να βάλουν και την πλειοψηφία προ των ευθυνών της.
Περιττεύει να πούμε ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εμφανίζονταν λάβροι κατά των χρυσαυγιτών όχι από αντιφασιστική διάθεση, αλλά επειδή είχαν καταλάβει το παιχνίδι του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί άλλωστε εξέθρεψαν όσο μπορούσαν το νεοναζιστικό φαινόμενο, επειδή χρειάζονταν τους νεοναζί ως δύναμη κρούσης, για να κάνουν τη βρόμικη δουλειά που δεν μπορεί να κάνει η αστυνομία. Ολα τα αστικά κόμματα εξουσίας έκαναν τη δική τους σπέκουλα με τους νεοναζί, ανάλογα με τις συγκυριακές επιδιώξεις τους. Το ίδιο και ο αστικός Τύπος, που έβρισκε την ευκαιρία να επαναφέρει τη θεωρία των «δύο άκρων» και την πρόστυχη παραλλαγή της, τον «λαϊκισμό». Σύμφωνα μ’ αυτήν την παραλλαγή, οι νεοναζί είναι «λαϊκιστές», όπως «λαϊκιστές» είναι και εκείνοι που αγωνίζονταν ενάντια στη μνημονιακή αποικιοκρατία, υποδούλωση και κινεζοποίηση.
Τον Οκτώβρη του 2018, ο περιβόητος Παπαγγελόπουλος, υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, αν και καραδεξιός, υπερασπιζόμενος τον Πολάκη κατηγόρησε την αντιπολίτευση, ότι «δεν μπορεί να μιλάει για πολιτικές διώξεις», διότι είναι αυτή που προχώρησε σε «πογκρόμ διώξεων που έγινε για επικοινωνιακούς λόγους» όταν κυβερνούσε. Εννοούσε τους νεοναζιστές, φυσικά. Οταν τον κατηγόρησαν ότι «λειτουργεί ουσιαστικά ως συνήγορος υπεράσπισης της Χρυσής Αυγής στην εν εξελίξει δίκη» (Κ. Χατζηδάκης), απάντησε ότι αναφερόταν «σε πογκρόμ συλλήψεων επιχειρηματιών που έγιναν από την προηγούμενη Κυβέρνηση για επικοινωνιακούς λόγους» και πως «ουδεμία αναφορά έκανα για διώξεις πολιτικών».
Η συζήτηση, βέβαια, ήταν για πολιτικές διώξεις (απ’ αφορμή τον Πολάκη). Και η λέξη «πογκρόμ» έχει συγκεκριμένο και σαφέστατο περιεχόμενο. Ο ίδιος ο Παπαγγελόπουλος δεν άφησε καμιά αμφιβολία περί του ότι αναφερόταν στη ΧΑ, αφού στην απαντητική δήλωσή του έγραψε: «Η “άγνωστη“ φωνή που έδινε εντολές σε εισαγγελέα, θα στοιχειώνει για πολύ καιρό ακόμη κάποιους στη Νέα Δημοκρατία». Αναφερόταν στο ηχητικό με φωνή που αποδιδόταν στον Σαμαρά και έλεγε: «Πες στον ψηλό τον Παναθηναϊκάκια, οι επόμενοι τρεις που θα πάνε, να τους γαμήσει». Σύμφωνα με τους χρυσαυγίτες, ο Παναθηναϊκάκιας ήταν ο εισαγγελέας Ντογιάκος. Αυτό το ηχητικό το έκαναν σημαία τους οι νεοναζιστές! Και ο Παπαγγελόπουλος εμφανίστηκε ως συνήγορος υπεράσπισής τους. Ο υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι οι νεοναζιστές δεν δικάζονταν λόγω των εγκλημάτων τους, αλλά επειδή η προηγούμενη κυβέρνηση εξαπέλυσε εναντίον τους πογκρόμ διώξεων!
Αυτή τη στάση υπέρ των νεοναζιστών οι συριζαίοι την κράτησαν μέχρι το τέλος. Ιδού αποκαλυπτικό δημοσίευμά μας στις 13 Ιούλη του 2019, αμέσως μετά τις εκλογές, με τίτλο: Κάλυψαν τους νεοναζί οι συριζαίοι:
Στις 20 Μάη του 2019, υποβάλαμε αναφορά (αριθμός πρωτοκόλλου 2382) στον γενικό γραμματέα της Βουλής Κ. Αθανασίου και στον πρόεδρο Ν. Βούτση, ενημερώνοντάς τους ότι δύο επιστημονικοί συνεργάτες βουλευτών του νεοναζιστικού μορφώματος, καταθέτοντας ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη της ΧΑ, δήλωσαν ότι δεν ασχολούνται με το κοινοβουλευτικό έργο των βουλευτών από τους οποίους έχουν προσληφθεί, αλλά με άλλα καθήκοντα.
Ο ένας ονομάζεται Δ. Βογιατζής και κατέθεσε στις 14 Μάη ως μάρτυρας υπεράσπισης του φίρερ. Σε ερώτηση της προέδρου του δικαστηρίου Μ. Λεπενιώτη δήλωσε ότι είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μπαρμπαρούση από το 2012, όμως δεν ασχολείται με Ερωτήσεις (δηλαδή με κοινοβουλευτικό έργο), αλλά με την ιστοσελίδα και τα ηλεκτρονικά της ΧΑ. Κατά πάσα πιθανότητα, η πρόεδρος γνώριζε ποια είναι τα καθήκοντα ενός επιστημονικού συνεργάτη που προσλαμβάνεται από βουλευτή και αναρωτήθηκε αν η διαχείριση της ιστοσελίδας είναι αντικείμενο εργασίας ενός επιστημονικού συνεργάτη.
Ο δεύτερος ονομάζεται Κ. Αλεξανδράκης και κατέθεσε στις 13 Μάρτη ως μάρτυρας υπεράσπισης του Γερμενή (Καιάδα). Κατέθεσε και αυτός ότι δεν ασχολείται με το κοινοβουλευτικό έργο του Παναγιώταρου, αλλά αρθρογραφεί στις φασιστοφυλλάδες ΧΑ και ΕΜΠΡΟΣ.
Επισημάναμε στους Αθανασίου και Βούτση, ότι από τη στιγμή που ομολογούν ότι δεν ασχολούνται με το κοινοβουλευτικό έργο, παραβιάζουν την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που προβλέπει ότι «η σύμβαση πρέπει να αναφέρει ρητά, ότι η πρόσληψη γίνεται για την υποβοήθηση του κοινοβουλευτικού έργου του βουλευτή». Μ’ αυτά τα δεδομένα, η Βουλή οφείλει να τους υποχρεώσει να επιστρέψουν τους μισθούς που πήραν ως αχρεωστήτως καταβληθέντες (και εντόκως δηλαδή).
Τονίσαμε στους δύο θεσμικούς παράγοντες και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ότι έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τους ισχυρισμούς μας και είμαστε σίγουροι ότι τους έλεγξαν και τους βρήκαν ακριβείς. Τότε συνειδητοποίησαν ότι όφειλαν να εφαρμόσουν τη νομιμότητα υποχρεώνοντας τους «επιστημονικούς συνεργάτες» των νεοναζιστών βουλευτών να επιστρέψουν εντόκως τους μισθούς που πήραν από τη Βουλή. Δεν ήθελαν, όμως, να το κάνουν, γι’ αυτό και «τρενάριζαν» την οφειλόμενη απάντηση στην αναφορά μας. Οι σύμβουλοί τους μας προέβαλαν κάθε φορά που ρωτούσαμε αντικρουόμενους ισχυρισμούς. Δεν μας απάντησαν ποτέ γραπτά, όπως είχαν υποχρέωση.
Τους είχαμε επισημάνει από τις πρώτες μέρες, ότι μεθοδεύουν τα πράγματα έτσι ώστε να προκηρυχθούν εκλογές και να μην μπορούν πια, ο ένας ως υπηρεσιακός γενικός γραμματέας και ο άλλος ως υπηρεσιακός πρόεδρος της Βουλής, να πάρουν καμία απόφαση. Τελικά, πριν από λίγες μέρες, μας απάντησαν ότι δεν μπορούν να αποφασίσουν! Μεθόδευσαν έτσι τα πράγματα, γιατί δεν ήθελαν να δημιουργήσουν προβλήματα στους νεοναζιστές με την απαίτηση επιστροφής των μισθών ως αχρεωστήτως καταβληθέντων.
Καλά θα κάνει, λοιπόν, ο Νίκος Βούτσης να σταματήσει να προκαλεί, νομίζοντας ότι έχουμε μνήμη χρυσόψαρου. Θυμόμαστε πολύ καλά πώς το κόμμα του και ο ίδιος προσωπικά «χάιδευαν» τους νεοναζιστές στη Βουλή.