Δεν εισέφερε τίποτα καινούργιο η προ ημερήσιας διάταξη συζήτηση στη Βουλή για τις υποκλοπές. Κανένας δεν είπε κάτι που να μην είχε ήδη ειπωθεί. Το μόνο που έγινε ήταν ότι διασταυρώθηκαν απευθείας τα επιχειρήματα των δύο πλευρών και φάνηκε το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Μητσοτάκης. Πρόβλημα που έγινε τεράστιο χάρη σε δυο νέα στοιχεία.
Ο Βενιζέλος, ο θεωρητικός του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου και διαπρύσιος υποστηρικτής του Μητσοτάκη μέχρι τώρα, τράβηξε μια χοντρή διαχωριστική γραμμή από τον Μητσοτάκη και τους α(χ)ρίστους του και ως έχων την «έξωθεν καλή μαρτυρία», είναι αυτός που επέφερε το πιο ισχυρό πλήγμα στον Μητσοτάκη.
Δεύτερο, το ζήτημα έπαυσε να εμφανίζεται ως ζήτημα εσωτερικής κομματικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα, πέρασε στις σελίδες μεγάλων διεθνών Μέσων (New York Times, Washington Post, Financial Times, Politico κ.ά.) και εμφανίζεται ως «πρόβλημα δημοκρατίας στην Ελλάδα», πλήττοντας ανεπανόρθωτα τη διεθνή εικόνα που φιλοτεχνούσε ο Μητσοτάκης. Αυτός που εμφανιζόταν σαν μετριοπαθής, φιλελεύθερος, μεταρρυθμιστής, πλέον συγκρίνεται με τον Ορμπαν!
Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να συμπυκνώσουμε τα βασικά συμπεράσματα που βγήκαν από το πολύωρο κοινοβουλευτικό σόου.
1. Μητσοτάκης και Τσίπρας (τον Κατρίνη δεν τον συνυπολογίζουμε γιατί είναι ασήμαντο πολιτικό μέγεθος) πέτυχαν να περιχαρακώσουν τη συζήτηση στο βασικό συστημικό πλαίσιο: η ΕΥΠ/ΚΥΠ πρέπει να κάνει παρακολουθήσεις «για εθνικούς λόγους». Οι διαφωνίες και οι σκληρές αντιπαραθέσεις άρχιζαν μετά απ’ αυτή τη βασική συμφωνία. Ο μόνος που διατύπωσε διαφορετική άποψη, που αναφέρθηκε στο αντιδραστικό νομικό πλαίσιο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών και ήγειρε ζήτημα δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού ήταν ο Κουτσούμπας. Δεν του έδωσαν καμιά σημασία. Απαξίωσαν και να του απαντήσουν. Υποκριτικά αναφέρονταν μόνο στην ανάγκη να διερευνηθούν οι «συνακροάσεις» στο τηλεφωνικό κέντρο του Περισσού, χωρίς ούτε να απαντήσουν στην καταγγελία του Κουτσούμπα για διαχρονική επιχείρηση συγκάλυψης, ούτε να εντάξουν την παρακολούθηση ενός κοινοβουλευτικού κόμματος στο πλαίσιο λειτουργίας της ΕΥΠ/ΚΥΠ και των υπόλοιπων μυστικών υπηρεσιών. Aκόμα και τα στοιχεία που ανέφερε ο Κουτσούμπας απαξίωσαν να τα σχολιάσουν. Τα αντιμετώπισαν σαν να μην ακούστηκαν!
2. Ο Μητσοτάκης ήταν άθλιος και στις τρεις ομιλίες του. Υπερασπίστηκε με πάθος το δικαίωμα της ΕΥΠ/ΚΥΠ να παρακολουθεί τους πάντες, ακόμα και το πολιτικό προσωπικό του αστικού πολιτικού συστήματος. Οταν τον ζόριζαν οι άλλοι, έλεγε κάτι περίεργα για «φίλτρα» που πρέπει να υπάρχουν για το πολιτικό προσωπικό, λες και διαφήμιζε μηχανήματα καθαρισμού αέρα. Δεν απάντησε σε κανένα συγκεκριμένο ερώτημα: Γιατί παρακολουθούνταν ο Ανδρουλάκης; Ποιοι άλλοι παρακολουθούνται; Μπορεί να διαβεβαιώσει ότι δεν παρακολουθούνται άλλοι από το αστικό πολιτικό προσωπικό;
Εχοντας υποστεί πραγματικό Βατερλό στους δυο πρώτους γύρους, προσπάθησε να τα μαζέψει λίγο στη δευτερολογία του, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα επί της ουσίας. Απλά στρογγύλεψε τα λόγια του, λέγοντας πως «a priori θεωρούμε ότι κανείς δεν πρέπει να εξαιρείται από τη δυνατότητα παρακολούθησης για λόγους εθνικής ασφάλειας, πλην όμως συμφωνούμε ότι για τις περιπτώσεις Βουλευτών η τεκμηρίωση προκειμένου να δοθεί μια τέτοια έγκριση πρέπει να είναι εξαιρετικά στοιχειοθετημένη, πράγμα το οποίο εμφανώς δεν συνέβη στην περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη». Ομως, στην ΠΝΠ που έσπευσε να νομοθετήσει μόνος του καλοκαιριάτικα και με κλειστή τη Βουλή, δεν υπάρχει κανένα «φίλτρο» ή κάτι που να τείνει προς το «εξαιρετικά στοιχειοθετημένη».
3. Επιμένοντας σ’ αυτό, ήρθε και πάλι σε ρήξη με τον Βενιζέλο που -τρία λεπτά αφότου τελείωσε την πρωτομιλία του ο Μητσοτάκης- έστειλε σε όλα τα δημοσιογραφικά γραφεία νέα μακροσκελή δήλωση, την οποία προφανώς είχε αρχίσει να ετοιμάζει πριν από την ομιλία Μητσοτάκη και συμπλήρωσε όσο ο Μητσοτάκης μιλούσε. Eκανε δε και συμπληρωματική δήλωση μετά την τριτολογία του Μητσοτάκη, χρησιμοποιώντας ακόμη πιο σκληρό ύφος (και οι δύο δηλώσεις Βενιζέλου παρατίθενται στο τέλος). Η άποψη Βενιζέλου, με την οποία δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνταχθεί ο Τσίπρας, αφού κινείται απόλυτα μέσα στο πλαίσιο του συστήματος και αποδέχεται την ΕΥΠ/ΚΥΠ ως βραχίονα χαφιεδίσματος και φακελώματος του ελληνικού λαού, είναι απλή: η ΕΥΠ/ΚΥΠ μπορεί να παρακολουθεί τους πάντες, εκτός από τα πολιτικά πρόσωπα που έχουν ασυλία. Ο Μητσοτάκης στην τριτολογία του προσπάθησε να τα μαζέψει κάπως, λέγοντας ότι «έχουμε διαφορετική άποψη για το ζήτημα αυτό», αλλά ο Βενιζέλος αρνήθηκε τον κλάδο ελαίας που έτεινε ο Κούλης και δεν του χαρίστηκε καθόλου.
4. Ο Μητσοτάκης προσπάθησε και πάλι να υπερασπιστεί την ΕΥΠ/ΚΥΠ, σαν τον ύψιστο μηχανισμό «προστασίας της πατρίδας», κάνοντας ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με το διάγγελμά του: δε δίστασε να υπαινιχτεί στην πρωτομιλία του πως όσοι βάλλουν κατά της ΕΥΠ/ΚΥΠ διευκολύνουν «εχθρικές δυνάμεις», αν δεν είναι ενεργούμενά τους! Αυτή η χοντροκομμένη προσπάθεια επαναφοράς του μοναρχοφασιστικού διαχωρισμού ανάμεσα σε «εθνικόφρονες» και «μιάσματα» έπεσε στο κενό, γι’ αυτό και ο Μητσοτάκης την εγκατέλειψε. Δεν την επανέφερε στη δευτερολογία και την τριτολογία του.
5. Ακόμα πιο γελοία ήταν η προσπάθεια του Μητσοτάκη να υποστηρίξει πως τον πολεμούν κάποια συμφέροντα που… «δεν θέλουν τον Μητσοτάκη και τη ΝΔ στην κυβέρνηση»! Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε σε τι επίπεδο γελοιότητας ξεπέφτει ο άνθρωπος «όλων των συμφερόντων», όταν λέει πως τον πολεμούν «κάποια συμφέροντα». Παρομοίασε, μάλιστα, εμμέσως πλην σαφώς, τον εαυτό του με τον Ντράγκι!
6. Τέλος, ο Μητσοτάκης προσπάθησε να πετάξει από πάνω του τη συγκεκριμένη κατηγορία για την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη, πότε λέγοντας ότι αυτά γίνονται σε όλο τον κόσμο (έφερε σαν παράδειγμα την Ισπανία) και πότε λέγοντας πως και επί ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθούνταν πολιτικά πρόσωπα. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τον Τσίπρα, ακόμα και για τον Κατρίνη, πρώτο να εστιάσουν τη συζήτηση στο συγκεκριμένο και δεύτερο να πουν στον Μητσοτάκη να κάνει όσες εξεταστικές επιτροπές θέλει για το παρελθόν, αλλά η συγκεκριμένη Εξεταστική θα γίνει μόνο για την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη.
Οσο αυτός δεν απαντούσε στα συγκεκριμένα ερωτήματα και έλεγε μπούρδες του τύπου «ο πρωθυπουργός δεν επιτρέπεται να γνωρίζει ποιον παρακολουθούν οι υπηρεσίες», τις οποίες μάζευε στην τριτολογία «διευκρινίζοντας» ότι «θεωρώ ότι δεν είναι χρέος να γνωρίζω ποιους παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών παρά μόνο ενδεχομένως ex post, αν μου έρθει μια πληροφορία της οποίας την αξιοπιστία πρέπει να ελέγξω, τότε ναι, νομίζω ότι νομιμοποιούμαι απόλυτα να ρωτήσω την Υπηρεσία, η οποία μπορεί να μην μου πει, ποια είναι η πηγή αυτής της πληροφορίας. Αλλά a priori να γνωρίζω ποιους παρακολουθεί η Υπηρεσία;», τόσο οι άλλοι -ο Τσίπρας κυρίως- «έκλεβαν εκκλησία». Τον γλεντούσαν κανονικά κι αυτό γινόταν προφανές, παρά τις κορόνες που πετούσε κάπου-κάπου ο Μητσοτάκης για να πάρει το χειροκρότημα από τους αβανταδόρους του κυβερνητικού λόχου.
Πώς το είχε πει εκείνος ο προπονητής του στίβου που κατηγορούνταν ότι ντοπάριζε τους αθλητές του; «Ντοπαρισμένος είναι μόνο όποιος πιάνεται». Αυτό ακριβώς έπαθε ο Μητσοτάκης: πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να παρακολουθεί πολιτικό του αντίπαλο. Γι’ αυτό πρέπει να πληρώσει το πολιτικό κόστος. Οχι γιατί η ΕΥΠ/ΚΥΠ κάνει παρακολουθήσεις και ανθρώπων του πολιτικού προσωπικού, αλλά γιατί δεν μπόρεσε να καλυφθεί και πιάστηκε στα πράσα. Οι άλλοι παριστάνουν τις αθώες περιστερές, όπως ο περιβόητος προπονητής και οι αθλητές του.
Αυτή είναι η ουσία των όσων διαδραματίζονται τις τελευταίες εβδομάδες στην αστική πολιτική σκηνή. Πέρα από τη γεμάτη υποκρισία αστική πολιτική σκηνή, όμως, υπάρχει η πραγματικότητα. Και σ’ αυτή οφείλουμε να επικεντρωθούμε όσοι και όσες δε θέλουμε να γίνουμε θύματα αυτών που διαχειρίζονται το σύστημα της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε, λοιπόν, είναι πως μπορεί να έχουμε ένα σκάνδαλο Μητσοτάκη, όμως πολύ προτού γίνει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης έχει ξεκινήσει το διαρκές σκάνδαλο της ΚΥΠ, που συνεχίστηκε και όταν οι πασόκοι τη μετονόμασαν σε ΕΥΠ και θα συνεχίζεται εσαεί. Ο «εσωτερικός εχθρός» είναι ο στόχος των μυστικών υπηρεσιών όλων των αστικών κρατών. Ολα τα υπόλοιπα είναι… παράπλευρα οφέλη, που ενίοτε μετατρέπονται σε πολιτική ζημιά.
Το δεύτερο που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν είναι το μόνο ούτε το μέγιστο. Είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα μιας βάρβαρης πολιτικής. Το «πρόβλημα δημοκρατίας», για το οποίο φλυαρούν οι συριζοπασόκοι δεν συνίσταται μόνο στις βρόμικες παρακολουθήσεις της ΕΥΠ/ΚΥΠ. Πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει όταν βασανίζουν τον Γιάννη Μιχαηλίδη (και τον Δημήτρη Κουφοντίνα πέρυσι), πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει όταν τσακίζουν διαδηλώσεις κάνοντας επίδειξη μπατσοκρατίας, πρόβλημα δημοκρατίας υπάρχει όταν στήνουν πανεπιστημιακή αστυνομία και βάζουν τουρνικέ σε πανεπιστημιακά κτίρια κτλ. κτλ.
Πέρα από την κατασταλτική μανία, όμως, υπάρχει η αντικοινωνική μανία. Αφήνουν την πανδημία να θεριεύει και δεκάδες ανθρώπους να πεθαίνουν καθημερινά, για να μη διαταράξουν την καλοκαιρινή νιρβάνα που απαιτεί ο τουρισμός. Βυθίζουν την εργαζόμενη κοινωνία σε ένα νέο κύκλο φτωχοποίησης, απαγορεύοντας αυξήσεις μισθών και συντάξεων και μείωση των έμμεσων φόρων.
Ολα αυτά πάνε πακέτο. Κι απ’ αυτό το πακέτο δεν πρόκειται να απαλλαγούμε μέσω των εκλογών. Οπως δεν απαλλαγήκαμε και τις προηγούμενες φορές. Οι εκλογές θα σημάνουν απλά αλλαγή σκυτάλης μεταξύ σκυταλοδρόμων που υπερασπίζονται την ίδια πολιτική. Αν θέλουμε ν’ αλλάξει η πολιτική, θα πρέπει να το διεκδικήσουμε μαχητικά και να το επιβάλουμε.
Venizelos VS Mitsotakis