Aρκεί ο τίτλος κορυφής στη σελίδα 11 του «Ριζοσπάστη» το περασμένο Σαββατοκύριακο για να επισκιάσει (για να μην πούμε να κάνει σκόνη) όλες τις αγωνιστικές κορόνες που κοσμούν τις υπόλοιπες σελίδες. Ολα καταλήγουν τελικά στην ψήφο, που ως διά μαγείας θα μετατρέψει τη δυστυχία σε ευτυχία.
Στο «ψαχνό του θέματος που στέφει ο τίτλος διαβάζουμε:
«Οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, οι υποψήφιοί του στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και στους δήμους έδωσαν αυτές τις μέρες τη μάχη μαζί με τον λαό για να σωθούν σπίτια, ζωές, περιουσίες, οργάνωσαν την αλληλεγγύη, εξασφάλισαν νερό, φαγητό και ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο σε όσους ξεσπιτώθηκαν.
Πλέον υπάρχει μεγάλη πείρα. Και αυτή έχει κοστίσει πολύ. Μπροστά στη «γύμνια» του κρατικού μηχανισμού και την επιλεκτική του ανικανότητα να προστατεύσει τη ζωή και την περιουσία του λαού, είναι ανάγκη να δυναμώσει ο αγώνας για ουσιαστική προστασία και αποκατάσταση, καθώς η εμπειρία δείχνει ότι όσες λύσεις δόθηκαν, ακόμη και για τα στοιχειώδη, ήταν κάτω από πίεση και συλλογική δράση.
Ο αγώνας αυτός περνάει μέσα και από τις τοπικές εκλογές, με την καταψήφιση, σε δήμους και Περιφέρειες, των υποψηφίων όλων των κομμάτων που θα υλοποιήσουν και θα εξειδικεύσουν σε τοπικό επίπεδο την αντιλαϊκή πολιτική των εκάστοτε αστικών κυβερνήσεων και της ΕΕ. Που όταν ο λαός απαιτεί έργα αντιπλημμυρικής ή αντιπυρικής προστασίας, επικαλούνται την «έλλειψη πόρων» και τις «αντοχές της οικονομίας», τα φορτώνουν όλα στην «ατομική ευθύνη», ή «νίπτουν τας χείρας τους» ως «αναρμόδιοι».
Ο λαός έχει ανάγκη από περισσότερους εκλεγμένους της «Λαϊκής Συσπείρωσης», που θα πρωτοστατούν στον αγώνα για την ουσιαστική προστασία του λαού. Που δείχνουν και στην πράξη ότι για να γίνουν ολοκληρωμένα έργα αντιπλημμυρικής και αντιπυρικής προστασίας, αντισεισμικής θωράκισης κ.λπ., χρειάζεται σύγκρουση με την πολιτική της υποχρηματοδότησης, του «κόστους – οφέλους», που έχει για κριτήριο τις ανάγκες του κεφαλαίου, σε βάρος των αναγκών του λαού.
Ο λαός έχει ανάγκη από περισσότερους εκλεγμένους κομμουνιστές και συμπορευόμενους με το ΚΚΕ, που θα παλεύουν μαζί του, που δεν συμβιβάζονται με το ασφυκτικό πλαίσιο και τον αρνητικό συσχετισμό, αλλά συγκρούονται και δίνουν μάχες, στηρίζουν τους αγώνες και τις διεκδικήσεις σωματείων και φορέων, παλεύουν για να πάρει και την παραμικρή ανάσα ο λαός για όλα όσα αφορούν τη ζωή και το εισόδημά του».
Παρά την προσπάθεια να μπερδευτούν τα πράγματα, φαίνεται καθαρά ότι ο εκλογικός αγώνας αναγορεύεται σε ανώτατη μορφή αγώνα. Λες και οι ταξικοί αγώνες της φτωχής αγροτιάς έχουν ανάγκη από περισσότερους εκλεγμένους της «Λαϊκής Συσπείρωσης» στα δημοτικά συμβούλια της περιοχής. Πώς θα «δείχνουν στην πράξη» αυτοί οι εκλεγμένοι ότι χρειάζεται σύγκρουση με την πολιτική που υπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου; Μειοψηφία θα είναι, ο λόγος τους δε θα μπορεί να γίνει πράξη σε επίπεδο δημοτικού συμβούλιου. Οσο για τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις, αυτή δεν έχει ως προϋπόθεση την ιδιότητα του θεσμικού αιρετού. Μπορούν να συμμετάσχουν όπως καθένας και καθεμιά από τους πλημμυρόπληκτους.
Τι μένει; Μένει η καλλιέργεια της θεσμολαγνείας και του κοινοβουλευτικού κρατινισμού. Μια λογική «ανάθεσης». Για να μη μιλήσουμε για το «θάψιμο» των παλαιότερων μαζικών αγροτικών αγώνων στην περιοχή από τους κάθε είδους εκλεγμένους του συγκεκριμένου κόμματος (αγροτοσυνδικαλιστές και αυτοδιοικητικούς). Για τον περιορισμό εκείνων των αγώνων στον ασφυκτικό κορσέ της αστικής νομιμότητας, που κατέστησε την ταξική πάλη των φτωχών αγροτών αναποτελεσματική. Που μετέτρεψε το διεκδικητικό κίνημα σε κίνημα διαμαρτυρίας, με στόχο την εξαργύρωσή της στις κάθε επιπέδου κάλπες.
Την ίδια μέρα με τον «Ριζοσπάστη», η ημιεπίσημη του ΣΥΡΙΖΑ (EφΣυν) αφιέρωσε κύριο άρθρο της στη «συλλογική ευθύνη των πολιτών».
Σημειώνει ότι «η πολυδιαφημισμένη πολιτική προστασία, που αναβαθμίστηκε σε υπουργείο στο οποίο έχουν «καεί» κιόλας τρεις υπουργοί, αποδείχθηκε πουκάμισο αδειανό», ότι «και ο υπόλοιπος κρατικός μηχανισμός –αστυνομία, πυροσβεστική, στρατός, υπηρεσίες δήμων και περιφερειών– που κάποτε είχε κάποια ανακλαστικά σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, κάτω από την επιτελική μπαγκέτα του Μαξίμου παραδόθηκε στο χάος» και ότι «τα βυθισμένα χωριά της Θεσσαλίας είναι παρατημένα στην τύχη τους».
Και πού καταλήγει; «Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό για τις συλλογικότητες της κοινωνίας, όσες και σε όποιο βαθμό είναι ζωντανές. Δίπλα στην αυτονόητη καταγγελία της κυβερνητικής ανικανότητας και αναλγησίας, πρέπει να αποδείξουν έμπρακτα όχι μόνο αλληλεγγύη, αλλά και επιχειρησιακή επάρκεια να σταθούν δίπλα στους πληγέντες. Να διασώσουν, να φροντίσουν, να περιθάλψουν. Συνδικάτα, περιβαλλοντικές και πολιτιστικές ενώσεις, φοιτητικοί σύλλογοι, οργανώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης μπορούν και οφείλουν να καλύψουν ένα μέρος από το κενό που αφήνει το καταρρεύσαν επιτελικό κράτος σε πολλά πεδία. […] Διανύουμε το πέμπτο έτος διακυβέρνησης Μητσοτάκη, που σε κάθε κρίση κραδαίνει τη σημαία της «ατομικής ευθύνης». Η συλλογική ευθύνη των πολιτών και των ενώσεών τους είναι σε αυτή τη φάση σωσίβιο στην πλημμυρίδα ψεύδους και ανικανότητας».
Αν αναπτυχθεί μια τέτοια διαδικασία, έχει και ο ΣΥΡΙΖΑ ελπίδες να ανακάμψει. Αυτό δεν το γράφει η ΕφΣυν, γιατί θα έπεφτε κράξιμο. Είναι πλέον γνωστό, όμως, ότι οι συριζαίοι έχουν το know how. Τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων αναπτύχθηκε ένα τέτοιο κίνημα: συσσίτια, κοινωνικές κουζίνες, κοινωνικά παντοπωλεία, απευθείας ανταλλαγές προϊόντων ή ανταλλαγές προϊόντων με χρόνο εργασίας, μπαζάρ με παλιά ρούχα και αντικείμενα, εναλλακτικά νομίσματα και άλλα παρόμοια, που στην Εσπερία είναι παλιά όσο οι λάσπες, όμως στην Ελλάδα ήταν καινούργια. Εντάξει, δεν αναπτύχθηκε κανένα μαζικό κίνημα γύρω απ’ αυτές τις ιδεολογικές λόξες, κινήθηκε όμως ένας κόσμος «εκτός των τειχών», στον οποίοι οι συριζαίοι δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να ηγεμονεύσουν, μετατρέποντάς τον μεταξύ 2012 και 2014 σε καύσιμο για την εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία.
Δεν έχουν ελπίδες να επαναληφθεί αυτό σήμερα (ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεφτιλιστεί και οι οπαδοί του δεν έχουν όρεξη να εγκατασταθούν στη Θεσσαλία – το πολύ να πάνε καμιά μονοήμερη εκδρομή αλληλεγγύης), όπως δεν έχει ελπίδες το ΚΚΕ να εξαργυρώσει εκλογικά τη δική του δράση στο ίδιο επίπεδο. Ο κρατικός μηχανισμός, που δουλεύει για τη ΝΔ, είναι πιο ισχυρός και η όποια κρατική αρωγή θα περάσει μέσα από τα κανάλια των δεξιών δημαρχαίων και περιφερειάρχη. Θα μείνει, όμως, αυτός ο νέου τύπου ρεφορμισμός, που αναπτύσσεται δίπλα στον «εθελοντισμό» που καλλιεργεί και συντηρεί το αστικό κράτος, ως ένα ακόμα ανάχωμα στην ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και της ταξικής πάλης.
Χρήσιμο είναι να θυμηθούμε ένα πολύ ταιριαστό ποίημα του Μπρεχτ και μια σχετικά πρόσφατη ανάλυση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα μας.
ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ακούω πως στη Νέα Υόρκη
Στη γωνιά της 26ης Οδού και του Μπροντγουαίη
Στέκει ένας άντρας κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα
Και στους άστεγους που μαζεύονται βρίσκει ένα καταφύγιο για τη νύχτα
Κάνοντας εκκλήσεις στους διαβάτες.
Ο κόσμος έτσι δε θ’ αλλάξει
Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις
Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.
Μα ωστόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα
Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ’ τον άνεμo
Το χιόνι που προορίζονταν γι’ αυτούς πέφτει στο δρόμο.
Σαν διαβάσεις τούτο ‘δω, μην κλείσεις το βιβλίο, άνθρωπε.
Λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα
Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ’ τον άνεμο
Το χιόνι που προορίζονταν γι’ αυτούς πέφτει στο δρόμο.
Μα ο κόσμος έτσι δε θ’ αλλάξει
Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις
Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.
(Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μετάφραση και πρόλογος Νάντια Βαλαβάνη, Σύγχρονη Εποχή, τέταρτη έκδοση, 1992)