«Ο άνθρωπος που είναι για τα μεγάλα, φαίνεται από την προσοχή που δίνει στα μικρά» είπε κάποιος ιστορικά γνωστός που μου διαφεύγει το όνομά του.
Πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, όλοι(;) σκεπασμένοι από το πέπλο μιας πρόστυχης σιωπής. Οι άνθρωποι που θα έπρεπε να αφυπνίζουν την κοινωνία και να υποκινούν ανησυχίες κι εξεγέρσεις, αγώνες ενάντια σ’ ό,τι ληστεύει και καταδυναστεύει τον άνθρωπο, σιωπούν. Η εξοχότης και η καλλιέργειά τους γνωρίζει τον Σάμουελ Μπέκετ κι εφαρμόζει τη ρήση του «μην περιμένετε να σας κυνηγήσουν για να κρυφτείτε». Είναι πάντα κρυμμένοι, ασφαλείς από τα κοινωνικά ρεύματα που μπορεί να φέρουν πιάσιμο ή ρευματισμούς…
Παίρνω τον μεγεθυντικό φακό μου και κοιτώ. Πού βρίσκονται όλοι αυτοί; Μακριά, πολύ μακριά. Οι περισσότεροι έχουν μετακινηθεί σε προάστια, έξω από τις πόλεις που είναι και πολιτικά κέντρα, τα κέντρα της ζωής και του αγώνα, τα κύρια μέρη όπου η εργατική τάξη μπορεί να ζυγίσει και ν’ αναδείξει τη δύναμή της (ας μην ξεχνάμε ότι τα κινήματα, ιδίως τα μαχητικά και μακρόβια, γεννιούνται και δρουν εκεί, στις πόλεις). Μετακινήθηκαν στα προάστια, όχι για να οργανώσουν, να προάγουν ή ν’ αναδείξουν ο,τιδήποτε στην μικρή τοπική κοινωνία. Πήγαν απλούστατα για την ιδιώτευση, για την αποφυγή της συλλογικής ζωής και του καθήκοντος της συμμετοχής, για να διαχωρίσουν τη θέση τους από το βάρβαρο, ανυπόφορο πλήθος. Για να χτίσουν τον ασφαλή, πολυτελή παράδεισό τους μακριά από την οχλοβοή, για να προστατεύσουν τις οικογένειες και τα παιδιά τους, για να κρύψουν εκεί τα μικρά και μεγάλα πάθη τους. Σπανίως συμμετέχουν σε κάποιον τοπικό φορέα κι αν το κάνουν, είναι τιμής ένεκεν και σε θέση βιτρίνας, πάντα μετά από προτάσεις τοπικών παραγόντων που θέλουν να εκμεταλλευτούν το γεγονός.
Κάποιοι βέβαια, επιμένουν να ζουν εδώ στις πόλεις, συνήθως με το όραμα της μελλοντικής μετακίνησης σε κάποιο προάστιο. Αφορίζοντας τα τοπικά στραβά κι ανάποδα που οι ίδιοι στηρίζουν. Ομως κι εκείνοι δοξάζονται απόντες από τη συλλογική ζωή. Και δεν μιλώ μόνο για τα μεγάλα, μα και για τα μικρά, τα καθημερινά, τα «χαζά». Πόσοι από δαύτους συμμετέχουν στα των πολυκατοικιών τους; Πόσοι πήραν έστω κι ένα τηλέφωνο στον δήμο τους για να διαμαρτυρηθούν για τον φωτισμό, τις λακκούβες, το δρόμο ή ο,τιδήποτε αφορά τον μικρόκοσμό τους; Ελάχιστοι. «Τι είναι όλοι αυτοί; Τα εκατομμύρια των ανίδεων που κυνηγούν το δολάριο, που προσπαθούν να κερδίσουν το χρήμα και χάνουν τη ζωή τους; Τι είναι όλοι αυτοί και γιατί υπάρχουν;» έλεγε μια ακόμα μυστηριώδης, χαμένη Αννα, η Τενέζη, στο βιβλίο της «Το φως που σκοτώνει».
Αυτή η δράκα των συμβιβασμένων κι ανενεργών πολιτών, των καιροσκόπων που αναζητούν τη χρυσή στιγμή τους για ανάδειξη ή συνέχιση κάποιας πρόσκαιρης ευκαιρίας ή επιτυχίας, είναι η πλέον επικίνδυνη παρασιτική κλίκα, ένα καρκίνωμα που δρα ύπουλα επί του κοινωνικού ιστού. Δεν έκαναν και ματαίως περιμένουμε να κάνουν κάτι, να πάρουν θέση. «Είναι πολύ πιο άνετο να μισείς μαζί μ’ έναν εξουσιαστή τον αδύνατο, παρά να μισείς μαζί μ’ έναν αδύνατο τον εξουσιαστή» έγραφε ο Μίλαν Κούντερα. Αυτό ακριβώς κάνουν. Η συμβιβασμένη στάση τους είναι τα διαπιστευτήριά τους, καθώς περιμένουν νευρικά κι αμήχανα στις κρατικές αίθουσες αναμονής. Αποφεύγουν οποιονδήποτε πολιτικό υπαινιγμό ή ανάμειξη στα κοινά, εκτός κι αν πρόκειται να τους αποφέρει προσωπικά οφέλη χωρίς να εκτεθούν στο παραμικρό. Τρέχουν σε άνευρες εκδηλώσεις, μα ποτέ δεν έχουν χρόνο, ούτε καν δυο κουβέντες αλληλεγγύης.
«Τώρα θα σας χορέψω τον πόλεμο. Τον πόλεμο που δεν εμποδίσατε και για τον οποίο είστε υπεύθυνοι» είπε σε στενό κύκλο το 1918 ο Vaslav Nijinsky, λίγο πριν αρχίσει να χορεύει. Κι ο χορός της ενοχής και της συνενοχής συνεχίζεται απαράλλαχτος μέσα στα χρόνια. Μόνο που πια, ουδείς δικαιούται να επικαλείται άγνοια, ιδίως μετά από τόσες χιλιάδες τόμους καταγεγραμμένης ιστορίας. Και πιο πολύ, εκείνοι που δια του προσωπικού παραδείγματος εκπόρνευσαν την επιστήμη, την τέχνη, την ίδια τη ζωή. Κι από κοντά οι άκριτοι υποτακτικοί και τα στίφη των αντιγραφέων τους, που αποσιωπούν την ιστορία, λες κι ό,τι συμβαίνει γίνεται για πρώτη φορά, λες και δεν υπήρξε πριν ή δεν θα υπάρξει μετά.
Κι ως επιστέγασμα: «Κατηγορούν τον τύραννο κι όχι το λαό που κάνει τους τύραννους ισχυρούς. Κατηγορούν το νομοθέτη κι όχι τους ανθρώπους, η αδιαφορία των οποίων κάνει εφαρμόσιμους τους απλούς νόμους. Καταδικάζουν τον τοκογλύφο μα δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να τον εμποδίσουν. Γιατί να μπουν στον κόπο; Χειροκροτούν το Χριστό για την επίθεσή του ενάντια στους εμπόρους, μα αυτοί οι ίδιοι περνούσαν δίπλα από τα τραπέζια των εμπόρων χρόνια ολόκληρα χωρίς να πουν ούτε μια κουβέντα». Βίλχελμ Ράιχ
Θοδωρής Μπακάλης