Κι ο διάολος φοβέρα θέλει. Μετά από τις συνεχείς καταγγελίες των συγγενών των ανθρώπων που χάθηκαν στο έγκλημα των Τεμπών και την αποδοχή που έχουν αυτές οι καταγγελίες από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα από τις νέες και τους νέους, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη αναγκάστηκε να κάνει άλλη μια ετεροχρονισμένη κίνηση απολογίας.
Παρήγγειλε πειθαρχικό έλεγχο στη διευθύνουσα την εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας, σχετικά με την αρχειοθέτηση της μήνυσης των συγγενών εναντίον υπουργών, με μια απλή με μια εισαγγελική διάταξη, χωρίς η μήνυση να διαβιβαστεί αμελλητί στη Βουλή, όπως προβλέπουν ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και το άρθρο 86 του Συντάγματος.
Οι συγγενείς των θυμάτων ζητούσαν να ελεγχθεί ο ρόλος του υφυπουργού Τριαντόπουλου (στενός συνεργάτης του Μητσοτάκη) στο ξεμπάζωμα και το μπάζωμα του χώρου γύρω από το σημείο που συγκρούστηκαν τα δύο τρενα, με αποτέλεσμα να χαθούν πειστήρια και να μην μπορέσει να γίνει ουσιαστική έρευνα από τους πραγματογνώμονες και τους τεχνικούς συμβούλους.
Η εισαγγελέας που χρεώθηκε τη μήνυση των συγγενών απεφάνθη ότι «δεν δύναται να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση των ανωτέρων αδικημάτων σε βάρος των υφυπουργών Χρήστου Τριαντόπουλου και Ζωής Ράπτη μόνο από την παρουσία τους στον χώρο, χωρίς να προκύπτει η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο συμμετοχή τους στη λήψη ή υλοποίηση απόφασης επέμβασης στον τόπο του ατυχήματος [και γι’ αυτό] πρέπει η υπό κρίση έγκληση να απορριφθεί ως προς αυτούς ως προφανώς ουσία αβάσιμη».
Η παρανομία της εισαγγελέως της Λάρισας είναι προφανέστατη, όχι μόνο για τους έχοντες νομικές γνώσεις, αλλά και για όσους έχουν παρακολουθήσει τα περί ευθύνης υπουργών. Οταν ο εισαγγελέας που αναλαμβάνει μια δικογραφία «σκοντάφτει» σε όνομα υπουργού, οφείλει αμελλητί να στείλει τη δικογραφία στη Βουλή, χωρίς να ασχοληθεί με την ουσία της υπόθεσης. Η ποινική διερεύνηση για τους υπουργούς και τους υφυπουργούς είναι αποκλειστικά υπόθεση της Βουλής. Αυτή αποφασίζει αν θα υπάρξει κατηγορία, αυτή στήνει το προανακριτικό όργανο (επιτροπή για τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης), αυτή αποφασίζει αν θα υπάρξει παραπομπή στην τακτική Δικαιοσύνη ή όχι. Η τακτική Δικαιοσύνη εμπλέκεται μετά την τελευταία απόφαση της Βουλής, συγκροτεί ειδικό συμβούλιο που κάνει την ανάκριση και αποφασίζει αν θα υπάρξει παραπομπή στο αρμόδιο Ειδικό Δικαστήριο ή όχι.
Ως εφημερίδα έχουμε και άμεση εμπειρία από τέτοιες διαδικασίες. Τον Ιούνη του 2017, η εφημερίδα μας, διά των συντρόφων Γεράσιμου Λιόντου και Πέτρου Γιώτη, είχε υποβάλει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών μηνυτήρια αναφορά για σωρεία αδικημάτων (απιστία στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, σε συνδυασμό με το νόμο περί ευθύνης υπουργών, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος κτλ.), για ηθική αυτουργία στα παραπάνω αδικήματα και σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Η μηνυτήρια αναφορά στρεφόταν κατά του τότε υπουργού Μεταφορών και υποδομών Χρήστου Σπίρτζη και κατά υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου για παράνομη και βλαπτική για τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και του αθλητικού σωματείου ΑΕΚ συμπεριφορά: υπέγραψαν άδεια υψομέτρων νομιμοποιώντας την εταιρία «Δικέφαλος 1924» Κατασκευαστική ΑΕ ως φορέα υλοποίησης του έργου ανέγερσης του γηπέδου της ΑΕΚ, μολονότι γνώριζαν, έχοντας ενημερωθεί από εμάς, ότι το θέμα εκκρεμούσε και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο είχαν ασκήσει αγωγή μέλη της Ερασιτεχνικής ΑΕΚ, και ενώπιον της νομικής υπηρεσίας του ΥΠΕΝ (Αυτοτελές Τμήμα Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και Εργου), που μέχρι τότε δεν έχει προβεί σε νομιμοποίηση της εν λόγω εταιρίας, παρά τις πιέσεις που ασκούνταν.
Γράφαμε τότε: Πλέον, περιμένουμε τον εισαγγελέα, είτε να ασκήσει κατευθείαν ποινική δίωξη (αφού διαχωρίσει την κατά Σπίρτζη υπόθεση και τη διαβιβάσει αμελλητί -μέσω του Αρείου Πάγου- στη Βουλή) είτε να διατάξει τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης. Οντως έτσι έγινε. Η αρμόδια εισαγγελέας διαχώρισε αμέσως το σκέλος που αφορούσε τον Σπίρτζη και έστειλε τη δικογραφία στη Βουλή, ενώ ασχολήθηκε με το σκέλος των μηνυόμενων υπηρεσιακών παραγόντων. Η Βουλή δεν έκανε τίποτα (κανένα κόμμα δεν ενδιαφέρθηκε) και η υπόθεση απλά ανακοινώθηκε σε κάποια συνεδρίαση. Ομως εδώ δεν μας ενδιαφέρει τι έκανε η Βουλή, αλλά τι έκανε η εισαγγελέας. Τήρησε απόλυτα τη νομιμότητα: δεν ασχολήθηκε καθόλου με τον μηνυόμενο υπουργό Σπίρτζη, αλλά έστειλε την υπόθεση στη Βουλή, ως αποκλειστικά αρμόδια.
Η εισαγγελέας της Λάρισας έκανε το ακριβώς αντίθετο. «Δίκασε» μόνη της και αποφάσισε να αρχειοθετήσει τη μήνυση κατά των δύο υφυπουργών! Μπήκε στην ουσία της υπόθεσης, παρανομώντας απροκάλυπτα.
Εδώ δεν στέκει το επιχείρημα (είχε χρησιμοποιηθεί σε αντίστοιχη εισαγγελική συμπεριφορά πριν από χρόνια), ότι ο εισαγγελέας πρέπει να κάνει έναν προκαταρκτικό έλεγχο της μήνυσης, ώστε να μην μπορεί κάθε «παλαβός» να μηνύει υπουργούς και να στέλνονται οι μηνύσεις στη Βουλή. Κι όμως, αυτό πρέπει να γίνεται. Εφόσον το Σύνταγμα επιφυλάσσει διακριτή ποινική διαδικασία για υπουργούς και υφυπουργούς, μόνο η Βουλή είναι αρμόδια να εξετάζει ακόμα και τη μήνυση του κάθε «παλαβού». Η εισαγγελία δεν έχει καθήκοντα… βοηθού της Βουλής. Να εξετάζει δηλαδή τις μηνύσεις και να αποφαίνεται ποιες πρέπει να στείλει στη Βουλή και ποιες πρέπει να τις πετάξει στον… κάλαθο του αρχείου. Η εισαγγελία έχει καθαρά διεκπεραιωτικό ρόλο: να παραλαμβάνει τις μηνύσεις των πολιτών και να τις διαβιβάζει αμελλητί στη Βουλή, για να κρίνει αυτή τι θα τις κάνει.
Εν προκειμένω, βέβαια, δεν είχαμε κάποιον «παλαβό» αλλά ανθρώπους που έχασαν τα παιδιά τους και θέλουν να αποδοθούν ευθύνες, ακόμα και στο ανώτατο επίπεδο, αυτό των υπουργών και υφυπουργών και πρώην υπουργών και υφυπουργών. Επιπλέον, είναι ένα θέμα που έχει προκαλέσει μεγάλη κοινωνική κινητοποίηση και έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ενας παραπάνω λόγος που η συγκεκριμένη δικογραφία έπρεπε να πάει στη Βουλή και αυτό το γνώριζε καλά η εισαγγελέας.
Η εισαγγελέας της Λάρισας, όμως, κράτησε την υπόθεση, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, έκρινε την υπόθεση, χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, και την έστειλε στο αρχείο. Λέτε να έκανε αυτή την εξόφθαλμα παράνομη κίνηση αποκλειστικά με δική της πρωτοβουλία; Επειδή δεν είμαστε πολιτικοί αφελείς και επειδή ξέρουμε πολύ καλά τα υπόγεια νήματα που συνδέουν το δικαστικό μηχανισμό με την κυβέρνηση και γενικότερα με τους κομματικούς μηχανισμούς, δεν πιστεύουμε ότι η εισαγγελέας της Λάρισας ενήργησε αποκλειστικά με δική της πρωτοβουλία. Να ήταν κάποια υπόθεση που δεν είχε τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης, μπορεί. Οχι όμως αυτή η υπόθεση.
Ποιος ωφελήθηκε από την αρχειοθέτηση της μήνυσης κατά των δύο υφυπουργών; Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η ΝΔ. Αν ο φάκελος της μήνυσης πήγαινε στη Βουλή, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα ήταν υποχρεωμένα να ζητήσουν τη σύσταση Προανακριτικής. Και η νεοδημοκρατική πλειοψηφία θα ήταν αναγκασμένη να καταψηφίσει (όπως έκανε με το αίτημα της ευρωπαίας εισαγγελέα). Θα γινόταν ντόρος και η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα χρεωνόταν τη φίμωση των συγγενών των νεκρών. Ενώ τώρα τη φίμωση τη χρεώθηκε η εισαγγελέας της Λάρισας. Συζήτηση στη Βουλή και ντόρος δεν έγινε.
Αν και πέρασε τόσος καιρός, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θυμήθηκε τώρα να παραγγείλει έρευνα για το αν υπήρξε πειθαρχική ευθύνη της εισαγγελέως Πρωτοδικών που εξέδωσε απορριπτική διάταξη «για καταγγελθέντες υπουργούς, ως εμπλεκομένους στην υπόθεση των Τεμπών, κατά παράβαση του άρθρου 86 του Συντάγματος και του νόμου 3126/2003, άρθρο 4 § 4 περί ποινικής ευθύνης υπουργών». Πότε το «θυμήθηκε»; Οταν η Μαρία Καρυστιανού αποκάλυψε πως η ίδια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου συμβούλεψε τους συγγενείς των νεκρών να αναζητήσουν… παρηγοριά στην εκκλησία! Η κα Αδειλίνη προσπάθησε να διαψεύσει την Καρυστιανού, αλλά βγήκαν και άλλοι συγγενείς και αποκάλυψαν ότι πράγματι τους είπε ν’ αναζητήσουν παρηγοριά στην εκκλησία. Και βέβαια, ο κόσμος πίστεψε τους συγγενείς των θυμάτων και όχι την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που τώρα προσπαθεί να εξιλεωθεί.