Η «ημέρα χωρίς τη γυναίκα» αποτέλεσε το κύριο σλόγκαν του κινήματος Women’s March, που ξεκίνησε με διαδηλώσεις σε διάφορες αμερικάνικες μεγαλουπόλεις τον περασμένο Γενάρη και συνεχίστηκε την περασμένη Τετάρτη, Μέρα της Γυναίκας, με περισσότερο αντικυβερνητικό χαρακτήρα, λόγω Τραμπ. Το κίνημα αυτό κάλεσε τις γυναίκες σε γενική απεργία (από πληρωμένη ή απλήρωτη εργασία) στις 8 του Μάρτη. Τη μέρα εκείνη, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του κινήματος (https://www.womensmarch.com/march-8th-faq/), οι διαμαρτυρίες των γυναικών θα έπρεπε να εκφραστούν με έναν από τους παρακάτω τρόπους:
1. Οι γυναίκες να πάρουν πληρωμένη ή απλήρωτη άδεια από την εργασία.
2. Να αποφύγουν τα ψώνια για μία μέρα (με εξαίρεση μικρές επιχειρήσεις ιδιοκτησίας γυναικών ή μειονοτήτων).
3. Να φορέσουν κόκκινο μπλουζάκι με έκφραση αλληλεγγύης στη δράση «Μια μέρα χωρίς γυναίκα».
Στις βασικές αρχές του κινήματος (βλ. https://www.womensmarch.com/principles/) αναφέρεται ότι τα γυναικεία δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι με τη σειρά τους γυναικεία δικαιώματα κι ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί μία κοινωνία στην οποία οι γυναίκες –συμπεριλαμβανομένων των μαύρων γυναικών, των αυτόχθονων γυναικών, των φτωχών γυναικών, των μεταναστριών, των ανάπηρων γυναικών, των μουσουλμάνων γυναικών, των λεσβιών και των τρανσέξουαλ– θα είναι ελεύθερες και ικανές να φροντίζουν και να ανατρέφουν τις οικογένειές τους (όπως κι αν έχουν σχηματιστεί, αυτές) σε ασφαλή και υγιή περιβάλλοντα, ελεύθερα από δομικά εμπόδια. Βασική αρχή είναι επίσης μια οικονομία με διαφάνεια, υπευθυνότητα, ασφάλεια και δικαιοσύνη και ότι όλες οι γυναίκες θα πρέπει να αμείβονται ισότιμα, με πρόσβαση σε υπηρεσίες φροντίδας των παιδιών τους, πληρωμένη άδεια, πληρωμένες ημέρες ασθενείας, περίθαλψη και υγιείς εργασιακές συνθήκες. Γι’ αυτό λοιπόν, το κίνημα διεκδικεί αλλαγές στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, που θα τροποποιήσουν ριζικά το κεφάλαιο για τα ίσα δικαιώματα.
Είναι θλιβερό να διαβάζει κανείς τα κείμενα «αρχών» φεμινιστικών οργανώσεων και να διαπιστώνει πόσο πίσω είναι σε σχέση ακόμα και με τους ουτοπικούς σοσιαλιστές του 19ου αιώνα. Οπως για παράδειγμα τον Ρομπερτ Οουεν (τον άνθρωπο που θεωρείται ο εμπνευστής των νηπιαγωγείων στη Βρετανία), που θεωρούσε ότι τα μεγάλα εμπόδια που έκλειναν το δρόμο στην κοινωνική μεταρρύθμιση ήταν: η ατομική ιδιοκτησία, η θρησκεία και η σύγχρονη μορφή του γάμου. Ο ίδιος επιτέθηκε ανελέητα και στα τρία, γι’ αυτό και από πλούσιος κατέληξε να γίνει εργάτης για τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του.
Ο σημερινός φεμινισμός, όμως, όπως εκφράζεται από τέτοια κινήματα, δεν έχει τόσο ανατρεπτικούς στόχους! Αυτό που ζητά είναι μια αναγνώριση του ρόλου της γυναίκας στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος και «ένα δίκαιο μεροκάματο σε μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», όχι όμως την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς.
Δράσεις όπως οι γυναικείες απεργίες για την ικανοποίηση αιτημάτων όπως η πληρωμή μισθού στις γυναίκες για τη δουλειά στο σπίτι, μπορεί να πλασάρονται ως «ριζοσπαστικές», είναι όμως καταδικασμένες σε αποτυχία, όχι μόνο γιατί δεν τυγχάνουν πλατιάς αποδοχής από τις γυναίκες, αλλά γιατί βασίζονται σε μία θεώρηση της πραγματικότητας, που δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτήν. Πώς, για παράδειγμα, θα ήταν δυνατόν μια γυναίκα που δεν εργάζεται αλλά κρατάει το σπίτι να αφήσει τα ανήλικα παιδιά της ατάιστα ή άρρωστα χωρίς να τα φροντίσει; Για να τιμωρήσει ποιον, άλλωστε; Το αφτί των καπιταλιστών δεν πρόκειται να ιδρώσει καθόλου, αφού η παραγωγή τους θα συνεχιστεί κανονικά, είτε είναι σιδερωμένα είτε όχι τα παντελόνια των εργατών τους.
Η άποψη ότι η γυναίκα παράγει αξίες στο σπίτι, παράγοντας την εργατική δύναμη (δηλαδή τις φυσικές και πνευματικές ανθρώπινες ικανότητες που χρειάζονται για την παραγωγή των αγαθών στο εργοστάσιο), άποψη που δυστυχώς έχουν ορισμένες φεμινίστριες, οδηγεί στον πλήρη παραλογισμό. Γιατί αυτό που δε μπορούν να καταλάβουν οι υποστηρικτές της είναι πως η εργατική δύναμη δεν παράγεται όπως τα άλλα αγαθά. Είναι φυσική ικανότητα του ανθρώπου, που μπορεί ο ίδιος να παράξει μέσα από τη στοιχειώδη διατροφή του. Είναι σα να λες ότι τα τρόφιμα παράγουν αξίες, γιατί παράγουν εργατική δύναμη! Από την άλλη, αν οι γυναίκες που φροντίζουν τους άντρες τους παράγουν εργατική δύναμη, γιατί να μην πούμε το ίδιο και για τους άντρες που ζουν μόνοι τους; Θα έπρεπε κι αυτοί να πάρουν πρόσθετο μισθό γιατί «παράγουν» την εργατική τους δύναμη;
Μια άλλη, αρκετά διαδεδομένη άποψη είναι ότι οι γυναίκες-νοικοκυρές εργάζονται ΑΜΙΣΘΙ. Ομως αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε μια στοιχειώδη ανάλυση της πραγματικότητας. Γιατί και οι νοικοκυρές καταναλώνουν προϊόντα (ρούχα, παπούτσια, τροφή, ηλεκτρικό ρεύμα, προϊόντα καλωπισμού κτλ), που πληρώνονται από το μισθό του εργάτη-άντρα τους. Μισθό που δίνει ο καπιταλιστής, όχι επειδή συμπονά τον εργάτη, αλλά επειδή καταλαβαίνει ότι θα πρέπει να πληρώσει όχι μόνο γι’ αυτόν αλλά και για τη συντήρηση της οικογένειάς του (των παιδιών και της γυναίκας του).
Η εργασία των γυναικών στο σπίτι δεν παράγει αξίες προς ανταλλαγή, αλλά αξίες χρήσης. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες «κάθονται». Απλά, δε βγαίνουν στην αγορά εργασίας για να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη. Εφόσον δε συμβαίνει αυτό, δεν υπάρχει κάποιος από τον οποίο να μπορούν να διεκδικήσουν μισθό και να κάνουν απεργία, δεν κοινωνικοποιούν την εργασία τους.
Αντί οι φεμινίστριες να έχουν ως όραμα την επαναστατική αλλαγή της οικονομικής πραγματικότητας και την κατάργηση της οικογένειας ως «κυττάρου» της κοινωνίας, ζητούν μια πληρωμή στις νοικοκυρές για το αλυσόδεμά τους στο νοικοκυριό. Σε συνθήκες άκρατου ατομισμού, αυτό θεωρείται απόλυτα φυσικό. Το νοικοκυριό αποτελεί μια καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Και η εργασία της γυναίκας σ’ αυτό καμία σχέση δεν έχει με την εργασία έξω. Η τελευταία, όχι μόνο την κοινωνικοποιεί, αλλά δημιουργεί τους όρους για να μπορέσει η γυναίκα (μαζί με τον άντρα σύντροφό της) να αγωνιστεί για την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Γράφει για το γυναικείο ζήτημα ο Φρίντριχ Ενγκελς, στο έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους»: «Η ανατροπή της μητριαρχίας ήταν η κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου. Ο άντρας πήρε το πηδάλιο και στο σπίτι, η γυναίκα ταπεινώθηκε, υποδουλώθηκε, έγινε σκλάβα των ορέξεών του και απλό εργαλείο για την παραγωγή παιδιών. Την ταπεινωμένη αυτή θέση της γυναίκας, όπως προβάλλει ανοιχτά ιδίως στους Ελληνες της ηρωικής και ακόμα περισσότερο της κλασικής εποχής, σιγά-σιγά την εξωράισαν υποκριτικά και ακόμα που και που της δώσανε πιο απαλή μορφή, καθόλου όμως δεν την κατάργησαν».
Αφού περιγράψει τη γέννηση της μονογαμικής οικογένειας, ο Ενγκελς καταλήγει: «Ηταν η πρώτη μορφή οικογένειας που δε στηριζόταν σε φυσικούς μα σε οικονομικούς όρους, δηλαδή στη νίκη της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στην αρχική φυσική κοινή ιδιοκτησία. Η κυριαρχία του άντρα στην οικογένεια και η παραγωγή παιδιών, που να μπορούν να είναι μονάχα δικά του, και που προορίζονταν να κληρονομούν τα πλούτη του, αυτοί μονάχα ήταν οι αποκλειστικοί σκοποί της μονογαμίας, που οι Ελληνες τους έκφραζαν απερίφραστα (…) Ετσι η μονογαμία καθόλου δεν μπαίνει στην ιστορία σαν συμφιλίωση του άντρα και της γυναίκας, και πολύ λιγότερο σαν η ανώτατη μορφή της. Αντίθετα. Εμφανίζεται σαν υποδούλωση του ενός φύλου από το άλλο, σαν κήρυξη πολέμου ανάμεσα στα δύο φύλα, πολέμου άγνωστου σ’ όλη την προϊστορία. Σε ένα παλιό ανέκδοτο χειρόγραφο (σ.σ. αναφέρεται στη “Γερμανική Ιδεολογία“) που το γράψαμε ο Μαρξ κι εγώ το 1846, βρίσκω τα παρακάτω: “Ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα για την παραγωγή παιδιών”. Και σήμερα μπορώ να προσθέσω: Η πρώτη ταξική αντίθεση που εμφανίστηκε στην ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού του άντρα και της γυναίκας στη μονογαμία, και η πρώτη ταξική καταπίεση με την καταπίεση του γυναικείου φύλου από το αντρικό. Η μονογαμία ήταν μία μεγάλη ιστορική πρόοδος, ταυτόχρονα όμως, πλάι στη δουλεία και τον ατομικό πλούτο, εγκαινίασε την εποχή που κρατά ως τα σήμερα και όπου κάθε πρόοδος είναι μαζί και μία σχετική πισωδρόμηση, όπου η προκοπή και η ανάπτυξη του ενός κατορθώνεται με τον πόνο και την καταπίεση του άλλου».
Ο Ενγκελς και ο Μαρξ δεν ηθικολογούν, αλλά εξηγούν την εξέλιξη της ιστορίας βάσει της υλικής της βάσης. Ταυτόχρονα δε διστάζουν να στηλιτεύσουν αδυσώπητα την καταπίεση της γυναίκας, που γεννήθηκε ταυτόχρονα με τη γέννηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: «Στο παλιό κομμουνιστικό νοικοκυριό, που περιελάμβανε πολλά αντρόγυνα με τα παιδιά τους, η διεύθυνση του νοικοκυριού, που είχε ανατεθεί στις γυναίκες, ήταν εξίσου δημόσιο, κοινωνικά αναγκαίο λειτούργημα όπως και η εξεύρεση μέσων διατροφής από τους άντρες. Με την πατριαρχική οικογένεια και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια άλλαξαν τα πράγματα. Η διοίκηση του νοικοκυριού έχασε το δημόσιο χαρακτήρα της. Επαψε να ενδιαφέρει την κοινωνία. Η γυναίκα, παραμερισμένη από τη συμμετοχή στην κοινωνική παραγωγή, έγινε η πρώτη υπηρέτρια. Μονάχα η μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας της άνοιξε ξανά το δρόμο προς την κοινωνική παραγωγή – και πάλι μόνο ως προλετάρισα. Ωστόσο, όσο είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει τα καθήκοντά της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας, μένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγή και δε μπορεί να κερδίζει τίποτα… Μέσα στην οικογένεια ο άντρας είναι ο αστός, η γυναίκα εκπροσωπεί το προλεταριάτο».
Παράλληλα, στηλιτεύουν την υποκρισία της αστικής κοινωνίας που ταυτόχρονα με την υποδούλωση της γυναίκας υποθάλπει τον αγοραίο έρωτα ως αναγκαστικό της συμπλήρωμα: «Ο εταιρισμός (σ.σ. πορνεία) είναι ακριβώς ένας κοινωνικός θεσμός όπως οποιοσδήποτε άλλος. Συνεχίζει την παλιά σεξουαλική ελευθερία – υπέρ των αντρών. Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες τάξεις δεν τον ανέχονται μονάχα, αλλά και συμμετέχουν ανοιχτά σ’ αυτόν, ενώ τον καταδικάζουν στα λόγια. Ομως, στην πραγματικότητα, η καταδίκη αυτή δεν αφορά καθόλου τους άντρες που συμμετέχουν σ’ αυτόν, μα μονάχα τις γυναίκες!».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις (που πρέπει κανείς να τις βλέπει διαλεκτικά: όχι να ταυτίσει τους άντρες με την αστική τάξη, αλλά να αντιληφθεί την αντίφαση του άντρα-εργάτη που καταπιέζει τη γυναίκα του στο σπίτι, όπως ο αστός τον προλετάριο, χωρίς όμως να αποκομίζει υπεραξία), δεν έκαναν τους κλασικούς του κομμουνισμού να καταλήξουν στα… σχιζοφρενή συμπεράσματα που βγάζουν ορισμένες φεμινίστριες (εξισώνοντας τους άντρες συλλήβδην με… καπιταλιστές τυράννους), αλλά να καθορίσουν με επιστημονική ακρίβεια τους όρους που απαιτούνται για να γίνει δυνατή η απελευθέρωση της γυναίκας: «Η απελευθέρωση της γυναίκας, η ισοτιμία της με τον άντρα είναι και παραμένει αδύνατη όσο καιρό η γυναίκα θα μένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγική εργασία και θα είναι περιορισμένη στην σπιτική ιδιωτική δουλειά. Η απελευθέρωση της γυναίκας θα γίνει δυνατή μόνο όταν μπορέσει να συμμετέχει σε μεγάλη, κοινωνική κλίμακα στην παραγωγή και οι δουλειές του σπιτιού θα την απασχολούν μονάχα σε ασήμαντο βαθμό».
Πώς θα γίνει όμως αυτό; «Με το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία, παύει η ατομική οικογένεια να είναι η οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Το ατομικό νοικοκυριό μετατρέπεται σε κοινωνικό λειτούργημα. Η περιποίηση και ανατροφή των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση. Η κοινωνία φροντίζει ίσα για όλα τα παιδιά, είτε είναι παιδιά νόμιμου γάμου είτε νόθα».
Για τους κλασικούς του επιστημονικού σοσιαλισμού, το τελευταίο αποτελεί προϋπόθεση για τη ριζική αλλαγή όλων των σχέσεων και πρώτα απ’ όλα του γάμου: «Η πλέρια ελευθερία στη σύναψη του γάμου μπορεί λοιπόν τότε μονάχα να πραγματοποιηθεί γενικά, όταν η κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας που δημιούργησε βγάλει από τη μέση όλους τους δευτερεύοντες οικονομικούς λόγους που και τώρα ακόμα επιδρούν στην εκλογή συζύγου. Τότε πια δε μένει κανένα άλλο κίνητρο από την αμοιβαία κλίση».
Αυτά δεν τα αναφέρουμε για να κατακρίνουμε τις χιλιά-δες γυναίκες που κατέβηκαν στους δρόμους, από την Ουάσιγκτον μέχρι την Ιστανμπούλ. Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα με τους άντρες δε θα σταματήσει για να περιμένει την άλλη κοινωνία, σαν νέα «δευτέρα παρουσία», όπως και ο αγώνας των εργατών για καλύτερες συνθήκες εργασίας είναι πρώτιστο καθήκον, αν θέλουν να αποφύγουν τον ηθικό και υλικό τους εκφυλισμό. Ομως ο αγώνας αυτός δεν μπορεί να είναι ούτε επετειακός, ούτε περιορισμένος στο ασφυκτικό πλαίσιο της σημερινής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Θα πρέπει να θέσει ως στόχο αυτό που διατύπωνε ο Ενγκελς στο μνημειώδες έργο του για την καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους:
«Αυτό λοιπόν που μπορούμε σήμερα να υποθέσουμε για τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων ύστερα από το επικείμενο σάρωμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, έχει κυρίως αρνητικό χαρακτήρα, περιορίζεται συνήθως σε ό,τι πρόκειται να λείψει. Τι όμως θα προστεθεί; Αυτό θα κριθεί όταν αντρωθεί μια νέα γενιά, μια γενιά από άντρες, που ποτέ στη ζωή τους δε θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη ν’ αγοράσουν με λεφτά ή με άλλα κοινωνικά μέσα το δόσιμο μιας γυναίκας, και μια γενιά από γυναίκες, που ποτέ δε θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη να δοθούν σ’ έναν άντρα για κανέναν άλλο λόγο εκτός από την αληθινή αγάπη, ούτε ν’ αρνηθούν το δόσιμο στον αγαπημένο τους από το φόβο μπρος στις οικονομικές συνέπειες. Οταν θα υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, θα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αυτά που πιστεύουμε σήμερα ότι θα πρέπει να κάνουν. Θα φτιάξουν τη δική τους ζωή και τη δική τους αντίστοιχη κοινή γνώμη για τις πράξεις του καθενός και – τελεία και παύλα».
Η νέα κομμουνιστική κοινωνία, απαλλαγμένη από τη βαρβαρότητα της πρωτόγονης, που ιστορικά δε θα μπορούσε να καταλήξει πουθενά αλλού παρά στη διάλυσή της, είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει τη γυναικεία χειραφέτηση, που όπως έλεγε ο Φουριέ και επικροτεί ο Ενγκελς, αποτελεί φυσικό μέτρο της γενικής χειραφέτησης.