Το γενικότερο χάλι που έχει η κυβέρνηση της ΝΔ δεν της επέτρεψε να χειριστεί επ’ ωφελεία της τις εξελίξεις στην υπόθεση Χριστοφοράκου. Επιδεικνύοντας ασυγχώρητο ερασιτεχνισμό, έσπευσε να διοχετεύσει στα ΜΜΕ ότι ανακριτής, εισαγγελέας και ασφαλίτες πηγαίνουν στο Μόναχο και επιστρέφουν με τον Χριστοφοράκο εντός εικοσιτετράωρου, για να εισπράξει την «απανταχούσα» από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο. Δεν υπολόγισαν οι αφελείς, ότι ο Χριστοφοράκος δεν είναι κάποιος συλληφθείς ως μέλος της 17Ν για να πετιούνται στα σκουπίδια τα πιο στοιχειώδη δικαιώματά του, αλλά ένα επίλεκτο στέλεχος ενός μονοπωλιακού κολοσσού και γερμανός πολίτης, στον οποίο το γερμανικό δικαιικό σύστημα δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει τα δικαιώματά του. Ετσι, ο Χριστοφοράκος θα παραμείνει κι άλλο στη Γερμανία και έχει τη δυνατότητα να καθορίσει ο ίδιος τη στιγμή της παράδοσής του στην Ελλάδα, αφού, όπως αφήνουν να φανεί οι μεγαλοδικηγόροι που τον εκπροσωπούν, διαθέτει και άλλα ένδικα μέσα πέρα από την προσφυγή στο συνταγματικό δικαστήριο της Καρσλρούης.
Εννοείται πως ο Χριστοφοράκος έχει κατακτήσει ήδη μια σημαντική νομική νίκη. Για να μην επαναλαμβάνουμε όσα έχουν κατά κόρον γραφεί στις εφημερίδες μέσα στον Αύγουστο, ο Χριστοφοράκος αποκλείεται να μείνει στη φυλακή πάνω από ένα εξάμηνο. Κι αυτό θα το κάνει στη Γερμανία, όχι στην Ελλάδα. Αν πρέπει να σημειώσουμε κάτι, είναι πως αυτό το εξασφάλισε επειδή στην Ελλάδα του προσφέρθηκαν όλες οι δυνατότητες να το κάνει. Του έδωσαν τη δυνατότητα να την κοπανήσει στη Γερμανία κι εκεί να κάνει όλους τους χειρισμούς του, εκμεταλλευόμενος όχι μόνο την ιδιότητα του γερμανού πολίτη, αλλά και τις ρυθμίσεις που ήδη έχουν γίνει στη Γερμανία για όλα τα μεγαλοστελέχη της Siemens. Ρυθμίσεις που έκλεισαν το θέμα, με αποτέλεσμα οι γερμανικές αρχές να δυσφορούν που οι ελληνικές αρχές εξακολουθούν να ασχολούνται με το θέμα και να προκαλούν ζημιά στη Siemens.
Οι ρυθμίσεις έγιναν εδώ και πολύ καιρό. Πρώτα τα βρήκαν η Siemens με τη General Electric και τα άλλα αμερικάνικα μονοπώλια, που τη χτύπησαν όταν πήγε να κάνει χοντρό μπάσιμο στη Wall Street και την αμερικάνικη αγορά. Η Siemens αναγκάστηκε να προσλάβει διάσημη αμερικάνικη δικηγορική φίρμα, η οποία έκανε την εσωτερική εκκαθάριση της εταιρίας. Υστερα, ανέλαβε η γερμανική δικαιοσύνη, που έκανε τις δικές της συμφωνίες με μεγαλοστελέχη που διαχειρίστηκαν τα «μαύρα ταμεία» (δες υπόθεση Ζίκατσεκ). Τα ηγετικά στελέχη της εταιρίας έμειναν στο απυρόβλητο, λες και τις μίζες τις έδιναν οι διάφοροι Ζίκατσεκ, Κουτσενρόιτερ και Χριστοφοράκοι, χωρίς το ΔΣ του μονοπώλιου να ξέρει τίποτα. Ενώ, λοιπόν, η υπόθεση στη Γερμανία έχει ουσιαστικά κλείσει (ζήτημα αν μένουν κάποιες «ουρές»), ήρθε η Ελλάδα και το ανακίνησε, καθώς το υλικό προσφερόταν για την κομματική αντιπαράθεση για την εξουσία. Λογικό, λοιπόν, ήταν οι Γερμανοί να μη γουστάρουν. Γι’ αυτό και η εισαγγελέας του Μονάχου έκλεισε συμφωνία και με τον Χριστοφοράκο, επιβάλλοντάς του ποινή φυλάκισης ενός χρόνου με αναστολή και πρόστιμο, δεχόμενη την ομολογία του ότι για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα έδινε λεφτά στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, μέσω των ταμιών των δυο κομμάτων, Βαρθολομαίου και Γείτονα. Εδωσε ο Χριστοφοράκος και αποδεικτικά στοιχεία; Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε.
Με το που έγιναν γνωστές αυτές οι εξελίξεις στη Γερμανία, η ΝΔ συμπεριφέρθηκε σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του. Σήκωσε το θέμα, ποντάροντας στο ότι θα πληγεί και το ΠΑΣΟΚ, αν όχι κυρίως το ΠΑΣΟΚ. Οχυρώθηκε, βέβαια, και πίσω από το θάνατο του Βαρθολομαίου, αγνοώντας τον κίνδυνο ο Χριστοφοράκος να εμφανίσει κάποια επιταγή. Το ΠΑΣΟΚ άρχισε να «ψιθυρίζει» ότι η ΝΔ έκλεισε συμφωνία με τον Χριστοφοράκο, αν και αυτό δεν μας φαίνεται εξαιρετικά πιθανό, δεδομένου ότι στελέχη σαν τον Χριστοφοράκο δεν «χρωματίζονται» εύκολα πολιτικά. Οπως αποδείχτηκε, ο Χριστοφοράκος ποντάρει κυρίως στις γερμανικές επαφές του, παρά στη βοήθεια που μπορεί να πάρει από την Ελλάδα, η οποία άλλωστε εξαντλήθηκε στη διευκόλυνσή του να φύγει για τη Γερμανία, ενώ πλέον δεν την χρειάζεται άλλο, αφού όλα πλέον βρίσκονται στα χέρια των γερμανικών δικαστικών αρχών.
Το ΠΑΣΟΚ από τη μεριά του βρέθηκε αναμφισβήτητα σε δύσκολη θέση. Ομως, από τη μια οι καλοκαιρινές διακοπές, που υποβίβασαν τον αντίκτυπο της υπόθεσης, και από την άλλη οι πυρκαγιές, που έβγαλαν εντελώς την υπόθεση από τα πρωτοσέλιδα, βοήθησαν τους «πράσινους» να αποφύγουν το σκόπελο. Ο Παπανδρέου δεν τόλμησε να ακουμπήσει τον Γείτονα (ο οποίος ανήκει στην παλιά φουρνιά των στελεχών που τον στήριξαν όταν έδινε τη μάχη για την αρχηγία) και με την επιστολή προς τους συνηγόρους του Χριστοφοράκου να του δώσουν στοιχεία (ξέροντας ότι τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε) προσπάθησε να δείξει ότι ο ίδιος είναι καθαρός και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Μάλιστα, η απάντηση του γερμανού δικηγόρου, ότι ο ίδιος δεν διαθέτει στοιχεία, σερβιρίστηκε από το ΠΑΣΟΚ σαν… δικαίωσή του.
Ο Δένδιας, στον οποίο οι συνάδελφοί του χρεώνουν το φιάσκο της μη παράδοσης του Χριστοφοράκου, προχώρησε σε μια άλλη σπασμωδική κίνηση, ζητώντας μέσω του πατριώτη του νέου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ι. Τέντε την ανάθεση της ανάκρισης σε εφέτη ειδικό ανακριτή. Εύλογα αναρωτιέται κάποιος, πώς γίνεται επί ένα και περισσότερο χρόνο ο Ζαγοριανός να θεωρείται «άριστος δικαστής» και πλέον να θεωρείται ανίκανος και να του αφαιρείται η υπόθεση. Η απάντηση είναι απλή: ο Ζαγοριανός τους έκανε μια χαρά τη δουλειά. Πλέον, όμως, χρήσιμος τους είναι μόνο ως αποδιοπομπαίος τράγος. Θα φορτώσουν σ’ αυτόν (και σε κάποιους απελθόντες από το «σύστημα Σανιδά») την ευθύνη για τους χειρισμούς και ο εφέτης ανακριτής θ’ αναλάβει να μαζέψει τ’ απόνερα, για να κλείσει η υπόθεση όμορφα κι ωραία. Ο,τι πολιτικό κόστος ήταν να σηκώσουν το σήκωσαν ήδη.
Επί της ουσίας δεν υπάρχει τίποτα που να πρέπει να προστεθεί. Ο Σκανδαλίδης, σε πρόσφατη συνέντευξή του (Βήμα, 23.8.09) έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, αναφερόμενος στην περίοδο που ο ίδιος ήταν γραμματέας του ΠΑΣΟΚ: «Οταν αναφέρεστε σε “μαύρο” χρήμα υπονοείτε μια έκνομη δραστηριότητα οικονομικής συναλλαγής. Οχι, τέτοια δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως σαφώς –όπως και σε όλα ανεξαρτήτως τα κόμματα– ιδιωτική χρηματοδότηση πέρα από τις συνδρομές και μέσω οικονομικών εξορμήσεων». Οταν ρωτήθηκε πώς λειτουργεί ο μηχανισμός αυτής της «ιδιωτικής χρηματοδότησης», υπήρξε εξίσου σαφής: «Με κουπόνια για την κάλυψη προεκλογικών δαπανών που ήταν υπέρογκες. Η διαδικασία είναι κοινή για τα κοινοβουλευτικά κόμματα και ισχύει για ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Μια διαδικασία που προτού ακόμη γίνω Γραμματέας την πρώτη περίοδο ως υπουργός Εσωτερικών ζήτησα να νομιμοποιηθεί ή να αλλάξει ριζικά. Γι΄ αυτό θεωρώ υποκριτικές και ανειλικρινείς τις κραυγές που θέλουν να ενοχοποιήσουν συλλήβδην μια παράταξη εναντίον της άλλης, από όπου και αν προέρχονται αυτές».
Σύμφωνα με τον Σκανδαλίδη, υπάρχει μίζα με την ευρεία έννοια και μίζα με τη στενή έννοια. Η πρώτη δεν είναι μίζα, δεν συνιστά παρανομία. Είναι οι χρηματοδοτήσεις που παίρνουν τα κόμματα από καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Παρανομία υπάρχει μόνο αν κάποια μίζα ή κάποιο τμήμα μίζας δεν πάει στα ταμεία του κόμματος, αλλά στην τσέπη κάποιου στελέχους. «Το να παραδεχθείς την ιδιωτική χρηματοδότηση είναι αυτονόητη στάση. Το να διαλευκανθεί το σκάνδαλο και η πιθανή ιδιοποίηση χρημάτων είναι υποχρέωση της Δικαιοσύνης», σημειώνει ο Σκανδαλίδης και κανείς δεν τόλμησε να τον αντικρούσει. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι οι καπιταλιστές χρηματοδοτούν τα κόμματα, πέρα από τις χρηματοδοτήσεις προς πολιτικούς που μπορούν να επηρεάσουν αποφάσεις υπέρ τους (υπουργούς, βουλευτές και μεγαλοστελέχη που κάνουν «λόμπινγκ»). Αυτό που ο Σκανδαλίδης αποκαλεί «ιδιωτική χρηματοδότηση πέρα από τις συνδρομές», στη Siemens το αποκαλούσαν «φροντίδα πολιτικού περιβάλλοντος»! Στη γλώσσα με την οποία συνεννοούνται οι άνθρωποι αποκαλείται μίζα. Για το ίδιο πράγμα μιλάμε.
Ετσι που είναι μπλεγμένα τα πράγματα, με μίζες σε κόμματα χωρίς να ζητιέται άμεσο αντάλλαγμα, με μίζες σε κόμματα με άμεσο αντάλλαγμα, με μίζες σε πολιτικούς για να τους έχουν γενικά υπέρ τους, με μίζες σε πολιτικούς με άμεσο αντάλλαγμα (το κλείσιμο κάποιας δουλειάς), άντε να βγάλει κανείς άκρη ποιο είναι το νόμιμο και το παράνομο. Αυτά τα δύο μπλέκονται τόσο πολύ, διαπηδούν τόσο το ένα μέσα στο άλλο, που τελικά δεν μπορούν να διαχωριστούν. Η κεφαλαιοκρατία οφείλει να στηρίζει τα κόμματα που διαχειρίζονται το σύστημά της. Η κεφαλαιοκρατία οφείλει να μεταβιβάζει ένα μέρος από τα κέρδη της προς το πολιτικό της προσωπικό, στο οποίο πρέπει να εξασφαλίζει ένα υψηλότατο στάνταρ ζωής (αλλιώς γιατί να της κάνει τη δουλειά;). Αυτή η λειτουργία, όμως, μπλέκεται πρώτο με τον επιχειρηματικό ανταγωνισμό και δεύτερο με τον πολιτικό ανταγωνισμό. Κάποια επιχείρηση θέλει να πάρει μια δουλειά σε βάρος των ανταγωνιστών της. Κάποιο κόμμα (συνήθως αυτό που κυβερνά) θέλει να πάρει τη μερίδα του λέοντος. Οταν τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο, τις περισσότερες φορές λόγω του επιχειρηματικού ανταγωνισμού και τις λιγότερες λόγω του πολιτικού ανταγωνισμού, τότε έχουμε το ξέσπασμα ενός σκανδάλου. Επομένως, αυτό που ονομάζουμε σκάνδαλο δεν είναι παρά η αποκάλυψη ενός μέρους μιας πραγματικότητας η οποία παραμένει επιμελώς κρυμμένη.