Πόσο συνηθισμένο είναι να επισκέπτεται ένας υφυπουργός Εξωτερικών ξένης χώρας την Αθήνα και να γίνεται δεκτός από τον πρωθυπουργό, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τους υπουργούς Εξωτερικών, Αμυνας, Δημόσιας Τάξης και Ανάπτυξης; Καθόλου συνηθισμένο, θα πείτε, αφού το διεθνές πρωτόκολλο απαιτεί οι συζητήσεις να γίνονται μεταξύ ομοιόβαθμων. Οταν, όμως, ο υφυπουργός είναι ο Νίκολας Μπερνς, από τα «πουλέν» της Κοντολίζα Ράις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αρμόδιος υφυπουργός για τα Βαλκάνια, τότε το πρωτόκολλο πάει περίπατο και οι συναντήσεις γίνονται στο ανώτατο πολιτειακό επίπεδο (μόνο με τον Παπούλια δεν συναντήθηκε ο Μπερνς, αλλά αυτό ήταν δική του επιλογή, διότι οι Αμερικανοί είναι κατ’ εξοχήν πρακτικοί άνθρωποι και δεν χάνουν τον καιρό τους με παρελασιάρχες).
Οπως γράψαμε στα δυο προηγούμενα φύλλα μας, η κυβέρνηση Καραμανλή ήθελε μια ανάσα στο «Μακεδονικό», για να μπορέσει απερίσπαστη να κάνει τις εκλογές, χωρίς να έχει απώλειες κατά ΛΑΟΣ μεριά (για τον επαναπατρισμό τμήματος των έως τώρα απωλειών, ικανού να κρατήσει το ΛΑΟΣ κάτω από το 3%, τη μισή δουλειά θα κάνει ο Παπαθεμελής και την άλλη μισή ο Πανίκας ο Ψωμιάδης). Αυτή την ανάσα της την πρόσφερε ο Μπερνς, δηλώνοντας ότι «είναι πολύ νωρίς» για την ένταξη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Αυτή η δήλωση παρουσιάστηκε από την κυβερνητική προπαγάνδα ως «νίκη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής». Ιδιαίτερο νταβαντούρι, όμως, ούτε έκαναν ούτε σκοπεύουν να κάνουν. Απλώς, η δήλωση Μπερνς τους επιτρέπει να αφήσουν εκτός προεκλογικής ατζέντας το «Μακεδονικό», επιλογή στην οποία μάλλον θα συναινέσει και το ΠΑΣΟΚ (δεν είναι τυχαίο που ο Μπερνς συναντήθηκε και με τον Γιωργάκη, δείχνοντας την εκτίμηση που τρέφει η αμερικανική κυβέρνηση στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ).
Επί της ουσίας, βέβαια, γνωρίζουν ότι στο νατοϊκό παρασκήνιο οι Αμερικανοί εργάζονται πυρετωδώς για την ένταξη στο ΝΑΤΟ όχι μόνο της Κροατίας, την οποία ο Μπους τη βρήκε από τώρα εντάξει, αλλά και της Αλβανίας και της Μακεδονίας. Είναι ειλημμένη απόφασή τους να «νατοποιήσουν» πλήρως τα Βαλκάνια (αυτό έχει να κάνει με τους γενικότερους στρατηγικούς σχεδιασμούς τους) και ο Μπερνς δεν έκρυψε (στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε), ότι η σχετική πρόσκληση προς Αλβανία και Μακεδονία για ένταξη στο ΝΑΤΟ θα απευθυνθεί πριν τη Σύνοδο Κορυφής της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, που θα γίνει τον Απρίλη του 2008. Αρα, Γενάρη-Φλεβάρη το θέμα θα έχει λήξει και ούτε ψύλλος στον κόρφο του Καραμανλή αν τολμούσε να εξαντλήσει την τετραετία. Αλλωστε, όπως γράφηκε στον ελληνικό αστικό Τύπο, ο Μπερνς το είχε πει κυνικά στη Μπακογιάννη, κατά τη σχετικά πρόσφατη επίσκεψη της τελευταίας στην Ουάσιγκτον: «Κάντε εκλογές πριν το 2008»! Περιττεύει, βέβαια, να πούμε, ότι κάποιες απαιτήσεις των Αμερικανών προς τις κυβερνήσεις της Αλβανίας και της Μακεδονίας θα ικανοποιηθούν με ταχύτατους ρυθμούς από τα αμερικανόδουλα καθεστώτα των δυο χωρών (η υποδοχή του Μπους στην Αλβανία είναι χαρακτηριστική της δουλοπρέπειας που χαρακτηρίζει αυτές τις κυβερνήσεις).
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Ελλάδας-Μακεδονίας και το γνωστό καυγά για το όνομα, ο Μπερνς υπήρξε εξόχως διπλωματικός. «Στο μεταξύ», δήλωσε, «οι ΗΠΑ θεωρούν ότι δεν χρειάζεται να παρεμβληθούν και πιστεύουν ότι θα ήταν καλό οι κυβερνήσεις των δύο χωρών να έχουν απευθείας επικοινωνία. Στηρίζουμε το έργο του διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς και πιστεύω ότι είναι καλύτερα να “πέσει η θερμοκρασία” και να προχωρήσει η διαδικασία Νίμιτς, να δούμε εάν μπορεί να βρεθεί ένα modus vivendi, και όχι να μεσολαβήσουν οι ΗΠΑ, στηρίζοντας δημόσια τη μία λύση ή την άλλη». Η πλάκα είναι πως οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιλέξει, αναγνωρίζοντας τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Αλλά δεν έχουν καμιά καούρα η ένταξη στο ΝΑΤΟ να γίνει μ’ αυτό. Τους αρκεί και το FYROM, το οποίο έχει ήδη αποδεχτεί και ως νατοϊκό της όνομα η Μακεδονία (βλέπε συνέντευξη Τσερβενκόφσκι στην «Καθημερινή» προ δεκαπενθημέρου). Επρεπε, όμως, να γίνει και αυτή η δήλωση από τον Μπερνς, για να ικανοποιηθεί και η ελληνική πλευρά (έστω και για τους προεκλογικούς μήνες). Το «δώρο» των Αμερικανών προς την κυβέρνηση Καραμανλή είναι η μη κατάθεση της εντολής από τον Νίμιτς, ο οποίος απλά εμφανίζεται ως διαπραγματευτής, γιατί εδώ και πολύ καιρό δεν γίνεται καμιά διαπραγμάτευση. Η Μακεδονία δεν έχει καμιά όρεξη να διολισθήσει προς μια σύνθετη ονομασία, απλά και μόνο για να ικανοποιήσει τον ελληνικό εθνικισμό, ο οποίος παραμένει εγκλωβισμένος στα αδιέξοδά του. Ολο και περισσότερες χώρες την αναγνωρίζουν διμερώς με το συνταγματικό της όνομα και κάποια στιγμή αυτό που ολοκληρώνεται de facto θα αποτυπωθεί και de jure.
Είναι, όμως, δυνατόν οι Αμερικανοί να κάνουν αυτό το προεκλογικό «δώρο» στην κυβέρνηση Καραμανλή, χωρίς να εισπράξουν αντίδωρο; Δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιες γαλαντομίες. Ο Μπερνς ήρθε για να βοηθήσει όσο μπορούσε, έχοντας ήδη στη βαλίτσα του την απόλυτη ευθυγράμμιση της ελληνικής κυβέρνησης στο σχέδιο «νατοποίησης» των Βαλκανίων και επέκτασης της «αντιπυραυλικής ασπίδας» στα Βαλκάνια, που αποτελεί όχι μόνο στρατιωτική επιλογή της αμερικάνικης κυβέρνησης, αλλά και οικονομική επιλογή (οι χώρες που θα μπουν υπό την προστασία της αμερικάνικης πυραυλικής ομπρέλας θα τ’ ακουμπήσουν χοντρά στα αμερικάνικα μονοπώλια παραγωγής οπλικών συστημάτων).
Πέρα απ’ αυτά που ήδη είχε εξασφαλίσει (κατά την επίσκεψη Μπακογιάννη στην Ουάσιγκτον), ο Μπερνς άσκησε μια σειρά πιέσεις για ζητήματα που από καιρό έχουν θέσει οι Αμερικανοί. Πιέσεις το περιεχόμενο των οποίων αποκαλύπτεται έμμεσα από το «μπουκέτο» των υπουργών με τους οποίους συναντήθηκε. Ζήτησε αύξηση της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν (Μεϊμαράκης). Ζήτησε ακόμα πιο στενή συνεργασία στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» (Πολύδωρας). Τέλος, ζήτησε ενεργό συμμετοχή του ελληνικού κράτους στην αποτροπή της ρωσικής ενεργειακής επέκτασης στην Ευρώπη (Σιούφας). Οι Αμερικανοί ουδέποτε έκρυψαν την ενόχλησή τους ακόμα και για το ήσσονος σημασίας έργο του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης. Πολύ περισσότερο ενοχλούνται για τις πρόσφατες ελληνορωσικές ενεργειακές συμφωνίες.
♦ Scripta
«Τα Βαλκάνια του αμερικανικού μέλλοντος περιλαμβάνουν δύο αλβανικά κράτη, έντονη ΝΑΤΟϊκή παρουσία, αντιπυραυλικά συστήματα που θα κοιτάζουν προς τη Μόσχα και αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις» (από ρεπορτάζ του «Ελεύθερου Τύπου»).