Η απορρόφηση του πακέτου των 28 δισ. ευρώ και η τοκογλυφία με τα επιτόκια δανείων και πιστωτικών καρτών είναι τα δύο μέτωπα στα οποία οι τραπεζίτες κέρδισαν ήδη κατά κράτος τους πολιτικούς επιβάλλοντας τη θέλησή τους και αφήνοντας έδαφος μόνο για την τήρηση κάποιων προσχημάτων που η κυβέρνηση προσπαθεί να εκμεταλλευτεί προπαγανδιστικά.
Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο για το σκληρό πόκερ κυβέρνησης-τραπεζιτών γύρω από το πακέτο των 28 δισ. Το ερώτημα που μπορεί να διατυπώσει ένας ανυποψίαστος άνθρωπος είναι αυτονόητο: γιατί η κυβέρνηση επιμένει να πάρουν τα λεφτά οι τραπεζίτες, όταν αυτοί δηλώνουν ότι δεν τα χρειάζονται; Η κυβέρνηση επιμένει γιατί οι τραπεζίτες έχουν κλείσει τις στρόφιγγες της δανειοδότησης και στενάζει η οικονομία. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή που έστειλε την περασμένη βδομάδα στον Αλογοσκούφη ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος, στην οποία αναφέρεται ότι «παρά το πακέτο στήριξης, που γενναιόδωρα θεσπίστηκε από την Κυβέρνηση για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος, πολλές τράπεζες αυξάνουν υπέρογκα και ατεκμηρίωτα το κόστος του χρήματος», με αποτέλεσμα «πληθώρα επιχειρήσεων να βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση για τη συνέχιση της λειτουργίας τους, ενώ πολλές από αυτές βρίσκονται στα όρια της κατάρρευσης». Οι βιομήχανοι ζητούν από την κυβέρνηση να θεσπίσει «υποχρεωτικές ρήτρες για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, για την άμεση αναστροφή του αρνητικού κλίματος που επικρατεί και για την έμπρακτη υποστήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας» και ζητούν από τον Αλογοσκούφη «άμεσες ενέργειές σας για την αναστροφή της αβεβαιότητας που κατακλύζει σήμερα την αγορά». Να λοιπόν από πού προκύπτει η πρεμούρα της κυβέρνησης.
Και οι τραπεζίτες; Γιατί δεν παίρνουν τα λεφτά που απλόχερα τους δίνει η κυβέρνηση; Γιατί δε θέλουν –όπως γράφαμε και την προηγούμενη εβδομάδα– ούτε τους ελάχιστους ελέγχους με τους οποίους συνοδεύει το πακέτο η κυβέρνηση, φοβού-μενη τη λαϊκή κατακραυγή και ωθούμενη από το ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης. Μήπως δεν τα ‘χουν ανάγκη; Ανάγκη και κόψιμο έχουν, όμως προς το παρόν αντέχουν και χωρίς το πακέτο. Κερδοσκοπούν με τα επιτόκια, στραγγαλίζουν τους δανειζόμενους, μετρούν τις ζημιές τους στα Βαλκάνια (εκεί βρίσκεται η αχίλλειος πτέρνα τους), στεγνώνουν την αγορά ώστε ν’ αυξηθεί η πίεση πάνω στην κυβέρνηση και περιμένουν την κυβέρνηση να υποκύψει.
Οπως και έγινε. Ο βασικός όρος που έθεσαν οι τραπεζίτες έγινε δεκτός. Ποιος ήταν αυτός; Να έχουν τη δυνατότητα να σπάσουν το πακέτο και να μπουν σε όποιο από τα τρία σκέλη του επιθυμούν και όχι υποχρεωτικά και στα τρία. Την προπερασμένη Πέμπτη κατέθεσε τη σχετική τροπολογία ο Αλογοσκούφης, το πρωί της Παρασκευής ο Καραμανλής έθετε και πάλι τους τραπεζίτες… προ των ευθυνών τους.
Τι σημαίνει το σπάσιμο του πακέτου; Οτι οι τραπεζίτες μπορούν να μην εκδώσουν προνομιακές μετοχές αξίας συνολικά 5 δισ. ευρώ στο όνομα του κράτους και έτσι το κράτος να μην έχει το δικαίωμα να τοποθετήσει ένα μέλος στο ΔΣ τους με δικαιώματα βέτο σε ζητήματα διαχείρισης. Για τα μάτια έβαλε και η κυβέρνηση έναν όρο. Οτι στα άλλα δύο σκέλη του πακέτου οι τράπεζες θα έχουν πρόσβαση υπό τον όρο ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θα διαπιστώσει ότι διαθέτουν την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια. Αυτό, όμως, είναι κάτι που παζαρεύεται. Αλλωστε, η ΤτΕ έχει πολλάκις αποδείξει ότι στέκεται στο πλευρό των εποπτευόμενων από την ίδια τραπεζών. Αυτή δεν κάνει τα στραβά μάτια σε όλες τις κομπίνες τους; Αυτή δεν τους επιτρέπει να ασκούν τοκογλυφία με τα επιτόκια; Αυτή δεν τους επέτρεψε να λη- στεύουν τα ασφαλιστικά ταμεία με τα δομημένα ομόλογα και τα άλλα «προϊόντα» που τους πουλούσαν με ληστρικούς όρους, σε τιμές πάνω απ’ αυτές της πιάτσας; Αν λοιπόν κάποια τράπεζα μπορεί να αρκεστεί στα δύο σκέλη του πακέτου, μπορεί κάλλιστα να μπαλαμουτιάσει τους λογαριασμούς της (παιχνιδάκι είναι αυτό για τους τραπεζίτες) και να αποφύγει τον έλεγχο του «κρατικού επιτρόπου», όπως οι ίδιοι οι τραπεζίτες ονόμασαν χλευαστικά το μέλος που θα διόριζε στο ΔΣ τους το Δημόσιο. Η ΤτΕ δε θα φέρει αντιρρήσεις, ούτε θ’ αρχίσει το «ξεσκόνισμα» των βιβλίων, εκτός αν πρόκειται για κάποια τράπεζα που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ετσι κι αλλιώς, οι τραπεζίτες ενδιαφέρονται αυτή τη στιγμή για ρευστότητα, προκειμένου να στηρίξουν τα κλυδονιζόμενα μαγαζιά τους στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μάλιστα, στην πιάτσα κυκλοφορούν ήδη και τα ποσά που σκο- πεύει κάθε τράπεζα να πάρει από το κυβερνητικό πακέτο. Ούτε είναι τυχαίο που ο Βγενόπουλος ονομάτισε τον Λάτση, καλώντας τον να απαντήσει αν σαν μεγαλομέτοχος θα στηρίξει από την τσέπη του τη Eurobank. Γιατί ο Βγενόπουλος όπως και όλη η πιάτσα γνωρίζει πως η Eurobank αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη απειλή, γιατί είναι «ορθάνοιχτη» στη Βουλγαρία, όπου τα πράγματα έχουν αρχίσει και ζορίζουν επικίνδυνα. Σε κάποια έντυπα, μάλιστα, τίθενται ερωτήματα του τύπου: «ποιος είναι ο τραπεζίτης που τηλεφώνησε με αγωνία στο Μαξίμου ζητώντας βοήθεια;».
Είναι τόσο αδίστακτοι οι τραπεζίτες που χωρίς ούτε για μια στιγμή να σκεφτούν τις πολιτικές ανάγκες της κυβέρνησης, χωρίς να διαβουλευτούν με την ΤτΕ, άρχισαν να ανεβάζουν όλα τα επιτόκια, στέλνοντας μάλιστα επιστολές στους δανειολήπτες με τις οποίες τους ενημέρωναν στυγνά «άμα γουστάρετε». Αυτός ήταν ο ύψιστος εκβιασμός προς την κυβέρνηση, η οποία έσπευσε να ικανοποιήσει τους όρους τους. Σ’ αντάλλαγμα, κάποιες τράπεζες ανακοίνωσαν ελάχιστες μειώσεις στα επιτόκια των πιστωτικών καρτών, τα οποία όμως πριν είχαν αυξήσει πολύ περισσότερο (η τακτική του Χότζα και εδώ). Ετσι, οι συγκεκριμένες τράπεζες έκαναν τη διαφήμισή τους, ο δε Καραμανλής προσπάθησε να παίξει το παιχνίδι του αποφασισμένου και στιβαρού προστάτη του λαού, από τη μια ζητώντας από τις τράπεζες «να επιδεικνύουν και μάλιστα συνεχώς την απαραίτητη κοινωνική ευαισθησία» και από την άλλη μοιράζοντας άσφαιρες απειλές του τύπου «δεν είναι, σε καμία περίπτωση, αποδεκτό κάποιοι να προσπαθούν να επιβάλουν ή να διατηρήσουν όρους ή επιτόκια που είναι σαφώς επαχθέστερα απ’ όσα ισχύουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης». Είναι ή δεν είναι, εδώ και χρόνια, τα επιτόκια στην Ελλάδα τα ψηλότερα της ευρωζώνης; Τι έκανε η κυβέρνηση γι’ αυτό; Τι κάνει τώρα; Προσπαθεί απλά να πείσει τους τραπεζίτες… να μην το παρακάνουν. Να έχουν επιτόκια ψηλότερα από την ευρωζώνη, αλλά… όχι και τόσο ψηλότερα.
Τα χειρότερα, βέβαια, δεν τα ‘χουμε δει ακόμη. Τα χειρότερα θα έρθουν τους πρώτους μήνες του 2009, όταν η κρίση θα χτυπήσει για τα καλά τον… θωρακισμένο ελληνικό καπιταλισμό.
Οι πρόωρες εκλογές διαψεύδονται μέχρι να γίνουν. Αυτό είναι δόγμα της αστικής πολιτικής, γι’ αυτό και δεν πρέπει να παίρνει κανείς στα σοβαρά τις διαψεύσεις που κάνουν διάφοροι υπουργοί του «στενού καραμανλικού πυρήνα» τις τελευταίες μέρες. Αντίθετα, όταν ακούς τον Μεϊμαράκη να κάνει λόγο για το 2010 και τον Σουφλιά να δηλώνει ότι «δεν το βλέπει», δηλαδή ανθρώπους που συνήθως προσπερνούσαν αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει να υποψιάζεσαι ότι το θέμα των πρόωρων εκλογών βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα του καθημερινού «πρωινού καφέ» στο Μαξίμου.
Ο Καραμανλής και οι συνεργάτες του ξέρουν πολύ καλά ότι τα πράγματα δεν καθορίζονται απ’ αυτούς. Ξέρουν ότι η κυβέρνηση είναι στον αέρα, γιατί έχουν «πολύ τραχανά απλωμένο» και ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούν στη δίνη ενός νέου σκανδάλου που δε θα μπορέσουν να το διαχειριστούν. Λογικό είναι, λοιπόν, να αναζητούν ευκαιρία για να πάνε σε πρόωρες εκλογές και ν’ αρπάξουν τη νίκη, προσδοκώντας σε μετεκλογική στήριξη από τον Καρατζαφέρη, αν σε επαναληπτική εκλογή δεν κερδίσουν αυτοδυναμία.
Ολες οι κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν ότι αναζητά «κοινωνικό πρόσωπο» για να συγκρατήσει τη δημοσκοπική κατρακύλα. Μέσα σε μια βδομάδα ο Καραμανλής έχει βγει έξι φορές στις κάμερες για να «απειλήσει» τους τραπεζίτες. Ο ίδιος δέχτηκε αντιπροσωπεία των συνταξιουχικών οργανώσεων στο Μαξίμου. Ο Χατζηγάκης μιλάει για τους κρατούμενους και στάζει μέλι το στόμα του. Ετοιμάζουν και κάποια ψίχουλα για το νέο χρόνο, τάχα για να δείξουν ότι διαχειρίζονται την κρίση με κοινωνική ευαισθησία και προσμένουν. Αν ο καπνός από τα γκάλοπ Γενάρη-Φλεβάρη είναι άσπρος, θα πάνε βουρ για εκλογές. Αν είναι μαύρος, θα συνεχίσουν τη θητεία της σημερινής κυβέρνησης, παρακαλώντας να μην τους κάτσει καμιά στραβή και αναγκαστούν να πάνε σε εκλογές με τους χειρότερους όρους.