Είναι τρελοί αυτοί οι Πασόκοι, θα έλεγε κάποιος, παραφράζοντας τη γνωστή ατάκα από τον «Αστερίξ». Ολα τα γκάλοπ που γίνονται ενόψει της προεδρικής εκλογής εξακολουθούν να παρουσιάζουν σταθερά την ίδια εικόνα: θα ψηφίσουν τον Γιωργάκη για αρχηγό (η ψαλίδα από τον Μπένι δεν μειώνεται σε βαθμό που να προϊδεάζει για ντέρμπι), αλλά θεωρούν ότι αποτελεσματικότερη αντιπολίτευση θα ασκήσει και καταλληλότερος για να κερδίσει τον Καραμανλή είναι ο Μπένι! Επειδή, όμως, στην πολιτική δεν επιβιώνουν για πολύ σχιζοφρενικές καταστάσεις, η επιμονή σ’ αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς απαιτεί πολιτική ανάλυση και όχι ψυχολογικίζουσες προσεγγίσεις.
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι έχουμε εδώ την ανάμιξη μιας τάσης που έρχεται από το παρελθόν με την επιρροή που ασκεί στο πολιτικό σκέπτεσθαι η προπαγάνδα των «μίντια». Δέχονται οι πράσινοι οπαδοί αυτό που προσπαθούν να τους επιβάλλουν τα «μίντια», ότι δηλαδή ο Βενιζέλος έχει μεγαλύτερες πιθανότητες από τον Παπανδρέου στην κόντρα με τον Καραμανλή, ταυτόχρονα όμως επιμένουν πεισματικά στον Παπανδρέου (προκαλώντας κρίσεις υστερίας στους Πρετεντεράκους, που πίστεψαν ότι η επιβολή του Βενιζέλου θα είναι ένας υγιεινός περίπατος), διότι θεωρούν ότι με αυτόν το ΠΑΣΟΚ έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να πάει αριστερότερα (έτσι όπως αυτοί αντιλαμβάνονται το αριστερότερα).
Και γιατί πιστεύουν περισσότερο στην αυτοκριτική του Γιωργάκη από τις εξαγγελίες του Βενιζέλου; Εδώ παίζει σίγουρα ρόλο και η απεχθής, αυτοκρατορική εικόνα που βγάζει ο Βενιζέλος, σε αντίθεση με το μειλίχιο ύφος του Γιωργάκη, και η παπανδρεϊκή παράδοση (το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από τον άξονα παραδοσιακών οικογενειών), και ο χοντροκομμένος τρόπος με τον οποίο «πουσάρισαν» τον Μπένι οι «βαρόνοι των μίντια», αλλά και ο εναγκαλισμός του τελευταίου με τον Σημίτη, που είναι το πιο μισητό πρόσωπο για τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ.
Με άλλα λόγια, αυτό που εμφανίζεται ως πρόβλημα επιλογής ανάμεσα σε πρόσωπα δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της βαθιάς πολιτικής κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει οπαδούς στα εργαζόμενα στρώματα της κοινωνίας. Εργάτες, εργαζόμενους, φτωχούς αγρότες, μικροεπαγγελματίες. Ανθρώπους που πλήττονται από την παρατεινόμενη λιτότητα και που αντιμετωπίζουν με δέος τις επερχόμενες νέες επιθέσεις στο εισόδημα και τα δικαιώματά τους. Δεν έχει μόνο τα γνωστά λαμόγια. Και αυτός ο εργαζόμενος κόσμος προσπαθούσε να βολευτεί με βάση τις κομματικές του γνωριμίες και κάπου βολευόταν. Ομως, αυτό το προσωπικό βόλεμα δεν άλλαζε τις καταστροφικές επιπτώσεις των οικονομικών εξελίξεων. Ο άνεργος Πασόκος μπορεί να βολευόταν για κάποιους μήνες σε κάποιο πρόγραμμα, όμως θα προτιμούσε να μην είναι άνεργος. Ο φτωχός αγρότης βόλευε κάπως τα χρέη του στην τράπεζα και έφερνε το στρατευμένο γιο του να υπηρετεί κοντά στο χωριό, όμως ταυτόχρονα βίωνε τις καταστροφικές συνέπειες της νέας ΚΑΠ.
Ολα αυτά τα δεινά πήραν εφιαλτικές διαστάσεις την περίοδο του σημιτικού «εκσυγχρονισμού». Το 2004 ο βασικός πυρήνας των ψηφοφόρων παρέμεινε στο ΠΑΣΟΚ και σ’ αυτό έπαιξε ρόλο το «σόου» με την αυτοκρατορικού τύπου εκλογή του Γιωργάκη. Η «κινούμενη άμμος» μετακινήθηκε προς τη ΝΔ. Ομως, εκείνοι που παρέμειναν στο ΠΑΣΟΚ είδαν ότι τίποτα δεν άλλαξε και ότι στα βασικά ζητήματα το ΠΑΣΟΚ στήριζε την πολιτική της ΝΔ, που αποτελούσε συνέχεια της πολιτικής Σημίτη. Τα αποτελέσματα φάνηκαν στις πρόσφατες εκλογές, που ένα σημαντικό ποσοστό στράφηκε προς τ’ αριστερά του αστικού πολιτικού φάσματος, επιλέγοντας ισχυρότερη αντιπολιτευτική τακτική.
Ετσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ο μεν Βενιζέλος βρέθηκε αγκαλιά με τον Σημίτη, υποσχόμενος απλώς επάνοδο στην εξουσία, ο δε Γιωργάκης, στην προσπάθειά του να αμυνθεί, τα ‘βαλε με την περίοδο Σημίτη και του ‘κατσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. Διότι αυτό, ως προεκλογική στρατηγική στον αγώνα για την αρχηγία, ήταν πιο κοντά σ’ αυτό που θέλει η πλειοψηφία των οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Ακριβώς αυτό αποτυπώνουν τα γκάλοπ και η κλίκα του Γιωργάκη δεν έχει κανένα λόγο ν’ αλλάξει τη στρατηγική της (μάζεψε μάλιστα διάφορους «έξαλλους» τύπου Τζουμάκα, που της έκαναν ζημιά). Αντίθετα, η κλίκα Βενιζέλου επιμένει στην επαγγελία της εξουσίας, επικουρούμενη από τα πασοκόχρωμα ΜΜΕ, με πιο προσεκτικό τρόπο. Εχει ελπίδες ν’ αλλάξει τους συσχετισμούς; Οπως δείχνουν τα πράγματα όχι, αλλά μένουν ακόμη τρεις εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων θα επιδιώξουν να κάνουν προσαρμογές προς αυτό που θέλει ν’ ακούσει το πράσινο ακροατήριο των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αν τους «κάτσει», τότε μπορεί να υπάρξει δεύτερος γύρος με αλλαγή στο προεκλογικό κλίμα.