Πέρα από τα εσωκομματικά του ΠΑΣΟΚ, υπάρχει και η πρακτική πολιτική και είναι αυτή που έχει σημασία. Ρωτήθηκε, λοιπόν, ο Γιωργάκης (στη συνέντευξη που έδωσε στο Ζάππειο, στις 6.3.08) να θυμίσει έναν αντιασφαλιστικό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που κατήργησε το ΠΑΣΟΚ την περίοδο1993-2004. Αρχικά απάντησε ότι ο ελληνικός λαός… «έχει βαρεθεί πια να συζητάμε για το παρελθόν». Μετά το γύρισε στην… αντιπολίτευση: «Αν εφάρμοζε η Νέα Δημοκρατία το νόμο Ρέππα στο σύνολό του, τότε δεν θα είχαμε αυτή την κατάσταση, την κατάντια, όπως πάει να γίνει, στο ασφαλιστικό σύστημα, λόγω της Νέας Δημοκρατίας, λόγω της πολιτικής τους, ούτε τα προβλήματα που έχει ο εργαζόμενος και ο ασφαλισμένος και τις απεργίες που κάνει, λόγω της επιλεκτικής εφαρμογής της νομοθεσίας, που βοηθά τα μεγάλα και ισχυρά συμφέροντα και όχι τους εργαζόμενους». Στη συνέχεια επανήλθε στη μελλοντολογία: «Εγώ ανέλαβα το ΠΑΣΟΚ για το αύριο, όχι για το χθες. Αλλαξε η ηγεσία για το αύριο της χώρας και για το αύριο του ΠΑΣΟΚ. Οχι για το χθες. Αυτό να το κατανοήσουμε».
Οπως βλέπετε, απάντηση στο ερώτημα δεν έδωσε. Κι αυτό ανάγεται στη σφαίρα της πολιτικής και όχι της παραπολιτικής. Διότι βγαίνουν σήμερα οι κυρίες που είναι υπεύθυνες για την κοινωνική πολιτική του ΠΑΣΟΚ και «δεσμεύονται» πως το ΠΑΣΟΚ θα καταργήσει το σημερινό νομοσχέδιο, αν η ΝΔ κατορθώσει να το κάνει νόμο του κράτους. Την ίδια ακριβώς «δέσμευση» αναλάμβανε ο Α. Παπανδρέου, παραμονές των εκλογών του 1993. Οτι θα καταργήσει τους αντιασφαλιστικούς νόμους της κυβέρνησης Μητσοτάκη (νόμοι Σουφλιά και Σιούφα). Οπως όλοι γνωρίζουμε, δεν κατήργησε απολύτως τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να θεσπίσει κάποια στιγμή το φιλανθρωπικό βοήθημα του ΕΚΑΣ, για ένα μικρό μέρος των χαμηλοσυνταξιούχων, το οποίο χρόνο με το χρόνο γίνεται μικρότερο.
Ποιο είναι το συμπέρασμα για τους εργαζόμενους; Μόνο με το δικό τους αγώνα μπορούν να φράξουν το δρόμο στην αντιασφαλιστική επίθεση και ν’ αρχίσουν να επανακατακτούν όσα έχουν χάσει τα τελευταία 18 χρόνια. Αν περιμένουν δικαίωση μέσω αλλαγών στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, θα πάθουν ό,τι έπαθαν και το 1993. Εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο, το αίτημα για κατάργηση των παλαιότερων αντιασφαλιστικών νόμων να το έχει «ξεχάσει» ακόμα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.