Ο Γκάρι Λίνεκερ το είπε για το ποδόσφαιρο, καθ’ υπερβολήν. Στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζουν πάντοτε οι Γερμανοί. Οταν όμως πρόκειται για σχέσεις με εξαρτημένες χώρες μέσου επιπέδου ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, είναι σίγουρο ότι στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί.
Η χτεσινή μέρα είχε δύο ειδήσεις, άμεσα συνδεόμενες. Η σύνοδος κορυφής της ΕΕ αναβλήθηκε με ένα γελοίο πρόσχημα και ταυτόχρονα Ελλάδα και Τουρκία ανακοίνωσαν ότι ξαναρχίζουν τις διερευνητικές επαφές, που είχαν διακοπεί το 2016.
Το πρόσχημα της αναβολής της συνόδου κορυφής ήταν πράγματι γελοίο. Βρέθηκε, λέει, θετικός στον κοροναϊό κάποιος από το ευρύτερο περιβάλλον του Σαρλ Μισέλ. Ακόμα και να το πιστέψουμε, θα μπορούσε κάλλιστα ο Μισέλ να συμμετάσχει με τηλεδιάσκεψη. Εδώ την περίοδο του lockdown γινόταν η ίδια η σύνοδος με τηλεδιάσκεψη. Και σιγά τον σπουδαίο ευρωπαίο παράγοντα. Μαντατοφόρος της Μέρκελ και του Μακρόν είναι. Ενας πρόεδρος χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δεν ξέρουμε καν αν έχει καμπανάκι για να κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη της συνεδρίασης.
Ομως, η συγκεκριμένη αναβολή εξυπηρετούσε κάμποσες σηματοδοτήσεις. Οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Τουρκίας ξεκίνησαν χωρίς να έχει αποφασιστεί καμιά κύρωση σε βάρος της Τουρκίας (ούτε καν σε επίπεδο προθέσεων). Η Κύπρος, που έθετε ζήτημα βέτο στις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας, αν δεν ψηφίζονταν και κυρώσεις κατά της Τουρκίας, «βυσματώθηκε» κανονικά. Η Ελλάδα, ο φυσικός της σύμμαχος, δεν ακολούθησε. Η Γαλλία έδωσε την έγκρισή της, καθώς προηγήθηκε τηλεδιάσκεψη Μακρόν-Ερντογάν.
Και για να τελειώνουμε με το ζήτημα της Κύπρου, που για τη Γερμανία αποτελεί παρονυχίδα, θυμίζουμε την τοποθέτηση της Φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της για την κατάσταση της Ενωσης, που ζήτησε να χρησιμοποιείται η διαδικασία της ειδικής πλειοψηφίας προκειμένου να μην μπλοκάρονται αποφάσεις από κάποιο κράτος-μέλος. Την πάσα πήρε ο φιλλανδός ΥΠΕΞ, Πέκα Χααβίστο, ο οποίος μετά το Συμβούλιο Εξωτερικών χαρακτήρισε «πολύ εκνευριστική» τη μη επίτευξη συμφωνίας (ο Ζοζέπ Μπορέλ είχε προηγουμένως δηλώσει πως «δεν είναι μυστικό ότι δεν έχουμε ομοφωνία γιατί μία χώρα δεν μετέχει στην ομοφωνία») και προσέθεσε ότι η χώρα του «είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία της ειδικής πλειοψηφίας». Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι ο «ζοχαδιασμένος» Φιλλανδός λειτούργησε ως «λαγός» της Γερμανίας.
Η ειδική πλειοψηφία για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής προβλέπει να παίρνεται απόφαση από το 55% των χωρών (15 χώρες), αρκεί να έχουν το 65% του πληθυσμού της ΕΕ. Αντιλαμβάνεστε ότι η Κύπρος δεν μπορεί να βάλει βέτο στις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας, γιατί έχουν τον τρόπο να το ξεπεράσουν. Πανεύκολα. Και με την κυπριακή κυβέρνηση να έχει αναλώσει και το ελάχιστο πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει στην ΕΕ.
Το Συμβούλιο Εξωτερικών παρέπεμψε τη λήψη απόφασης στη σύνοδο κορυφής, η οποία αναβλήθηκε για μια βδομάδα. Αρα, η Γερμανία δε βιάζεται και τόσο να επιβάλει κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας (για να μην παροξύνει τις σχέσεις της με τη Ρωσία). Αναβάλλοντας τη σύνοδο κορυφής, διευθέτησε το ζήτημα των ελληνοτουρκικών με τρόπο που δε θα θεωρούνταν ως προσβολή ή ως εκβιασμός προς την Τουρκία. Κι αυτό σίγουρα ρυθμίστηκε στη μαραθώνια (δύο ώρες!) τηλεδιάσκεψη της Μέρκελ με τον Ερντογάν.
Οσο για τον Μητσοτάκη, ακολούθησε σαν σκυλάκι τη γερμανική διπλωματία. Το μόνο του πρόβλημα ήταν πώς θα το σερβίρει στο εσωτερικό. Είχαν φροντίσει, όμως, τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ να κατεβάσουν τους «πατριωτικούς» τόνους, ώστε όλα να έρθουν στα μαλακά. Αλλωστε, η πλειοψηφία των «πατριωτών» ακολουθεί παράλληλα και τη γραμμή του «εθνικού ρεαλισμού».
Η πλάκα είναι πως μετά το Συμβούλιο Εξωτερικών (Δευτέρα) ο Δένδιας δήλωνε πως αναγνωρίστηκε ότι «η αποχώρηση του Oruc Reis είναι ένα θετικό δείγμα, αλλά ένα πρώτο δείγμα» και προσέθετε πως «πρέπει η Τουρκία να δώσει πολλά άλλα απτά δείγματα σεβασμού του διεθνούς δικαίου». Εικοσιτέσσερις ώρες αργότερα, ανακοινωνόταν η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, χωρίς η Τουρκία να προσφέρει κάποιο από τα «πολλά άλλα απτά δείγματα» που ζητούσε ο Δένδιας.
Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και η ίδια η διαδικασία έγινε με τρόπο εξευτελιστικό για τη «δεδομένη» κυβέρνηση Μητσοτάκη: αντί για μια κοινή ανακοίνωση των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων ανακοινώθηκε πρώτα από την τουρκική προεδρία, αμέσως μετά την τηλεδιάσκεψη Μέρκελ-Ερντογάν, και μετά έσπευσε ασθμαίνον να την επιβεβαιώσει λακωνικά και το ελληνικό ΥΠΕΞ.
Τότε γιατί ο Δένδιας παρίστανε τον «τσαμπουκαλή» μόλις πριν από μια μέρα; Γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε μια τακτική οργάνωσης της προπαγάνδας της. Περίμενε ότι η σύνοδος κορυφής στις 24-25 θα μπορούσε να επικυρώσει κάποιο κατάλογο επαπειλούμενων κυρώσεων προς την Τουρκία. Της πλάκας έστω και χωρίς πρακτική εφαρμογή, όμως θα μπορούσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη να δείχνει θριαμβευτικά τον κατάλογο στο εσωτερικό και να υποστηρίζει πως η Τουρκία σύρθηκε σε επανάληψη των διμερών συνομιλιών υπό την απειλή των κυρώσεων εκ μέρους της ΕΕ. Aυτό φαίνεται καθαρά και από τη δήλωση που έκανε (την ίδια μέρα με τον Δένδια) ο Πέτσας: «Μαζί με την πρόθεση όλων των κρατών-μελών για συνεργασία και πρόοδο στις ευρωτουρκικές σχέσεις, υπάρχει στο τραπέζι ένα σαφές πλαίσιο κυρώσεων. Είναι στο χέρι της Τουρκίας ποιον δρόμο θα ακολουθήσει: έμπρακτη, ειλικρινή αποκλιμάκωση ή κυρώσεις»…
Ας λάβουμε υπόψη και το γεγονός ότι ο Δένδιας χρησιμοποιείται από το Μαξίμου ως delivery boy. Το «παιχνίδι» γίνεται από το γνωστό «τρίγωνο του Βερολίνου»: Γιαν Χέκερ, Ιμπραΐμ Καλίν και Ελένη Σουρανή, σύμβουλοι των Μέρκελ, Ερντογάν και Μητσοτάκη, αντίστοιχα. Ο Δένδιας συχνά μαθαίνει κατόπιν εορτής τι συμφωνήθηκε.
Τελικά, δεν κατάφεραν να βάλουν στη φαρέτρα της προπαγάνδας τους (για εσωτερική κατανάλωση) ούτε αυτό. Η σύνοδος κορυφής αναβλήθηκε και στον Μητσοτάκη δεν αφέθηκε άλλο περιθώριο. Συμφώνησε στην επανέναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, χωρίς επαπειλούμενες κυρώσεις στην Τουρκία. Το μόνο που φαίνεται να κατάφερε είναι να μην οριστεί ημερομηνία. Η λακωνική ανακοίνωση του ΥΠΕΞ αναφέρει: «Η Ελλάδα και η Τουρκία συμφώνησαν τη διεξαγωγή του 61ου γύρου Διερευνητικών Επαφών, στην Κωνσταντινούπολη, προσεχώς».
Πότε είναι αυτό το «προσεχώς»; Αρχικά οι διαρροές μιλούσαν για 28 Σεπτέμβρη. Μετά τη σύνοδο κορυφής, δηλαδή. Τώρα που η σύνοδος κορυφής αναβλήθηκε μάλλον για την 1η του Οκτώβρη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα καταβάλει εργώδεις προσπάθειες για να πάει παραπίσω και την πρώτη συνάντηση των δύο διαπραγματευτικών ομάδων στην Κωνσταντινούπολη. Ενδέχεται, όμως, να μην το καταφέρει ούτε αυτό, καθώς πληροφορίες νωρίς σήμερα το απόγευμα μιλούσαν για επαφή Μητσοτάκη-Ερντογάν πριν από την εξ αναβολής σύνοδο κορυφής. Μια τηλεφωνική επικοινωνία των δύο θα συντρίψει το επιχείρημα της ελληνικής κυβερνητικής προπαγάνδας ότι ο Ερντογάν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, καθώς τον απειλεί με κυρώσεις η ΕΕ.
Η τηλεδιάσκεψη Ερντογάν-Μακρόν είναι ένα ακόμα σημάδι για το ότι η Τουρκία δε βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, επειδή τάχαμου οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υπερασπίζονται με πάθος το διεθνές δίκαιο (και τα ελληνικά δίκαια, βεβαίως, βεβαίως). Η πολιτική της Γαλλίας έναντι της Τουρκίας ασφαλώς δεν αλλάζει. Η επικοινωνία Μακρόν-Ερντογάν, όμως, που μέχρι προχθές σκυλοβρίζονταν δημόσια, είναι το πρώτο αποτέλεσμα της μυστικής διπλωματίας στην οποία σίγουρα επιδίδονται και οι δύο χώρες. Πόσο έχει προχωρήσει αυτή η διπλωματία δεν το γνωρίζουμε. Το μόνο βέβαιο, όμως, είναι πως ο Μακρόν προωθεί τα συμφέροντα του γαλλικού μονοπωλιακού κεφαλαίου και του γαλλικού ιμπεριαλιστικού κράτους και δε διαπνέεται από αγνό… φιλελληνισμό. Παζάρι γίνεται, υπάρχουν και οι γενικότερες ισορροπίες του γερμανο-γαλλικού άξονα (ο οποίος στο ζήτημα της Τουρκίας δεν εμφανίζεται ευθυγραμμισμένος), οπότε… ες αύριον τα σπουδαία.
Πίσω στην Ελλάδα, εκτός από τους «Ελληνάρες», τους οποίους το μιντιακό σύστημα βάζει σιγά-σιγά στο περιθώριο (θα τους ανασύρει όταν ξαναχρειαστεί τις υπηρεσίες τους), έχουμε από τη μια τους «ευρωπαϊστές», που ζητούν να επιδειχτεί εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να επιδιωχτεί γρήγορη προσφυγή στη Χάγη, και από την άλλη τους «ανησυχούντες», οι οποίοι θεωρούν ότι άμα «πάμε» στη Χάγη δε θα μπορέσουμε να «αποφύγουμε» διεύρυνση της ατζέντας με ζητήματα που θα θέσει (ως έχει δικαίωμα) η τουρκική πλευρά, γι’ αυτό η στρατηγική θα πρέπει να είναι στρατηγική κωλυσιεργίας, ώστε οι διαπραγματεύσεις να εκταθούν σε διάστημα ετών, με την προσδοκία μιας καλύτερης διεθνούς συγκυρίας.
Τι θα γίνει, όμως, αν η Τουρκία καταγγείλει αυτή την κωλυσιεργία και ξαναβγάλει το Oruc Reis να κόβει βόλτες με απλωμένα «καλώδια» στην Ανατολική Μεσόγειο, εκεί που υποτίθεται ότι είναι ελληνική υφαλοκρηπίδα (που ο Μητσοτάκης ήδη την έχει ονοματίσει ως «μη οριοθετημένη περιοχή»); Οι «ανησυχούντες», στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, ρωτούν την κυβέρνηση αν ο Ερντογάν έχει δώσει εγγυήσεις στη Μέρκελ ότι δε θα ξαναβγάλει το Oruc Reis και τον πολεμικό στόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτό κι αν είναι καλαμπούρι. Τέτοιου τύπου εγγυήσεις δίνονται στα λόγια, για να παραβιαστούν αν κάτι στραβώσει. Αν, ας πούμε, γίνει κάποια κίνηση στο τρίγωνο Ισραήλ-Ελλάδα-Κύπρος, που θα σηματοδοτεί προκλητικά ότι αφήνει την Τουρκία έξω από το ενεργειακό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο, το Oruc Reis θα ξαναβγεί από τον Κόλπο της Αττάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, για να κάνει παρέα στο Barbaros και το Yavuz, που δεν έχουν μετακινηθεί ούτε μίλι έξω από την (οριοθετημένη) κυπριακή ΑΟΖ.
Η Γερμανία, για πρώτη φορά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κατακτά ρόλο ρυθμιστή στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, μολονότι τα μονοπώλιά της δε συμμετέχουν άμεσα στο ενεργειακό παιχνίδι στην περιοχή. Εκμεταλλευόμενη τον εθνικιστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις αστικές τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας, η γερμανική κυβέρνηση (με απόλυτη συμφωνία των δύο πτερύγων της, χριστιανοδημοκρατικής και σοσιαλδημοκρατικής) κατάφερε να επιβάλει τον επιδιαιτητικό της ρόλο. Αυτό δε σημαίνει ότι κατάφερε να εκτοπίσει τους Αμερικανούς (οι οποίοι έχουν συμφέροντα στην περιοχή, τα οποία στηρίζουν με μια τεράστια στρατιωτική ισχύ, εγκατεστημένη σε βάσεις). Κατάφερε, όμως, να ενισχύσει τη θέση της ως ηγέτρια ιμπεριαλιστική δύναμη της ΕΕ.
Κλείνοντας αυτό το σχόλιο, θα επαναλάβουμε πως όσα γίνονται στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν σχέση με τα συμφέροντα των ενεργειακών μονοπωλίων και με τα ψίχουλα που περιμένουν να εισπράξουν οι κομπραδόρικες αστικές τάξεις των χωρών της περιοχής από την (τυχόν) ανακάλυψη και (τυχόν) εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη του ελληνο-τουρκικού ανταγωνισμού, που περιβάλλεται με τη χρυσόσκονη των «κυριαρχικών δικαιωμάτων». Επειδή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα με τους λαούς της Τουρκίας, που περνούν τα ίδια (ίσως και μεγαλύτερα) ζόρια μ’ εμάς, η απάντησή μας στους πατροδοκάπηλους και στους εθνικιστές βρίσκεται σ’ αυτά που έλεγε σε μήνυμα προς τον ελληνικό λαό, που έστειλε από το ραδιοσταθμό της Βαρσοβίας ο μεγάλος Ναζίμ Χικμέτ, στις 19 Αυγούστου του 1952. Εφτά δεκαετίες από τότε, πολλά έχουν αλλάξει. Ομως ο πυρήνας των πύρινων λόγων του κομμουνιστή ποιητή δεν έχει χάσει τίποτα από την αξία του.
«Αδέλφια Ελληνες,
Υπάρχουν δύο Τουρκίες και δύο Ελλάδες. Η αληθινή και η ψεύτικη. Η ανεξάρτητη και η δουλική. Η μια είναι η Ελλάδα του Μπελογιάννη και των χιλιάδων ελλήνων πατριωτών που υποφέρουν στις φυλακές. Η πατρίδα του ελληνικού λαού. Αυτή είναι η γνήσια Ελλάδα. Είναι η Τουρκία με τους χιλιάδες τούρκους πατριώτες που σαπίζουν στα μπουντρούμια. Η Τουρκία του τούρκικου λαού. Αυτή είναι η γνήσια Τουρκία.
Υπάρχουν και η Τουρκία και η Ελλάδα του Μεντερές και του Πλαστήρα. Είναι οι επίσημες, όχι οι πραγματικές. Είναι αυτές που με τους ελάχιστους υποστηριχτές τους ξεπούλησαν και τις δύο χώρες στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
Τώρα τελευταία, κάτω απ’ τις αμερικάνικες ευλογίες, ο Μεντερές και ο Πλαστήρας έσφιξαν τα χέρια στην Αθήνα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους, που στέλνουν τούρκους και έλληνες στρατιώτες στην Κορέα. Τα ματωβαμμένα χέρια τους που ετοιμάζουν νέο πόλεμο. Εβγαλαν και επίσημο ανακοινωθέν και μίλησαν για ελληνοτουρκική φιλία. Τη φιλία αυτή την καταλαβαίνουμε όλοι.
Να χτυπούν μαζί τους αγωνιστές του τούρκικου και ελληνικού λαού, που παλεύουν για την ανεξαρτησία, ειρήνη και ελευθερία. Να αλέσουν στον ίδιο αμερικάνικο κρεατόμυλο, παιδιά του ελληνικού και του τούρκικου λαού. Να υποχρεώσουν το λαό της Τουρκίας και της Ελλάδας να σκύβει το κεφάλι και να προσκυνάει τα αφεντικά τους και τα αφεντικά των αφεντικών τους.
Ομως οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας δίνουν πέρα για πέρα διαφορετικό νόημα στην ελληνο-τουρκική φιλία. Γι’ αυτούς η φιλία σημαίνει κοινό αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Για την εθνική ανεξαρτησία, για την ευτυχία, για να μπορούν να γεύονται πλάι πλάι στο αδελφικό τραπέζι της φιλίας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους.
Ο τούρκικος και ο ελληνικός λαός θέλει να στείλει στο διάβολο τους ξένους καταχτητές. Τους εμπειρογνώμονες για τα βασανιστήρια και τους εμπειρογνώμονες για την οικονομική καταστροφή.
Στις καρδιές του τούρκικου και του ελληνικού λαού, υπάρχουν τα ίδια αισθήματα. Αγάπη στις πατρίδες τους, αγάπη στη Σοβιετική Ενωση, τις Λαϊκές Δημοκρατίες, τη μεγάλη Λαϊκή Κίνα. Κάθε εξαρτημένο και μισοεξαρτημένο λαό που αγωνίζεται για την εθνική ανεξαρτησία. Αγάπη για τον κορεάτικο λαό. Αγάπη για τους τίμιους Αμερικανούς. Αυτή τη σημασία έχει η φιλία ανάμεσα στον τούρκικο και τον ελληνικό λαό.
Φίλοι μου Ελληνες.
Πρέπει ν’ αγωνιστούμε μαζί, χέρι με χέρι, για την εθνική ανεξαρτησία των χωρών μας, για τη δημοκρατία ενάντια σε κάθε εκδήλωση φασισμού, ενάντια στους ιμπεριαλιστές. Ετσι η φιλία μας θα γίνεται μέρα με τη μέρα πιο ισχυρή.
Ως εκπρόσωπος του λαού μου, μπορώ να σας πω ότι ο τούρκικος λαός αγαπάει τον ελληνικό λαό και νιώθει θαυμασμό, για τα ηρωικά του κατορθώματα. Μπορώ να σας πω ότι οι τούρκοι αγωνιστές μάθαιναν ακόμα και μέσα στη φυλακή τα νέα από τους απελευθερωτικούς αγώνες του λαού και του λαϊκού σας στρατού. Μπορώ να σας πω ότι παρακολουθούσαν τα γεγονότα στην Ελλάδα με δάκρυα στα μάτια. Ο τούρκικος λαός ήταν στο πλευρό του ελληνικού λαού στις τραγικές και ηρωικές αυτές μέρες και θα είναι και στο μέλλον πάντα στο πλευρό του…».