Ο Τσίπρας ήταν αδιαμφισβήτητα ο θριαμβευτής του δημοψηφίσματος της περασμένης Κυριακής. Το «όχι» συγκέντρωσε το 61,31% των έγκυρων ψηφοδελτίων, αφήνοντας το «ναι» στο 38,69%, με την αποχή να αυξάνεται μόνο κατά μία μονάδα σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Γενάρη (37,50% έναντι 36,38%) και τα άκυρα-λευκά να μην ενσωματώνουν όλη την εκλογική δύναμη του Περισσού (το Γενάρη ο Περισσός είχε 5,47% και τα άκυρα-λευκά ήταν 2,36%, ενώ στο δημοψήφισμα τα άκυρα-λευκά ήταν 5,80%).
Και όμως, οι δυο πρώτες κινήσεις που έκανε αυτός ο θριαμβευτής του δημοψηφίσματος έδειξαν πως κάθε άλλο παρά ως θριαμβευτής αισθάνθηκε. Και αποτελούν οι δύο πρώτες ενέργειες του Τσίπρα το μέτρο για μια ουσιαστική και όχι επιφανειακή εκτίμηση του δημοψηφίσματος.
Το πρώτο που έκανε ο Τσίπρας ήταν να ανακοινώσει από τηλεφώνου στον Ολάντ ότι έδιωξε τον Μπαρουφάκη από την κυβέρνηση. Αυτό γράφτηκε και δεν διαψεύστηκε, αλλά εμμέσως το επιβεβαίωσε και ο Μπαρουφάκης, γράφοντας πως ο Τσίπρας ζήτησε την παραίτησή του αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος. Ηθελε να έχει κάτι να «δώσει» στους δανειστές με την πρώτη επικοινωνία που θα είχε μαζί τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι στόχο έχει τη συμφωνία «πάση θυσία», γι’ αυτό και ξεφορτώνεται τον «δύστροπο» υπουργό του. Το ότι αυτό θα εκλαμβανόταν ως αυτοπαραδοχή ότι είναι πρωθυπουργός Μπανανίας ή δεν του πέρασε από το μυαλό ή το θεώρησε αναγκαίο κακό μπροστά στην ανάγκη να εξευμενίσει τους δανειστές.
Το δεύτερο που έκανε ο Τσίπρας ήταν να ζητήσει από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, από τους οποίους δε ζήτησε απλώς στήριξη, αλλά να αναλάβουν συνυπευθυνότητα για την τελική φάση της διαπραγμάτευσης. Αδειασε έτσι μεγαλόπρεπα τους Φίληδες που ακόμα χτυπιόταν στα τηλεπαράθυρα, λέγοντας στους αντιπάλους τους, με το μάτι να γυαλίζει: «το 61% το είδατε;». Ενας που αισθάνεται νικητής δεν απευθύνεται στους ηττημένους ζητώντας τη στήριξή τους. Περιμένει αυτούς να κάνουν την πρώτη κίνηση. Τους θέτει τους όρους του και δεν αποδέχεται τους δικούς τους.
Ο Τσίπρας ήξερε πολύ καλά τι θ’ αντιμετωπίσει από Δευτέρα, ήξερε πολύ καλά ότι στο ιμπεριαλιστικό κογκλάβιο που θα συμμετείχε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δε θα έπαιζε κανένα ρόλο, γι’ αυτό από τη μια προσπάθησε να εξευμενίσει τους ιμπεριαλιστές και από την άλλη προσέτρεξε για βοήθεια σ’ αυτούς που οι συριζαίοι κατήγγειλαν ως γερμανοτσολιά-δες κτλ.
Στο προεδρικό μέγαρο το «όχι» συγχωνεύτηκε απόλυτα με το «ναι» και το αποτέλεσμα αυτής της συγχώνευσης καταγράφηκε στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε στο τέλος της σύσκεψης. Μια μέρα μετά, το «όχι» είχε εξατμιστεί τελείως, καθώς στις Βρυξέλλες, κυρίως στην έκτακτη σύνοδο κορυφής των χωρών της Ευρωζώνης, ο Τσίπρας αποδέχτηκε το τελεσίγραφο των ιμπεριαλιστών (που περιείχε όρους πολύ χειρότερους απ’ αυτούς που περιείχαν όλα τα προηγούμενα σχέδια Μνημονίου της τρόικας) και βγαίνοντας δήλωσε «χαρούμενος» (!) και ενημέρωσε πως «η συζήτηση έγινε σε καλό κλίμα»!
Κατόπιν όλων αυτών δεν έχει πραγματικά οποιαδήποτε σημασία να προσπαθήσει να ερμηνεύσει κανείς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Είναι γεγονός ότι η αστική τάξη, σε όλη της την έκταση, με όλους τους μηχανισμούς της, πάλεψε λυσσαλέα υπέρ του «ναι». Εβγαλε στην πιάτσα όλες τις εφεδρείες της. Από τον… Βούδα της Ραφήνας και τον Μητσοτάκη, μέχρι τους παροπλισμένους άλλοτε μεγαλο-πασόκους (Λαλιώτη, Βάσω και σία). Στο πλευρό της τάχθηκε το σύνολο των ιμπεριαλιστικών παραγόντων, ορισμένοι από τους οποίους ξεπέρασαν σε προκλητικότητα τους ντόπιους (Σουλτς, Ντεϊσελμπλούμ, Γιούνκερ). Αυτή η λυσσαλέα εκστρατεία της ήταν τόσο προκλητικά ψεύτικη που έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Τα «φίδια» που ξεστόμιζαν καθημερινά όχι μόνο δεν τρόμαξαν αλλά εξόργισαν το λαϊκό κόσμο. Γι’ αυτό και είδαμε τόσο μεγάλα ποσοστά του «όχι» στα προλεταριακά κέντρα, αλλά και στην επαρχία, ακόμη και στις τουριστικές περιοχές που είχαν ήδη αρχίσει να πλήττονται από το κλείσιμο των τραπεζών.
Πόσο ξέφευγε αυτή η αντίδραση από το συναισθηματικό πεδίο και πέρασε στο πολιτικό πεδίο; Κι αυτό το πολιτικό πεδίο συνιστούσε έναν –θολό έστω- αντικαπιταλισμό/αντιιμπεριαλισμό, με αιχμή την αποδέσμευση από την Ευρωζώνη και τη μονομερή διαγραφή του χρέους ή ήταν συνειδητή –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- στήριξη της κυβέρνησης, με την πεποίθηση ότι αυτή δεν πρόκειται να προχωρήσει σε καμιά περίπτωση σε έξοδο από την Ευρωζώνη, αλλά θα κάνει ό,τι μπορεί για να πετύχει μια κατά το δυνατόν λιγότερο επώδυνη συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές δανειστές;
Οπως μέσα στο «ναι» μπορεί κανείς να βρει από συνειδητούς δωσίλογους μέχρι λαϊκούς ανθρώπους που τρόμαξαν από την λυσσώδη κυβερνητική προπαγάνδα, έτσι και μέσα στο «όχι» μπορεί να βρει πολλές απόψεις. Πλειοψηφικά, όμως, δεν υπήρχε αντι-ΕΕ και αντι-ευρώ ρεύμα. Αν υπήρχε κάτι τέτοιο, θα το είχαμε δει από πριν, δε θα το βλέπαμε ξαφνικά στην κάλπη. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι κανένας απ’ αυτούς που συντάχθηκαν με το «όχι» (ή ελάχιστοι) δε φανταζόταν ότι την επόμενη κιόλας μέρα το «όχι» του θα συντασσόταν με το «ναι» των δωσίλογων και θα πήγαινε ως πρόταση για τρίτο δάνειο και τρίτο Μνημόνιο, πολύ χειρότερο από το Μνημόνιο στο οποίο είπε «όχι».
Είναι αυτή ακριβώς η διάψευση ακόμη και των πιο μετριοπαθών ελπίδων του «όχι» που καθιστά τη νίκη του Τσίπρα Πύρρειο. Ακόμη κι αν περάσει τον κάβο των καλοκαιρινών μηνών, ακόμη κι αν για μερικούς μήνες δεν υπάρξουν λαϊκές αντιδράσεις, θα καταγραφεί στη λαϊκή συνείδηση ως ο πρωθυπουργός που υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο, αφού προηγουμένως κορόιδεψε τον ελληνικό λαό πιο αισχρά από τους προκατόχους του. Τον χρησιμοποίησε όχι για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση έναντι των δανειστών, αλλά για να ισχυροποιηθεί στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Και μέσα στο κόμμα του και έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.
Το μόνο πρακτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν αυτή η πρόσκαιρη πολιτική ενίσχυση του Τσίπρα στο εσωτερικό. Στο εξωτερικό όχι μόνο δεν άλλαξε τίποτα, αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα και ο Τσίπρας δήλωσε… χαρούμενος απ’ αυτά τα χειρότερα. To αποτέλεσμα ήταν να καταστεί όμηρος και της αντιπολίτευσης που τη νίκησε στο δημοψήφισμα. Μόνος του προκάλεσε τη σύσκεψη στο προεδρικό μέγαρο, η οποία έβγαλε κοινή θέση «πάση θυσία στο ευρώ» και είναι αναγκασμένος να πιει το πικρό ποτήρι μόνος του, αφού οι χειρισμοί πρέπει να είναι αποκλειστικά δικοί του, ενώ οι ηττημένοι του κουνούν μπροστά στη μούρη την απόφαση του προεδρικού και τον απειλούν μάλιστα πως αν δεν υλοποιήσει αυτή την απόφαση θα διαπράξει προδοσία!
Σε κάθε περίπτωση, το δημοψήφισμα ήταν μια ήττα του ελληνικού λαού. Ενα τμήμα του συντάχθηκε με το «ναι», προσκυνώντας φοβισμένο τη ντόπια αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνες. Το τμήμα που ψήφισε «όχι» εκχώρησε εν λευκώ τη θέλησή του στους τυχοδιώκτες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που το μετέτρεψαν εν ριπή οφθαλμού σε «ναι», όπως είχαν προαναγγείλει άλλωστε με τις επιστολές Τσίπρα προς τους δανειστές στις 30 Ιούνη. Το τμήμα που επέλεξε την αποχή, ναι μεν αρνήθηκε να μπει στη λογική των ψευτοδιλημμάτων, όμως κι αυτό δεν είναι ομοιογενές και το κυριότερο δεν είναι πολιτικά συγκροτημένο έτσι που να μπορεί να βάζει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις. Η έλλειψη ενός συγκροτημένου πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης φαίνεται σ’ αυτές τις συνθήκες περισσότερο από ποτέ.