Τα ίδια και τα ίδια βλέπουμε σε κάθε προεκλογική περίοδο. Φέτος, όμως, η τραγική συγκυρία 66 θανάτων, 2 εκατομμυρίων στρεμμάτων καμένων δασών και καλλιεργειών, δεκάδων χιλιάδων απανθρακωμένων ζώων, εκατοντάδων κατεστραμμένων και μισοκατεστραμμένων σπιτιών, τοποθετεί σ’ ένα ψηλό βάθρο αθλιότητας και πολιτικής απατεωνιάς την εκλογική αντιπαράθεση. Αυτό αφορά πρωτίστως τους δυο μονομάχους, που αγωνιούν όχι μόνο για τη νίκη, αλλά και για το ενδεχόμενο να τους χαλάσει την αυτοδυναμία ο εκλογικός νόμος, αλλά και τους μικρότερους κοινοβουλευτικούς σχηματισμούς, που έβγαλαν την πραμάτια τους στο παζάρι και αναζητούν πελατεία.
Περιττεύει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι η εκλογική καμπάνια έχει εξαμερικανιστεί τελείως, ότι διεξάγεται από επιτελεία πολιτικού μάρκετινγκ και διαφήμισης, που παρακολουθούν με μυστικά γκάλοπ τις τάσεις που διαμορφώνονται στο εκλογικό σώμα και ανάλογα διαμορφώνουν το «προϊόν» που θα πλασάρουν, με προσαρμογές ακόμα και σε ημερήσια βάση. Αυτή η πραγματικότητα είναι απολύτως συμβατή με την κατάσταση ενός εκλογικού σώματος παθητικοποιημένου, συμβιβασμένου, περιορισμένου σε ρόλο πελάτη που αναζητεί την… καλύτερη τιμή για το προϊόν που θ’ αγοράσει. Ενός εκλογικού σώματος προσανατολισμένου κυρίως στον ποιον θα τιμωρήσει και όχι ποιον θα επιλέξει. Σ’ αυτό το ταμπλό, άλλωστε, παίζουν τα μικρότερα κόμματα κι αυτό αφορά εξίσου τον τυχοδιώκτη Καρατζαφέρη και τα δυο κόμματα της καθεστωτικής Αριστεράς, άσχετα αν ο πρώτος παίζει με χοντροκομμένο τρόπο και τα δεύτερα με την παραδοσιακή φόρμα τους.
Το προπαγανδιστικό επιτελείο της ΝΔ αποφάσισε να ποντάρει στις φωτιές, κατά το γνωστό σεξιστικό δόγμα, «όταν δεν μπορείς να αποφύγεις το βιασμό, απόλαυσέ τον». Αφού τους προέκυψε το πρόβλημα εκεί που δεν το περίμεναν, αποφάσισαν να προσανατολιστούν σ’ αυτό, κουκουλώνοντας τις εγκληματικές ευθύνες τους και βγάζοντας ταυτόχρονα πολιτική υπεραξία. Σημειώσαμε και στο προηγούμενο φύλλο τον αισχρό ψηφοθηρικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε η κυβέρνηση το δράμα των πυρόπληκτων. Εφτασαν στο σημείο να μοιράζουν τριχίλιαρα με μια απλή δήλωση κι ύστερα έτρεχαν να μαζέψουν την κατάσταση. Τα ίδια μέτρα ανακοινώθηκαν δεκάδες φορές, ενώ ο Ρουσόπουλος έστησε έκτακτο προπαγανδιστικό μηχανισμό στο Ζάππειο, επιστρατευμένος την τελευταία στιγμή για να σώσει την κατάσταση. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση έδειξε έτοιμη να κάνει «ρελάνς» σε κάθε «χτύπημα» του ΠΑΣΟΚ, που ξεπερνούσε τις δικές της εξαγγελίες. Κι όλα περνούν από τον ίδιο τον Καραμανλή, για να στέλνεται το μήνυμα ότι αυτός είναι ο μεγάλος ηγέτης, που παρακολουθεί στενά τους συνεργάτες του, που αφουγκράζεται την κοινωνία και βελτιώνει συνεχώς τα μέτρα που αρχικά αποφασίστηκαν. Για να περάσει καλύτερα αυτό, εκτός από τα τριχίλιαρα και τις υποσχέσεις, επιστρατεύτηκαν και οι σύμμαχοι της ευρωπαϊκής δεξιάς. Στην Αθήνα δεν ήρθε μόνο η επίτροπος Χούμπνερ, αλλά και ο πρόεδρος Μπαρόζο, που μπήκε στον κόπο να κάνει μια βόλτα με τον Καραμανλή με ελικόπτερο πάνω από τα καμένα (όχι κάτω, γιατί εκεί πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος κάποιας δυσάρεστης συνάντησης με οργισμένους πυρόπληκτους).
Παράλληλα, η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να σχηματίσει μια εικόνα εθνικής συσπείρωσης γύρω από τον Καραμανλή, ο οποίος εκπροσωπεί την ήρεμη δύναμη, που δεν θυσιάζει την αναγκαία για εθνικούς λόγους ηπιότητα στις πρόσκαιρες προεκλογικές ανάγκες. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε και η προβοκατόρικη θεωρία της «ασύμμετρης απειλής», που πρώτα «βελτιώθηκε» και στη συνέχεια αποσύρθηκε, γιατί αποδείχτηκε ότι δεν «πουλούσε». Οι επαγγελματίες της προπαγάνδας (επικοινωνιολόγους τους αποκαλούν) εκτίμησαν ότι το κλίμα εθνικής συσπείρωσης ευνοεί το κόμμα που κυβερνά, γιατί γύρω από την κυβέρνησή του γίνεται η όποια συσπείρωση.
Την τελευταία προεκλογική εβδομάδα ο Καραμανλής αποφάσισε να βγει και στα μπαλκόνια, όπου (κρίνοντας από την πρώτη εμφάνισή του στο Κερατσίνι) λανσάρει το ίδιο «στιλάκι», του υπεύθυνου ηγέτη, του κήρυκα της ηπιότητας, που προσπαθεί να διαφυλάξει «την ενότητα και την ομοψυχία των Ελλήνων μπροστά στην εθνική καταστροφή» και έχει σαν βασικό μέλημά του την προώθηση των «μεταρρυθμίσεων». Τι περιεχόμενο έχουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις κανείς δεν λέει, φυσικά.
Το ΠΑΣΟΚ από τη μεριά του δείχνει πως δεν έχει καθαρή εκλογική στρατηγική και βαδίζει ψάχνοντας, περισσότερο αμυνόμενο και λιγότερο επιτιθέμενο στην κυβέρνηση. Σκάρωσε ένα «πρόγραμμα ανασυγκρότησης των πυρόπληκτων περιοχών» στο πόδι, όταν η κυβέρνηση είχε ήδη πάρει το παιχνίδι στα χέρια της μοιράζοντας τριχίλιαρα, δεκαχίλιαρα, προκαταβολές αποζημιώσεων και μπόλικες υποσχέσεις. Προσπάθησε να δημιουργήσει πόλωση γύρω από τα πρόσωπα (Καραμανλής ή Παπανδρέου), όμως αυτό εγκαταλήφθηκε και ο Γιωργάκης όσο μπορούσε το μάζεψε στη συνέντευξή του στο MEGA.
Αρκεί να δει κανείς την τοποθέτηση που έκανε ο Λαλιώτης στην επανεμφάνισή του ως ουσιαστικός καθοδηγητής της καμπάνιας του ΠΑΣΟΚ, για να καταλάβει ότι το ΠΑΣΟΚ μάλλον δεν πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει και ότι η περί τον Γιωργάκη ομάδα περισσότερο ετοιμάζει το έδαφος για να διαχειριστεί την ήττα. Δηλαδή τον εσωκομματικό σάλο που πρέπει να θεωρείται βέβαιος (αρκεί να δούμε το βασικό μότο που χρησιμοποιεί ο Βενιζέλος: απ’ αυτή την κυβέρνηση δεν επιτρέπεται να χάσουμε ούτε με μια ψήφο διαφορά). Σταχυολογούμε μερικές από τις ατάκες που με το γνωστό βαρύγδουπο τρόπο του εκστόμισε ο Λαλιώτης: «αδέξια, ανίκανη δεξιά», «κυβέρνηση μεγάλων λόγων, μεγάλων υποσχέσεων και μηδαμινών έργων», «υπάρχουν αξιόπιστες λύσεις», «συμβολίζουν μια θαμπή και γκρίζα 4ετία», «η ΝΔ ακόμη δεν έχει καταθέσει στον ελληνικό λαό κανένα πρόγραμμα. Πορεύεται προς τις εκλογές χωρίς θέσεις, χωρίς προτάσεις, χωρίς δεσμεύσεις», «στο πεδίο της πραγματικότητας έχει να επιδείξει η ΝΔ και ο κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός, λιγοστές πράξεις και μηδαμινά έργα», «η ΝΔ και ο κ. Καραμανλής ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν. Τώρα πια και φαίνονται και κυρίως είναι, ξέπνοοι και ανίκανοι. Χωρίς θέληση, χωρίς δύναμη, χωρίς προοπτική».
Η ΝΔ κατηγορείται για… ανικανότητα και ο Καραμανλής ως… ξέπνοος, αυτό είναι το ρεζουμέ. Αυτό δεν είναι προγραμματική αντιπαράθεση, αλλά πανικόβλητη άμυνα, μπας και στηριχτεί λίγο το ηγετικό προφίλ του Γιωργάκη, που ακόμα «δεν τραβάει». Φωνάζει από την άλλη ο Λαλιώτης για έλλειψη προγράμματος από τη ΝΔ, κουνάει φυλλάδια με χαρούμενα παιδάκια στο εξώφυλλο και στέλνει επιστολές στον Ρουσόπουλο για να κάνει ντόρο (η χαρά του παραπολιτικού σχολιαστή). Ομως, και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ κλίνουν σε όλες τις πτώσεις τη λέξη «μεταρρυθμίσεις», χωρίς να της δίνουν κανένα περιεχόμενο (κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεχαστεί η συμφωνία τους με τη ΝΔ στην αναθεώρηση του άρθρου 16, που ξεσήκωσε το φοιτητόκοσμο). Και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζουν στην προεκλογική περίοδο τις «μεταρρυθμίσεις» σαν ένα αδειανό πουκάμισο. Δεν υπάρχει περίπτωση να το γεμίσουν και δεν θα ‘ναι η πρώτη φορά. Τις προειδοποιήσεις τις έχει αναλάβει ο Τύπος. «Ο καθένας καταλαβαίνει ότι έρχονται ξανά μέτρα λιτότητας – ίσως και πολύ πιο σκληρής απ’ ό,τι στο παρελθόν», έγραφαν στο κύριο άρθρο τους τα «Νέα», την περασμένη Τετάρτη. Επομένως, οι ψηφοφόροι έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στους καλύτερους διαχειριστές: Καραμανλής ή Γιωργάκης, ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ.
Ποιοι σας φαίνονται ότι θα προωθήσουν αποτελεσματικότερα τις… μεταρρυθμίσεις; Ιδού το βασικό δίλημμα των εκλογών. Ενα δίλημμα που απευθύνεται σε «καμένες» συνειδήσεις (και το λέμε χωρίς καμιά διάθεση ονειδισμού ή κοροϊδίας των εργαζόμενων που θα ψηφίσουν το ένα ή το άλλο από τα δυο κόμματα εξουσίας). Αυτή είναι η πραγματικότητα. Μια εργαζόμενη κοινωνία γονατισμένη, συνηθισμένη στη λογική του μικρότερου κακού, χωρίς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της, χωρίς να έχει δώσει αγώνες όχι μόνο γι’ αυτά που δικαιούται αλλά και γι’ αυτά που συνεχώς της αφαιρούν, με μοιραία διάθεση θα οδηγηθεί και στις κάλπες. Οσο για κείνους που κερδοσκοπούν με την οργή κατά του δικομματισμού, έχουν αποδείξει στην πράξη ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πολιτική επιβίωση και η διεύρυνση της συμμετοχής τους στο αστικό πολιτικό παιχνίδι. Κερδοσκοπούν το ίδιο με την κρίση.