Το μόνο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τους κολαούζους της είναι η εικόνα κατάρρευσης του ΕΣΥ, που οδηγεί σε πολιτική φθορά της κυβέρνησης. Δεν τους νοιάζει πόσοι θα πεθάνουν, αλλά πώς θα πεθάνουν ή -για να είμαστε ακριβέστεροι- ποια θα είναι η εικόνα του θανάτου τους. Αλλο να πεθαίνουν άνθρωποι υπό «συνθήκες Μπέργκαμο», οπότε θα κατηγορηθεί ευθέως η κυβέρνηση ότι δεν πήρε έγκαιρα μέτρα για την απαραίτητη ενίσχυση του ΕΣΥ και επομένως ευθύνεται η ίδια για πολλούς θανάτους, και άλλο να πεθαίνουν άνθρωποι σε ένα σύστημα που λειτουργεί εύρυθμα (έστω και υπό πίεση), οπότε η ευθύνη μπορεί να μετακυλιστεί -εύκολα ή δύσκολα- στην κοινωνία, τα μέλη της οποίας δεν είχαν την ατομική ευθύνη να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τους γύρω τους.
Η στοιχειωδώς εύρυθμη λειτουργία του ΕΣΥ αποτελεί πλέον παρελθόν. Το ΕΣΥ έχει επί της ουσίας καταρρεύσει. Οταν ο κόσμος ακούει ότι το σύστημα «ζορίζεται», «έχει φτάσει στα όριά του» και διάφορα… ηρωικά για τους υγειονομικούς της πρώτης γραμμής, ξέρει ότι το σύστημα έχει καταρρεύσει. Οταν ο κόσμος βλέπει τον Μητσοτάκη να στήνει φιέστες στην καρδιά της πανδημίας, σε μεγάλα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, ξέρει ότι πίσω από τις φιέστες υπάρχει η κατάρρευση. Οταν ο κόσμος βλέπει πρωτοσέλιδα σε μεγάλης κυκλοφορίας αστικές εφημερίδες περί ψευδών στοιχείων του ΕΟΔΥ και παράλληλου συστήματος καταγραφής, που έστησε ο Αρκουμανέας, αντιλαμβάνεται ότι το σκάφος βυθίζεται και τα ποντίκια τρέχουν να σωθούν. Οσο περισσότερες διαψεύσεις γίνουν τόσο πιο εδραία γίνεται η πεποίθηση ότι εγκλημάτισαν και τώρα ψάχνουν αποδιοπομπαίους τράγους.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, με τους «θριαμβευτές» της πρώτης φάσης της πανδημίας να καταρρέουν υπό το βάρος της οργής για το ανεξέλεγκτο φούντωμα της πανδημίας και την απουσία κάθε ουσιαστικής ενίσχυσης του ΕΣΥ, ώστε να μπορέσει να την αντιμετωπίσει, έχει ήδη αρχίσει να επικρατεί ο πανικός. Γι’ αυτό και κάποιοι κολαούζοι βγάζουν σεριάνι τη γνωστή πολιτική αλητεία: «εσείς φταίτε που πεθαίνετε»!
Ο Πρετεντέρης ενοχλείται από τις προειδοποιήσεις «να μη γίνουμε Μπέργκαμο». Κι επειδή ξέρει ότι ήδη «έχουμε γίνει Μπέργκαμο» (δε χρειάζεται να δούμε τις πομπές των στρατιωτικών καμιονιών με τα φέρετρα, αρκεί η κατάρρευση του ΕΣΥ), ανέλαβε να μας εξηγήσει (από τη στήλη του στα χτεσινά «Νέα») τι συνέβη στο Μπέργκαμο.
Ρωτάει: γιατί είχε πολλούς νεκρούς το Μπέργκαμο; Και απαντά: «Είχαμε νεκρούς διότι σαράντα χιλιάδες κάτοικοι της πόλης (το 1/3 του πληθυσμού της…) πήγαν στο Μιλάνο να δουν το ματς της Αταλάντα, της ομάδας του Μπέργκαμο, με τη Βαλένθια για το Τσου Λου. Είχαν και πριν κάποια κρούσματα. Αλλά από τότε, 19 Φεβρουαρίου, το πράγμα ξέφυγε και κατέρρευσαν οι υποδομές υγείας… Με άλλα λόγια, το μάθημα του Μπέργκαμο δεν είναι ότι κατέρρευσαν οι υποδομές υγείας. Απεριόριστες υποδομές δεν υπάρχουν πουθενά. Αλλά ότι εν μέσω κορωνοϊού σαράντα χιλιάδες στόκοι στοιβάχτηκαν σε ένα γήπεδο για να δουν μπάλα…
…αυτό που ακούω είναι ότι “δεν πρέπει να στοχοποιούμε τη νεολαία όταν το ρίχνει έξω“, ούτε τα πάρτι, ούτε τις διαδηλώσεις, ούτε τις κινητοποιήσεις. Και τότε ποιον πρέπει να στοχοποιούμε; Την πολιτεία που δεν φρόντισε να έχει αρκετά κρεβάτια, αρκετές ΜΕΘ ή αρκετούς γιατρούς για να περιθάλψει τον κάθε ανόητο που θέλει να παρτάρει, να διαδηλώνει, να αγωνίζεται και να στοιβάζεται στα γήπεδα; Διότι στο Μπέργκαμο ούτε τουρισμό είχαν, ούτε μετρό, ούτε πρόβλημα με τα λεωφορεία. Είχαν μόνο ομάδα».
Πότε κήρυξε ο ΠΟΥ πανδημία; Στις 11 Μάρτη του 2020 (όταν η κατάσταση στην Ιταλία είχε ξεφύγει, με 827 νεκρούς). Πότε έγινε ο αγώνας Αταλάντα-Βαλένθια στο Μιλάνο; Στις 19 Φλεβάρη. Ουδείς προειδοποίησε τους οπαδούς της Αταλάντα να μην πάνε στο Μιλάνο, ουδείς απαγόρευσε το ταξίδι με τρένα και λεωφορεία και κυρίως ουδείς απαγόρευσε το στοίβαγμα δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στις κερκίδες ενός γηπέδου. Αργότερα, όταν πλέον η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και άλλες χώρες είχαν πληρώσει βαρύτατο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, είπαν ότι στη φάση της εξάπλωσης της πανδημίας οι ποδοσφαιρικοί αγώνες ήταν υγειονομική βόμβα.
Ουδείς διανοήθηκε να κατηγορήσει τους φιλάθλους της Αταλάντα ως «στόκους», οι οποίοι -παρά τις προειδοποιήσεις των Αρχών- πήγαν και στριμώχτηκαν στο γήπεδο του Μιλάνου. Πώς θα μπορούσε να τους κατηγορήσει, άλλωστε, όταν δεν υπήρχε ούτε απαγόρευση ούτε καν προειδοποίηση; Ούτε το Μιλάνο είχε «κλείσει», ούτε λοκντάουν (έστω και μερικό) υπήρχε. Και στα νοσοκομεία της Λομβαρδίας δε γινόταν καν έλεγχος ασθενών για κοροναϊό! Μόνο αν υπήρχε άμεση σύνδεση του ασθενούς με ταξίδι από την Κίνα γινόταν έλεγχος. Και βέβαια, το Μπέργκαμο είναι μια πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων (με τα περίχωρά του), που και μέσα μαζικής μεταφοράς διαθέτει και κατοίκους που δουλεύουν στη μεγάλη βιομηχανία και το χοντρεμπόριο της ευρύτερης περιοχής.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 26 Φλεβάρη η επιστημονική επιτροπή της Ιταλίας απέρριψε πρόταση για επιβολή λοκντάουν στο Μπέργκαμο. Και στις 28 Φλεβάρη το τοπικό παράρτημα της Confindustria, της Ενωσης των Βιομηχάνων, δημοσίευε διαφημιστικό σποτάκι με τίτλο «Το Μπέργκαμο εργάζεται»! «Ο κίνδυνος λοίμωξης είναι χαμηλός», ακουγόταν να λέει η φωνή του αφηγητή στο σποτάκι, το οποίο επικαλούνταν τις εκτιμήσεις των υγειονομικών αρχών της ιταλικής κυβέρνησης.
Οχι μόνο «στόκοι» δεν ήταν οι φίλαθλοι που πήγαν από το Μπέργκαμο στο Μιλάνο για να δουν την αγαπημένη τους Αταλάντα, αλλά αντίθετα έγιναν τα ανυποψίαστα θύματα μιας εγκληματικής πολιτικής. Κάποιοι απ’ αυτούς μπορεί να έχασαν τη ζωή τους, άλλοι θρηνούν συγγενείς, φίλους, γείτονες. Ο Πρετεντέρης, όμως, πρέπει να βρίσει ακόμα και τους νεκρούς, για να βγάλει λάδι την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που «έκανε ό,τι έπρεπε να κάνει», ρίχνοντας την ευθύνη για όσα τραγικά ζούμε τις τελευταίες εβδομάδες στους «στόκους» της Ελλάδας, που συμπεριφέρονται όπως οι «στόκοι» του Μπέργκαμο.
Οταν όμως ξεπέφτεις στο έσχατο επίπεδο γκεμπελισμού, ακόμα κι αν είσαι ο Πρετεντέρης, αποκαλύπτεις χωρίς να το θέλεις ότι τα αφεντικά σου διακατέχονται από πανικό κι εσύ βρίσκεσαι σε απόγνωση καθώς δεν μπορείς να βρεις κάτι επιεικώς αξιόπιστο για να τα στηρίξεις.