Οποιος θέλει να είναι τίμιος απέναντι στην πραγματικότητα, απέναντι στα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεολαιίστικη εξέγερση του τελευταίου δεκαπενθήμερου, που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, οφείλει πριν από οτιδήποτε άλλο, πριν από κάθε ανάλυση, να βάλει ένα ερώτημα: θα είχαν αυτά τα γεγονότα χαρακτηριστεί ως εξέγερση, θα είχαν απασχολήσει τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο, θα είχαν βυθίσει το πολιτικό σύστημα σε κρίση, αν δεν είχαν ως βασικό «εργαλείο» τους τη νεανική αντιβία, τις σπασμένες βιτρίνες, τις καμένες τράπεζες και επιχειρήσεις, τα πύρινα οδοφράγματα, τις πέτρες και τις μολότοφ;
Η απάντηση είναι όχι. Μαζικές διαδηλώσεις είχαμε και άλλες φορές στο παρελθόν. Πρόσφατα είναι τα δυο μεγάλα κύματα των φοιτητικών καταλήψεων-διαδηλώσεων ενάντια στο νόμο-πλαίσιο. Ουδείς τα χαρακτήρισε εξέγερση (διότι δεν ήταν), ελάχιστα απασχόλησαν έξω από τα ελληνικά σύνορα, ουδείς ανησύχησε για φαινόμενο ντόμινο. Ο λόγος είναι ότι αυτή η μαζική κινητοποίηση των φοιτητών κινήθηκε στο όριο της αστικής νομιμότητας, δεν αναμετρήθηκε καίρια μαζί της, δεν απάντησε με αντιβία στην κρατική βία. Αντίθετα, η σημερινή κινητοποίηση πήρε χαρακτηριστικά εξέγερσης επειδή αντεπιτέθηκε βίαια από την πρώτη στιγμή. Στα χαρακώματα βρέθηκαν μαζί οι φοιτητές που είχαν εισπράξει την κρατική βία την προηγούμενη φορά χωρίς να απαντήσουν, οι μαθητές που κυριολεκτικά εξερράγησαν κι ένα σημαντικό κομμάτι της άνεργης και εργαζόμενης (όσο και όπως εργάζεται) νεολαίας. Κι αυτοί τη φορά δεν κατέβηκαν για να τις φάνε και μετά να καταγγείλουν, αλλά για να απαντήσουν με τη δική τους βία, όχι μόνο στην Αστυνομία, αλλά σε ό,τι συμβολίζει το σύστημα που τους μαυρίζει τη ζωή.
Ούτε είναι τυχαίο ότι είναι οι εκδηλώσεις της νεανικής αντιβίας που συγκέντρωσαν τα πυρά των δυνάμεων του συστήματος: κυβέρνηση, κοινοβουλευτικά κόμματα, ΜΜΕ, καθεστωτική διανόηση. Ολοι εμφανίζονται έτοιμοι να δεχτούν τις οργισμένες διαμαρτυρίες των νέων, όχι όμως και την αντιβία τους. Γι’ αυτό και η προσπάθειά τους πλέον επικεντρώνεται εκεί: να διαχωρίσουν τη μεγάλη μάζα της εξεγερμένης νεολαίας από τους «κουκουλοφόρους», όπως προβοκατόρικα ονομάζουν τη μαχητική εμπροσθοφυλακή αυτού του κινήματος. Ολοι αυτοί που σκίζουν τα ρούχα τους και υποκριτικά φωνάζουν «εμείς είμαστε με τα παιδιά, αλλά όχι με τους κουκουλοφόρους» δεκάρα τσακιστή δεν θα έδιναν αν η βία δεν είχε ξεπεράσει το σύνηθες όριο, αν δεν καιγόταν η μισή Ελλάδα, αν δεν έβλεπαν ότι το φαινόμενο δεν είναι εντοπισμένο και περιορισμένο, αλλά γενικό με κινδύνους για απρόβλεπτες εξελίξεις. Τους ξέρουμε και από το παρελθόν. Δεκάρα τσακιστή δεν έδωσαν όταν κινητοποιούνταν οι φοιτητές ή παλιότερα οι μαθητές.
Το ίδιο το κίνημα αυτών των ημερών έδειξε να αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της αντιβίας, χωρίς μεμψιμοιρίες ως προς τις μορφές που αυτή έπαιρνε. Αυτό φάνηκε καθαρά στις διαδηλώσεις της Κυριακής και της Δευτέρας. Ιδιαίτερα της Δευτέρας, που ήταν και η μεγαλύτερη. Κεντρικότατοι δρόμοι της Αθήνας (Πανεπιστημίου, Αιόλου, Σταδίου και οι ενδιάμεσοι) παραδίνονταν στις φλόγες, χωρίς ουδείς από τους δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές να αντιδρά, ενώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις είχαμε χειροκροτήματα και εκφράσεις επιδοκιμασίες (κυρίως όταν καταστρέφονταν τράπεζες). «Σπάστε τα όλα» ήταν η φράση που ακουγόταν πιο συχνά.
Απέναντι σ’ αυτή την αντιβία διαμορφώθηκε από την πρώτη στιγμή ένα συμπαγές πολιτικό μέτωπο: ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΛΑΟΣ. Μπορεί τα αντιπολιτευόμενα κόμματα να κατήγγειλαν και την κυβέρνηση, όμως ήταν ομόθυμα μαζί της στην αντιμετώπιση της λαϊκής αντιβίας. Το ΚΚΕ, μάλιστα, έκανε και ένα βήμα παραπέρα. Πρόσφερε και πολιτική στήριξη στην κυβέρνηση, παίρνοντας την πάσα από τον Παυλόπουλο και συγκροτώντας ένα σενάριο με πράκτορες παρακράτους και ξένων μυστικών υπηρεσιών, που οργάνωσαν τους «κουκουλοφόρους» και τους είχαν έτοιμους να τους ξαπολύσουν με την πρώτη ευκαιρία. Γι’ αυτό και από την πρώτη νύχτα υπήρξαν βίαιες αντιδράσεις σε πολλές πόλεις ταυτόχρονα! Αυτά δεν τα είπε κάποιος παρακατιανός, τα είπε η ίδια η γενική γραμματέας του Περισσού και από κει και πέρα έγιναν επίσημη γραμμή και επίσημη φιλολογία. Θυμόσαστε την περίοδο των πυρκαγιών το καλοκαίρι του 2007; Τότε που η κυβέρνηση, όταν είδε ότι οι γελοιότητες περί «στρατηγού ανέμου» δεν έπιαναν τόπο, έβαλε μπροστά τη θεωρία των ξένων πρακτόρων που άναβαν ταυτόχρονα τις φωτιές; Το ίδιο ακριβώς ανέλαβε να κάνει τώρα ο Περισσός με τα γελοία πρακτορολογικά σενάρια, προκειμένου να συκοφαντήσει μια γνήσια, αυθόρμητη νεολαιίστικη εξέγερση και να χρησιμοποιήσει τα μέλη του και τα μέλη της νεολαίας του ως βοηθητικό αστυνομικό σώμα.
Η απάντηση στο «γιατί το κάνουν αυτό;» δεν είναι δύσκολη. Πρωτογενής αιτία δεν είναι το πολιτικό κομπρεμί με τη σημερινή κυβέρνηση. Την ίδια στάση έχουν κρατήσει και άλλες φορές που δεν είχαν πολιτικό κομπρεμί με κυβερνήσεις. Και στο Πολυτεχνείο το 1973 και στις άγριες συγκρούσεις εργατών με την Αστυνομία το 1975 και στη μεγάλη απεργία της ΕΑΣ το 1992. Κάθε φορά που ένα κομμάτι του κινήματος έσπαγε την αστική νομιμότητα και ανέπτυσσε μορφές αντιβίας, από τη μεριά του Περισσού έρχονταν οι συκοφαντίες περί προβοκατόρων, πρακτόρων, οργανωμένου σχεδίου κ.λπ. Γιατί αυτό το κόμμα είναι ένα αστικό-ρεφορμιστικό κόμμα. Απεχθάνεται τη λαϊκή αντιβία, γιατί αυτή το ξεβρακώνει και καταδεικνύει ότι ο κομμουνιστικός του βερμπαλισμός είναι σκέτη λογοκοπία. Δεν είναι κόμμα της εργατικής τάξης, αλλά κόμμα του νόμου και της τάξης. Αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε και με την κάλπικη επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν (όλ’ αυτά τα περί «οργανωμένου και περιφρουρημένου αγώνα» κ.λπ.), όμως ο χώρος δεν το επιτρέπει. Ισως επανέλθουμε σε επόμενο φύλλο.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στην αρχή προσπάθησε να σταθεί ανάμεσα στην εξεγερμένη νεολαία και σ’ αυτό το μαύρο μέτωπο. Οσο όμως αυξανόταν η πίεση από τα δεξιά του τόσο μετατοπιζόταν, για να φτάσει στο «έχουμε ιδεολογικό μέτωπο με τους κουκουλοφόρους γιατί η βία γεννά βία και δεν οδηγεί πουθενά» (Τσίπρας, έκτακτη συνέντευξη Τύπου, 14.12.08). Βέβαια, σε κατασταλτικές ενέργειες τύπου ΚΝΕ/ΠΚΣ ο ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί να προχωρήσει. Ούτε τη δύναμη έχει και το προφίλ θα του χάλαγαν. Ομως, έριξε μεγάλο προπαγανδιστικό βάρος στη συκοφάντηση της νεολαιίστικης αντιβίας και ιδιαίτερα στις μικρότερες ηλικίες αυτού του κινήματος η προπαγάνδα του έπαιξε κάποιο ρόλο. Γιατί είναι αλλιώς να μιλούν αυτοί που από την πρώτη στιγμή ήταν απέναντί σου και τους «αναγνώρισες» ως εχθρούς σου και αλλιώς να μιλά κάποιος που νόμισες ότι αρχικά ήταν μαζί σου και που εξακολούθησε να σε γλείφει.
Είχαμε, όμως, και την εντυπωσιακή μετατόπιση μιας πολιτικής δύναμης που στην αρχή ήταν μέσα στο κίνημα, χωρίς να αρνείται αλλά αντίθετα ενθαρρύνοντας την αντιβία. Αναφερόμαστε στο ΝΑΡ και στα όσα περιείχε η εφημερίδα του, το «Πριν», την περασμένη Κυριακή. Οταν διαβάζεις άρθρο με τίτλο «Ούτε γραβάτες ούτε κουκούλες» δεν θέλεις άλλα για να καταλάβεις. Γιατί –μιλώντας στο συμβολικό επίπεδο που αυτοί επέλεξαν– εμείς απαντάμε «με τις κουκούλες». Μ’ αυτό τον τόσο συκοφαντημένο τρόπο προστασίας από τις ρουφιανοκάμερες και την Ασφάλεια, που δεν έχουμε κανένα πρόβλημα όταν τον χρησιμοποιούν οι αντάρτες του ΙΡΑ, της ΕΤΑ, της Χαμάς, της Τζιχάντ ή οι Ζαπατίστας, οι αγωνιστές του Σιάτλ και της Γένοβας, έχουμε όμως πρόβλημα όταν τον χρησιμοποιούν αγωνιστές στην Ελλάδα που συμμετέχουν σε εκδηλώσεις λαϊκής αντιβίας.
Σταχυολογούμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την πλούσια αρθρογραφία του «Πριν»: «Το κρίσιμο δίλημμα που τίθεται σήμερα είναι εάν θα γίνει μια εξομάλυνση της κατάστασης με κλείσιμο του κινήματος (ακόμα και μέσω της εκτόνωσης που προσφέρουν διάφορες ομάδες) ή θα πάμε σε κλιμάκωση-πολιτικοποίηση-γενίκευση». Η αντιβία είναι εκτόνωση, η κλιμάκωση τι ακριβώς είναι; Ενα βήμα παραπέρα στη σύγκρουση ή υποχώρηση προς το «πολιτικοποιημένο» και το «οργανωμένο», όπως ακριβώς υποστηρίζει και το ΚΚΕ; «Συχνά και ιδιαίτερα σε στιγμές ευρύτερης κοινωνικής “αναμόχλευσης” σαν τη σημερινή, η βιαιότητα αυτή εκδηλώνεται όχι μόνο με όρους μαζικού κινήματος αλλά και με καταστροφικό, τυφλό και αδιέξοδο τρόπο απέναντι στα σύμβολα της αστικής κοινωνίας του σήμερα ή με “παραβατικές” ενέργειες ή έχοντας νήματα επικοινωνίας με κέντρα του “βαθιού κράτους”. Με έναν τρόπο, δηλαδή, που αναπτύσσεται στις παρυφές μεγάλων κοινωνικών κινημάτων και, αν και βάλλει φραστικά κατά του αστικού κόσμου, δεν τον πλήττει ουσιαστικά, αντιγράφει συχνά μεθόδους της αστικής βίας και της κοινωνίας του θεάματος, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις διευκολύνει αντικειμενικά επιλογές αναδιάταξης του αστικού πολιτικού σκηνικού προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η μαζική κοινωνική και πολιτική βία του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής Αριστεράς, αντίθετα, έχει κυρίως δημιουργικό χαρακτήρα… δεν χρειάζεται να καλύπτει το πρόσωπό της». «Το νεολαιίστικο και λαϊκό κίνημα αντιμετώπισε, σχετικά αποτελεσματικά, την προσπάθεια ταύτισής του με τους “κουκουλοφόρους”». «Προφανώς σε τέτοιες συνθήκες και οι κρατικοί μηχανισμοί προσπαθούν να προωθήσουν εκείνες τις μορφές που συμβάλλουν στα σχέδιά τους»!!!
Υπάρχουν αρκετά ακόμη τέτοια μαργαριτάρια, αλλά δεν είναι δυνατόν να παρατεθούν όλα εδώ. Είναι καθαρό περί τίνος πρόκειται. Την ώρα που ένας αγώνας βρίσκεται σε εξέλιξη, την ώρα που εξελίσσεται μια λυσσασμένη επίθεση καταστολής, κατασυκοφάντησης, απομόνωσης, εξαφάνισης του πυρήνα αυτού του αγώνα, της νεολαιίστικης αντιβίας, έρχεται από το εσωτερικό αυτού του αγώνα μια πολιτική ομάδα και αναλαμβάνει να… κατηγοριοποιήσει τις μορφές της αντιβίας, να τις χωρίσει σε παραδεκτές και απαράδεκτες και στην ουσία να καταδικάσει και να απορρίψει αυτό που υπάρχει, τις υπαρκτές μορφές αντιβίας, στο όνομα κάποιων ιδεατών, που μάλλον δεν θα υπάρξουν ποτέ. Και μάλιστα μια πολιτική ομάδα που –κατά τα άλλα– κόπτεται υπέρ της ανεξαρτησίας των κινημάτων και υποκλίνεται (υποκριτικά) στο αυθόρμητο και τη δημιουργικότητα των μαζών.
Δεν υπάρχουν πλευρές αυτού του κινήματος, αυτής της εξέγερσης που πρέπει να υποβληθούν σε κριτική; Ασφαλώς και υπάρχουν. Η όποια κριτική, όμως, έχει μια προϋπόθεση: ότι στηρίζεις το υπάρχον κίνημα, ότι προσπαθείς μέσα σ’ αυτό το κίνημα να αναπτύξεις τη συνείδησή του, να διδάξεις με το ίδιο σου το παράδειγμα. Για να το πούμε όσο γίνεται πιο απλά, δεν μπορείς να κάνεις κριτική σ’ αυτούς που συγκρούονται στα οδοφράγματα από το αμφιθέατρο της Νομικής. Η ιστορία των επαναστάσεων έχει να μας προσφέρει λαμπρά παραδείγματα πρωτοπόρας επαναστατικής στάσης απέναντι σε αυθόρμητες εξεγέρσεις. Θα ήταν πολύ χρήσιμο να ξανακοιτάξουμε το έργο του Μαρξ «Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» για να παραδειγματιστούμε από τη στάση του απέναντι στον ηρωικό αγώνα των Κομμουνάρων του Παρισιού. Να ξαναδιαβάσουμε όλα τα άρθρα του Λένιν για τη ρωσική επανάσταση του 1905, την οποία οι μπολσεβίκοι στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις (και τα μέλη και τα στελέχη τους πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα). Τα μεγάλα κινήματα είναι ταυτόχρονα και μεγάλα σχολεία. Μέσα σ’ αυτά διδάσκονται οι μάζες και οι πρωτοπορίες έχουν το καθήκον να «συγχωνεύονται» μ’ αυτά.