Την ώρα που η συζήτηση στο δείπνο των ηγετών των χωρών μελών της ΕΕ (εκεί που παίρνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις) σχετικά με την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων, είχε ανάψει, η «Κ» έπαιρνε το δρόμο για το τυπογραφείο. Ετσι, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πώς ακριβώς έχει διαμορφωθεί η τελική απόφαση, εξέλιξη που σίγουρα γνωρίζετε εσείς όταν διαβάζετε αυτές τις γραμμές.
Το παζάρι στην ΕΕ έχει ανάψει εδώ και καιρό. Εκείνο που πρέπει να έχουμε καθαρό είναι ότι σ’ αυτό το παζάρι το Κυπριακό δεν παίζει κανένα ή παίζει ελάχιστο ρόλο. Ως παρονυχίδα έχει τεθεί στο τραπέζι των μεγάλων της ΕΕ, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την άκαμπτη θέση της ολλανδικής προεδρίας έναντι των ελληνοκυπριακών αιτημάτων. Ο προεδρεύων ολλανδός πρωθυπουργός επισκέφτηκε τη Λευκωσία (όπως και όλες τις άλλες πρωτεύουσες), άκουσε τα αιτήματα από τον Τ. Παπαδόπουλο, αλλά ούτε το πιο μετριοπαθές απ’ αυτά δεν περιλήφθηκε σε κανένα από τα τρία προσχέδια θέσεων που είχε καταρτίσει η προεδρία μέχρι την έναρξη της συνόδου κορυφής.
Ποιο είναι το τελευταίο και πιο μετριοπαθές ελληνοκυπριακό αίτημα; Να υπάρξει μια αναφορά στο τελικό κείμενο των συμπερασμάτων στην ανάγκη ομαλοποίησης των τουρκο-κυπριακών σχέσεων. Ο Παπαδόπουλος παρουσίασε αυτό το αίτημα ως τελευταία υποχώρηση της ελληνοκυπριακής πλευράς, πίσω από την οποία δεν μπορεί να κάνει. Ομως, ποιος παίρνει στα σοβαρά αυτή την απειλή, όταν μεταξύ των «25» υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες διαφορές ως προς την πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων; Πού να βρει συμμάχους ο Παπαδόπουλος σ’ αυτό το αίτημα (αν ως προς όλα τα άλλα το παζάρι έχει καταλήξει), όταν τον έχει εγκαταλείψει εκ των προτέρων ο πιο πιστός, ο παραδοσιακός σύμμαχος, η Ελλάδα;
Αυτό που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα είναι εκπληκτικό. Η κυβέρνηση των Αθηνών ακολουθεί μια ριζικά διαφορετική τακτική απ’ αυτή της Λευκωσίας, έχει επιλέξει το στρατόπεδο των πιο φιλικών προς την Τουρκία χωρών και οι πάντες (ακόμα και οι γνωστοί «τουρκοφάγοι») έχουν λουφάξει και δεν λένε κουβέντα. Πρόκειται για μια τακτική στην οποία έχει συναινέσει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, από την εποχή του ΠΑΣΟΚ ακόμα. Μια τακτική που έχει αλλάξει το παλιό δόγμα της «μη ενδοτικότητας» που καθόριζε τους χειρισμούς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με το δόγμα της στήριξης της «ευρωπαϊκής στρατηγικής της Τουρκίας». Από τις επίσημες πολιτικές δυνάμεις μόνο ο Περισσός εμφανίζεται αντίθετος σ’ αυτή την τακτική, αλλά χωρίς να δείχνει κι αυτός κάποιον ιδιαίτερο φανατισμό. Οσο για τα ΜΜΕ, που άλλοτε ήταν έτοιμα να κατακεραυνώσουν ως «ενδοτικό» όποιον υπαινισσόταν πολύ πιο λάιτ πράγματα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μούγκα στη στρούγκα. Βλέπετε, η αλλαγή τακτικής δεν αφορά ένα κόμμα. Είναι μια αλλαγή τακτικής που την επέβαλε η ίδια η ελληνική κεφαλαιοκρατία και έχει στη βάση της έναν απλό συλλογισμό: Θέλουμε να κάνουμε μπίζνες με την Τουρκία – Ξέρουμε ότι σε επίπεδο πολεμικής αντιπαράθεσης δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με την Τουρκία – Την Κύπρο δεν μπορούμε να την κουβαλάμε μια ζωή στην πλάτη μας και τα περί εθνικών δικαίων έχουν καταντήσει γραφικά – Ο μόνος τρόπος είναι να μπει η Τουρκία στην ΕΕ, για να ελέγχεται από την ίδια τη λειτουργία της Ευρωένωσης.
Στην ίδια την ΕΕ έχουν δημιουργηθεί δυο τάσεις σχετικά με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Στη μια είναι επικεφαλής η Γερμανία και προωθεί την απόφαση να δοθεί στην Τουρκία ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά να υπάρχει δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα και υποχρεωτική προοπτική ένταξης. Στην άλλη τάση πρωταγωνιστούν η Γαλλία και η Αυστρία και προωθούν μια απόφαση που θα δίνει ημερομηνία έναρξης διαπραγματεύσεων, χωρίς όμως δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα και με δυνητική την κατάληξη: μπορεί να είναι ένταξη, μπορεί και όχι. Μάλιστα, ο Σιράκ προωθεί ως εναλλακτική λύση και την ειδική σχέση, την οποία όμως απορρίπτει κατηγορηματικά ο Ερντογάν. Η Ελλάδα, λοιπόν, και επί Σημίτη και επί Καραμανλή, έχει ταχθεί αναφανδόν με το πρώτο γκρουπ κρατών, χωρίς να θέτει ούτε το Κυπριακό ούτε τα ελληνοτουρκικά ως όρο.
Να γιατί ο Παπαδόπουλος είναι εντελώς απομονωμένος και προσπαθεί να κερδίσει κάποιες λεξούλες στο κείμενο των συμπερασμάτων, για να μπορέσει να αποφύγει την πίεση από το εθνικιστικό ρεύμα στην Κύπρο. Αν δεν μπορέσουν να του δώσουν ούτε αυτές τις λεξούλες, τότε μπορεί να τον σπρώξουν ακόμα και στο βέτο, όμως δεν νομίζουμε ότι τα πράγματα θα φτάσουν εκεί. Ούτε η Γαλλία έχει ανάγκη να κρυφτεί πίσω από το βέτο του Παπαδόπουλου για να μπλοκάρει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Μπορεί κάλλιστα να το κάνει μόνη της. Απλά, μπορεί να χρησιμοποιήσει στο δικό της παζάρι και το ελληνοκυπριακό αίτημα, χωρίς να ενθαρρύνει σε τίποτα τον Παπαδόπουλο, που κανένας ευρωπαίος ηγέτης δεν τον γουστάρει, μετά την ιστορία με το σχέδιο Ανάν.
Τί άλλο θα πάρει ο Παπαδόπουλος; Την τελωνειακή ένωση, που δεν αποτελεί καμιά παραχώρηση της Τουρκίας, αλλά κάτι που απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο. Είναι αυτονόητο πως το πρωτόκολλο της Αγκυρας θα επεκταθεί και στις 10 νέες χώρες της ΕΕ. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ντε φάκτο και πολύ περισσότερο ντε γιούρε αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία. Η Αγκυρα δεν είναι διατεθειμένη να κάνει τέτοια κίνηση και ουδείς της το έχει ζητήσει. Ακόμα και οι ελληνοκύπριοι σούπερ-πατριώτες ξέχασαν αυτά που έλεγαν μόλις πριν δυο μήνες και αρκούνται πλέον σε μια πολιτική αναφορά στην ανάγκη ομαλοποίησης των τουρκο-κυπριακών σχέσεων. Αναφορά που μπορεί να τη δεχτεί ο Ερντογάν, αν πάρει πρώτα αυτά που ζητάει. Γιατί η Τουρκία προσήλθε στη σύνοδο κορυφής με ένα πακέτο αιτημάτων, ώστε μπορεί να «χαρίσει» μερικά απ’ αυτά για να πάρει την πολυπόθητη καταληκτική ημερομηνία.
Και τί μας ενδιαφέρουν όλα τούτα; Εχουν καμιά σχέση με τα συμφέροντα του ελληνικού και του κυπριακού λαού όλα τούτα; Εχουν κανένα συμφέρον από την ένταξη οι λαοί της Τουρκίας; Θα φάνε κι αυτοί με χρυσά κουτάλια, όπως λέγανε οι ευρωλάγνοι προπαγανδιστές τον καιρό που ο Καραμανλής (ο πρεσβύτερος) έβαζε την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ;
Από την άποψη των λαών όλος αυτός ο καυγάς, το παζάρι ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και η προσπάθεια οικοδόμησης συμμαχιών με κάποια απ’ αυτά γίνεται «περί όνου σκιάς». Κοινό, ενιαίο και αδιαίρετο εθνικό συμφέρον δεν υπάρχει. Οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί βολεύουν τις κεφαλαιοκρατίες ένθεν κακείθεν του Αιγαίου, αλλά απ’ αυτούς τους ανταγωνισμούς οι λαοί ουδέποτε ωφελήθηκαν. Οι λαοί πλήρωσαν με αίμα (ούτε την εισβολή του 1922 στην Τουρκία πρέπει να ξεχάσουμε, ούτε τις σφαγές των Τουρκοκύπριων από τις ορδές των Ελληναράδων, Κυπρίων και Ελλαδιτών), με σκληρή λιτότητα και καταπίεση.
Οσοι σπρώχνουν τους λαούς στη διεκδίκηση «εθνικών στρατηγικών» τους σπρώχνουν να μπουν κάτω από τις σημαίες της δικής τους κεφαλαιοκρατίας. Σημαίες ξένες, εχθρικές. Η δουλειά μας δεν είναι να απαιτούμε από τις κυβερνήσεις και τον πολιτικό κόσμο να ακολουθήσουν «συνεπή εθνική πολιτική». Δουλειά μας είναι να αποκαλύψουμε πως τέτοια πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει και όταν εμφανίζεται δεν είναι παρά αστική πολιτική.