Στους μεγάλους χαμένους των εκλογών της 17ης Ι-ούνη δεν είναι μόνο ο Περισσός. Είναι και οι δύο σχηματισμοί της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Εκλογική Συνεργασία ΚΚΕ μ-λ και Μ-Λ ΚΚΕ), που κυριολεκτικά συνετρίβησαν. Αν ο Περισσός έχασε τη μισή εκλογική του δύναμη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχασε περισσότερα από τα δύο τρίτα και η Εκλογική Συνεργασία περισσότερο από τη μισή. Και τα δύο σχήματα βρέθηκαν σε ψήφους κάτω και από τις ψήφους που είχαν πάρει το 2009. Για την ακρίβεια, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε πάρει το 2009 24.687 ψήφους, τις ανέβασε στις 75.248 ψήφους στις 6 Μάη και τώρα καταποντίστηκε στις 20.389 ψήφους (54.859 ψήφους λιγότερες από τις 6 Μάη και 4.298 λιγότερες από το 2009). Αντίστοιχα, το ΚΚΕ (μ-λ) και το Μ-Λ ΚΚΕ είχαν πάρει αθροιστικά 15.699 ψήφους το 2009, ως Εκλογική Συνεργασία τις ανέβασαν ελάχιστα, στις 16.033 ψήφους, στις 6 Μάη και καταποντίστηκαν στις 7.648 ψήφους στις 17 Ιούνη (8.385 ψήφους λιγότερες από τις 6 Μάη και 4.298 λιγότερες από το 2009). Μάλιστα, η μείωση των ψήφων τους (τουλάχιστον για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που κάναμε μια μικρή έρευνα) είναι σημαντικότερη στα μεγάλα προλεταριακά κέντρα (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη) σε σχέση με την επαρχία.
Το βασικό επιχείρημα αυτών των δυνάμεων για την «βρέξει-χιονίσει» συμμετοχή τους στις εκλογές είναι πως εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες των προεκλογικών περιόδων για να διεισδύσουν στις μάζες των εργαζόμενων και των νέων και να κάνουν ζύμωση για τις απόψεις τους. Εκείνο που δείχνει, όμως, το αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη είναι πως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που διείσδυσε στο εκλογικό τους ακροατήριο. Σε δυο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, μέσα σ’ ένα δίμηνο, δούλεψαν όχι για τις ιδέες τους, αλλά για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι δικαιολογίες, βέβαια, θα βρεθούν και δεν θα είναι διαφορετικές απ’ αυτές που επιστρατεύει η ηγεσία του Περισσού: έπιασαν οι εκβιασμοί. Ομως, αυτό αφορά τον κόσμο που ψήφισε το λεγόμενο «μέτωπο του ευρώ», όχι όσους ψήφισαν ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Εκλογική Συνεργασία. ‘Η μήπως αφορούν και αυτούς; Τις ψήφους των δύο αυτών σχημάτων τις «ξεψείρισε» κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι το μαύρο μέτωπο, όπως το χαρακτηρίζουν. Και το ερώτημα είναι «γιατί;». Και γίνεται πιο επιτακτικό το ερώτημα, αν πάρουμε υπόψη μας αυτά που έγραφαν μετά τις εκλογές της 6ης Μάη.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για παράδειγμα, πλέοντας σε πελάγη αγωνιστικής ονειροφαντασίας, εκτιμούσε ότι οι εκλογές της 6ης Μάη «ανέδειξαν μια μεγάλη στροφή του λαού προς την Αριστερά, δείχνοντας ότι μεγάλο τμήμα του λαού στρέφει τις ελπίδες του στην Αριστερά» και ότι «η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατάφερε μια σημαντική καταγραφή, με υπερτριπλασιασμό του ποσοστού και των ψήφων της σε πανελλαδική κλίμακα», γεγονός που ήταν αποτέλεσμα των εκατοντάδων εκδηλώσεων που οργάνωσε ανά την Ελλάδα, παρουσιάζοντας την πολιτική της πρόταση «για έναν άλλο δρόμο, έξω από το χρέος, το Μνημόνιο, το ευρώ και την ΕΕ». Σημείωνε, δε, με έμφαση, ότι «η πρόταση αυτή έγινε αντικείμενο συζήτησης με δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές, κάτι που αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη και καταγράφηκε σε σημαντικό βαθμό και στο εκλογικό αποτέλεσμα». Μάλιστα, σε μια εκδήλωση πολιτικής… μετριοφροσύνης, διαπίστωνε ότι «το αποτέλεσμα ήταν χαμηλότερο των προσδοκιών» και τόνιζε ότι «έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε ώστε το εύρος, η ποιότητα και το βάθος των πολιτικών δεσμών που οικοδομήθηκαν με τον κόσμο του αγώνα να είναι αντίστοιχες αυτών που απαιτούν η οξύτητα της πολιτικής διαπάλης και τα διλήμματα που θέτουν οι πολιτικές συνθήκες». Σε κάθε περίπτωση, όμως, όπως τονιζόταν στη σχετική ανακοίνωση, «το χτεσινό αποτέλεσμα αναδεικνύει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα υπαρκτό ρεύμα εντός της κοινωνίας και της Αριστεράς»! Πώς έγινε, όμως, και αυτό το «υπαρκτό ρεύμα» μέσα σε 40 μέρες μεταγγίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ; Τι έγινε η «πολύτιμη παρακαταθήκη», η οποία μάλιστα είχε καταγραφεί «σε σημαντικό βαθμό και στο εκλογικό αποτέλεσμα»; Με τι υλικό έγινε αυτή η καταγραφή, με κιμωλία πάνω σε μαυροπίνακα και πέρασε το συριζαίικο σφουγγάρι και την έσβησε τόσο εύκολα;
Ακόμα και την παραμονή των εκλογών της 17ης Ιούνη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξέδιδε ανακοίνωση με τίτλο «Μάχη μέχρι την τελευταία στιγμή: ΑΝΤΑΡΣΥΑ δυνατή στις εκλογές και τους αγώνες της επόμενης μέρας!», στην οποία απλά εξέφραζε τη… λύπη της, διότι «δυστυχώς στη λογική της “αναδιαπραγμάτευσης” του Μνημονίου προσχωρούν και δυνάμεις της Αριστεράς», όπως η ΔΗΜΑΡ (!!!), ενώ «ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για ετεροχρονισμό και όχι διαγραφή του χρέους, αποδοχή και επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης και για αντικατάσταση του Μνημονίου…»! Δεν πρέπει, λοιπόν, ν’ απορεί κανείς που τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων της ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (κάποιοι ίσως και ΔΗΜΑΡ), αναζητώντας λύση εξουσίας και όχι διαμαρτυρίας. Αυτό συνέβη πρώτα και κύρια επειδή δεν ήταν ψηφοφόροι που αποδέχονταν ένα πολιτικό πρόγραμμα (ήταν ευκαιριακοί ψηφοφόροι διαμαρτυρίας) και δευτερευόντως επειδή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μιλούσε για «νίκη της Αριστεράς», αθροίζοντας τις ψήφους και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ.
Το ΚΚΕ (μ-λ) από την πλευρά του έγραφε στην εφημερίδα του πως «δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι αυτό που ανέδειξαν οι κάλπες είναι αναμφισβήτητα μια μεγάλη επιτυχία του λαϊκού παράγοντα, που ανήκει 100% στον λαό» (!), ενώ η Εκλογική Συνεργασία εξέδιδε προκήρυξη στην οποία έγραφε ότι «στις 6 Μάη ο λαός έδωσε ένα ακόμη ηχηρό μήνυμα στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας ολιγαρχίας»! Οταν έχασε τις μισές ψήφους και βγήκε το αποτέλεσμα που βγήκε στις 17 Ιούνη, η Εκλογική Συνεργασία ανακοίνωσε ότι «το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη, με βάση και τη διευρυμένη αποχή, χαρακτηρίζεται από την πολιτική αναδίπλωση πλατιών λαϊκών μαζών, αποτέλεσμα της μεγάλης εκβιαστικής, τρομοκρατικής εκστρατείας των ιμπεριαλιστών και των ντόπιων αντιδραστικών δυνάμεων»!
Μέσα σε 40 μέρες, φτάσαμε από τη «μεγάλη επιτυχία του λαϊκού παράγοντα» στη μεγάλη επιτυχία «των ιμπεριαλιστών και των ντόπιων αντιδραστικών δυνάμεων» κι αυτή η αλλαγή έγινε μόνο με τα λόγια! Το μόνο που δεν περνά από το μυαλό όσων κάνουν τέτοιες εκτιμήσεις είναι πως αυτό που χαρακτηρίζουν «μεγάλη επιτυχία του λαού» δεν είναι παρά η εκτόνωση στην κάλπη, η οποία είναι πάντοτε ελέγξιμη και χειραγωγήσιμη. Και δεν τους περνά από το μυαλό, γιατί θεωρούν τη δική τους συμμετοχή ως το ανώτατο σημείο του πολιτικού αγώνα. Καμιά φορά εισπράττουν μερικές χιλιάδες ψήφους διαμαρτυρίας και γράφουν πανηγυρικές αναλύσεις επί αναλύσεων, τις οποίες καμώνονται πως ξεχνούν στις επόμενες εκλογές, όταν οι ψήφοι μεταναστεύουν. Η πρωτοφανής στην Ελλάδα συγκυρία των δυο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων μέσα σε λιγότερο από δυο μήνες, χωρίς να μεσολαβήσει κάτι το σημαντικό, κατέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τα αδιέξοδα αυτής της πολιτικής και απογύμνωσε από κάθε σοβαρό επιχείρημα την άποψη της «διείσδυσης στην κοινωνία μέσω των προεκλογικών εκστρατειών». Δεν είναι η πρώτη φορά που οι δυνάμεις της λεγόμενης άκρας ή ριζοσπαστικής ή επαναστατικής Αριστεράς χρησιμεύουν, σε μικρή κλίμακα ασφαλώς, ως δοχείο διαστολής του πολιτικού συστήματος, υποδεχόμενες προσωρινά (και μόνο σε επίπεδο κάλπης) ένα μέρος της λαϊκής διαμαρτυρίας, το οποίο μετά επαναπατρίζεται. Τι μένει; Μένει η νομιμοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και η συσκότιση των πραγματικών πολιτικών αναγκών που έχουν οι εργάτες, οι εργαζόμενοι, οι νέοι.
Και βέβαια, δεν πρέπει να παραλείψουμε την εκστρατεία που διεξήγαγαν, ειδικά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενάντια στη γραμμή της αποχής, την οποία στιγμάτιζαν ως πολιτική λιποταξία, αν όχι ως ταξική προδοσία. Κι όμως, η αποχή σημείωσε νέα άνοδο στις 17 Ιούνη, γεγονός που σημαίνει πως περισσότερος κόσμος σιχάθηκε το στημένο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και αρνήθηκε να υποκύψει στους κάθε είδους εκβιασμούς και στο βρόμικο δικομματικό παιχνίδι που στήθηκε. Γύρισε την πλάτη του στο στημένο παιχνίδι, θεωρώντας ότι η ψήφος του πραγματικά δεν έχει καμιά αξία. Αυτοί, λοιπόν, που προσπάθησαν να προβοκάρουν την αποχή ως πολιτική στάση, αντί να την ενισχύσουν για να γίνει πιο ισχυρό το πολιτικό της μήνυμα, δούλεψαν στην πραγματικότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ και μέσω αυτού δούλεψαν για το σύστημα που αναζητά κάποιες –προσωρινές έστω– ανάσες σταθερότητας.
Για πολλοστή φορά αποδείχτηκε, ότι το εκλογικό παιχνίδι δεν είναι το παιχνίδι των πραγματικά επαναστατικών δυνάμεων, όταν μάλιστα το παιχνίδι γίνεται μόνο στις κάλπες, χωρίς κοινωνικές διεργασίες, χωρίς ταξικούς αγώνες, οι δυνάμεις του συστήματος διευκολύνονται στο να χειραγωγήσουν εκλογικά τις λαϊκές μάζες. Τότε, οι «αριστερές» στροφές γίνονται πάρα πολύ εύκολα «δεξιές» στροφές.