Στην 30ή συνεδρίαση της δίκης των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, που έγινε την Τετάρτη 2 Δεκέμβρη, συνεχίστηκε η εξέταση της αυτόπτη μάρτυρα Δ.Ζ., που προκάλεσε πανικό στους νεοναζί και τους συνηγόρους τους. Με ερωτήσεις κατά ριπάς, οι συνήγοροι υπεράσπισης των νεοναζί προσπάθησαν να κουράσουν τη μάρτυρα και να την οδηγήσουν σε αντιφάσεις. Η προσπάθειά τους απέτυχε. Οι καταθέσεις της Δ.Ζ. στην προανάκριση, την ανάκριση και στην ακροαματική διαδικασία είναι απόλυτα συνεπείς η μία με την άλλη. Γιατί δεν υπήρξαν προϊόν επεξεργασίας, αλλά εξιστόρηση αυτών που είδε από κοντά στον τόπο της στυγνής δολοφονίας του Π. Φύσσα από τον νεοναζί Γ. Ρουπακιά, μαζί με την φίλη της Π.Κ., που σύμφωνα με τον κατάλογο μαρτύρων του κατηγορητηρίου είναι η επόμενη μάρτυρας και πρέπει να κληθεί να καταθέσει την Παρασκευή 4 Δεκέμβρη.
Η μάρτυρας δεν έκρυψε τις αντιφασιστικές της πεποιθήσεις. Οτι από τα 17 της γνωρίζει για τη δράση της ΧΑ, ότι παρακολουθεί αυτή τη δράση και είναι σαφώς ενάντια στο νεοναζισμό. Αρχικά, οι συνήγοροι υπεράσπισης των νεοναζί δεν επεχείρησαν να αξιοποιήσουν αυτή την τοποθέτηση της μάρτυρα, κατηγορώντας την για μεροληψία και προκατάληψη. Οταν είδαν ότι δεν κατάφεραν να οδηγήσουν τη μάρτυρα σε αντιφάσεις και ότι η κατάθεσή της τους «τσουρουφλίζει», αποφάσισαν να παίξουν αυτό το χαρτί. Ο συνήγορος υπεράσπισης Γ. Μιχαλόλιας, γιος του επίσης συνηγόρου υπεράσπισης Π. Μιχαλόλια και ανιψιός του φίρερ Μιχαλολιάκου, παρουσίασε αναρτήσεις της μάρτυρα στο λογαριασμό της στο Facebook. Διάβαζε κομμάτια από τις αναρτήσεις, που ήταν σαφώς επικριτικές για τη νεοναζιστική ΧΑ και τη δράση της, τη ρωτούσε αν είναι δικιές της και τις κατέθετε στο δικαστήριο για να εισαχθούν στα πρακτικά. Η μάρτυρας απάντησε, χωρίς το παραμικρό ίχνος αμηχανίας, ότι οι αναρτήσεις είναι δικιές της. Αλλωστε, από την πρώτη στιγμή είχε δηλώσει τον αντιφασισμό της. Σημασία δεν έχουν οι προσωπικές της απόψεις αλλά η αξιοπιστία της ως αυτόπτη μάρτυρα.
Και είναι αυτή η αξιοπιστία που ενέτεινε τον πανικό των νεοναζί και των συνηγόρων της. Στην προηγούμενη συνεδρίαση, ο χρυσαυγίτης Ι. Καζαντζόγλου, τον οποίο η μάρτυρας αναγνώρισε ως συνοδηγό στο αυτοκίνητο του Ρουπακιά, έξω φρενών φώναζε: «Αφήστε με να βγω έξω, να της πω εγώ». Οπως κατήγγειλε η μάρτυρας, από τη μεριά των συνηγόρων υπεράσπισης των νεοναζί ακουγόταν συνέχεια ότι είναι «βαλτή». Σ’ αυτή τη συνεδρίαση, συνήγοροι των νεοναζί, απευθυνόμενοι σε συνηγόρους της πολιτικής αγωγής είπαν για τη μάρτυρα: «Πάρτε την από εδώ, αλλά δεν την σώζετε»!
Η απειλή ακούστηκε από την προεδρεύουσα Μ. Λεπενιώτη, τους υπόλοιπους δικαστές και τους εισαγγελείς και απετέλεσε αιτία προσωρινής διακοπής της συνεδρίασης. Οταν επαναλήφθηκε η συνεδρίαση, το μόνο που έκανε η προεδρεύουσα ήταν να απευθυνθεί στους συνηγόρους και των δύο πλευρών, ζητώντας αυτά που συνέβησαν προηγουμένως να μην επαναληφθούν! Ετσι αντιλαμβάνεται το καθήκον της απέναντι σε πολίτες που απειλούνται από νεοναζί η εφέτης Λεπενιώτη; Ετσι αντιλαμβάνεται την υποχρέωση προστασίας των μαρτύρων που προσέρχονται να καταθέσουν στο δικαστήριό της; Η προεδρεύουσα γνωρίζει πολύ καλά ότι η άσκηση πίεσης στους μάρτυρες από τους υπερασπιστές είναι επιτρεπτή, όταν βρίσκεται μέσα στα όρια των δικονομικών κανόνων. Οι απειλές, όμως, δεν είναι απλώς δικονομικό ολίσθημα. Είναι και ποινικό αδίκημα, του οποίου θα έπρεπε να επιληφθεί η προεδρεύουσα και οι εισαγγελείς της έδρας.
Οι απειλές κατά της μάρτυρα αποτελούν ένδειξη πανικού των νεοναζί και των υπερασπιστών τους. Αντιλαμβάνονται τι θα συμβεί όταν θα καταθέσει η φίλη της, επίσης αυτόπτης μάρτυρας στη δολοφονία του Π. Φύσσα καθώς και οι δύο αυτόπτες μάρτυρες που είδαν τη δολοφονία από το μπαλκόνι του σπιτιού τους, σε σχετικά μικρή απόσταση.
Σημαντικό γεγονός, επίσης, είναι η παρασκηνιακή συνεννόηση της προεδρεύουσας και συνηγόρων υπεράσπισης για να κληθεί από το γραμματέα του δικαστηρίου να προσέλθει στη δίκη ο αστυνομικός Γ. Ρώτας, ενώ ακόμη το δικαστήριο δεν είχε αποφασίσει επί του σχετικού αιτήματος του Β. Οπλατζάκη, συνηγόρου των Καζαντζόγλου και Ρουπακιά. Το αίτημα είχε αρχικά αναπτύξει ο συνήγορος αυτός προφορικά (στη συνεδρίαση της 25ης Νοέμβρη). Ζήτησε να κληθούν οι αστυνομικοί Γ. Ρώτας και Χ. Δεληγιάννης. Στις 2 Δεκέμβρη κατέθεσε γραπτό αίτημα και ζήτησε να κληθεί να καταθέσει κατ’ αντιπαράσταση με τη μάρτυρα Δ.Ζ. μόνο ο Γ. Ρώτας. Κι ενώ η απόφαση του δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου αιτήματος εκκρεμούσε, η πρόεδρος διέταξε το γραμματέα να καλέσει τον Ρώτα, ο οποίος εμφανίστηκε στη δίκη!
Αυτό το γνωρίζουμε από ενημέρωση που έκανε ο γραμματέας σε συνηγόρους της πολιτικής αγωγής και στη μάρτυρα στο τέλος της συνεδρίασης, εξηγώντας τους γιατί κάλεσε τον Ρώτα να έρθει στη δίκη. Ακούσαμε κι εμείς την ενημέρωση του γραμματέα και του επισημάναμε ότι αυτή η ενέργεια είναι παράνομη. Ο γραμματέας ενοχλήθηκε που το μάθαμε και εμείς, μολονότι αυτός εκτέλεσε εντολή της προεδρεύουσας.
Αυτό το παρασκήνιο της προεδρεύουσας με συνηγόρους υπεράσπισης των νεοναζί συνιστά από μόνο του δικαστικό πραξικόπημα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα αν το δικαστήριο δεχτεί το αίτημα της υπεράσπισης των νεοναζί να κληθεί ο αστυνομικός Γ. Ρώτας για να εξεταστεί κατ’ αντιπαράσταση με τη μάρτυρα Δ.Ζ. , γιατί θα αναγορεύσει αυτόν τον αστυνομικό στον μοναδικό αξιόπιστο μάρτυρα, που θα κρίνει τις καταθέσεις των πολιτών αυτοπτών μαρτύρων.
Ενας λόγος παραπάνω είναι ότι αυτός ο αστυνομικός, όπως και οι υπόλοιποι επτά συνάδελφοί του των δύο ομάδων ΔΙΑΣ, ενώ ήταν παρόντες στο σημείο που έγινε η δολοφονία του Π. Φύσσα, άφησαν ελεύθερο το πεδίο δράσης στον Ρουπακιά και στο νεοναζιστικό τάγμα εφόδου να ξεδιπλώσουν το οργανωμένο δολοφονικό τους σχέδιο. Εχουν ευθύνη για ό,τι συνέβη και έχουν κάθε λόγο να παραποιήσουν τα γεγονότα για να συγκαλύψουν τη δική τους ευθύνη. Δεν μπορεί να θεωρούνται αξιόπιστοι μάρτυρες αυτοί που πρέπει να παραπεμφθούν ως κατηγορούμενοι για υπόθαλψη στυγνών δολοφόνων, όπως ο Ρουπακιάς και οι νεοναζί συμμορίτες.
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής αντέκρουσαν με νομικά επιχειρήματα το αίτημα για κλήση του αστυνομικού Γ. Ρώτα και ζήτησαν την απόρριψή του, που πρέπει να γίνει δεκτή από το δικαστήριο. Σωστό είναι επίσης το αίτημα του συνηγόρου πολιτικής αγωγής Κ. Παπαδάκη που ζήτησε, πέρα από την απόρριψη του αιτήματος της υπεράσπισης των νεοναζί, να κληθούν άλλοι τέσσερις μάρτυρες, οι Ι. Μιχαηλίδης, Α. Νικολάου, Η. Κοντονικόλας και ένας που δεν είχε πρόχειρο το όνομά του. Κατά τη γνώμη μας, μετά τη φίλη της Δ.Ζ., που πρέπει να είναι η επόμενη μάρτυρας, πρέπει ν’ ακολουθήσουν οι μάρτυρες που ζήτησε να κληθούν ο συνήγορος Κ. Παπαδάκης, προηγούμενοι των υπόλοιπων μαρτύρων του κατηγορητήριου.