Εκατό χρόνια μετά την πραγματοποίησή της, η Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση έγινε λίγο της μόδας. Σαν τα μπλουζάκια με την προσωπογραφία του Τσε ένα πράμα. Αναρίθμητα είναι τα συνέδρια, οι ημερίδες, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται. Αναρίθμητες και οι παπάρες που ακούγονται. Φαινόμενο λογικό και εξηγήσιμο, αν σκεφτούμε ότι εκδηλώσεις δεν κάνουν μόνο ο Περισσός ή οι τροτσκιστικές ομάδες, αλλά ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Δήμος Αθηναίων!
Από την άποψη αυτή, πιο ειλικρινείς είναι οι λυσσασμένοι αναθεωρητές ιστορικοί, που βρήκαν την ευκαιρία να ξαναρίξουν στην πιάτσα τη γνωστή θεωρία τους περί πραξικοπήματος, ποντάροντας στο νεότερο στην ηλικία κοινό και στην εν γένει αδιαφορία (αν όχι εχθρότητα) για την πολιτική-θεωρητική μόρφωση, που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Ακόμα κι ένας πρωτοετής των νομικών ή των πολιτικών επιστημών θα τους απαντούσε ότι πραξικόπημα έχουμε όταν ένα τμήμα του κρατικού μηχανισμού χρησιμοποιεί τη στρατιωτική δύναμη που διαθέτει για να επιβάλει τη θέλησή του, παραβιάζοντας το ισχύον σύνταγμα. Ενώ όταν η κατάκτηση της εξουσίας γίνεται από δυνάμεις του ένοπλου λαού, που κινούνται έξω και ενάντια στον κρατικό μηχανισμό, έχουμε επανάσταση. Είπαμε, όμως, οι αναθεωρητές ιστορικοί δουλεύουν με «τρολιές» και όχι με επιστημονική ανάλυση.
Μπροστά σ’ αυτόν τον ορυμαγδό, της αστικής και μικροαστικής υποκρισίας από τη μια, της αναθεωρητικής «τρολιάς» από την άλλη, εκείνοι που έχουν τα διδάγματα του μεγάλου Οκτώβρη ως συστατικό στοιχείο του θεωρητικού, προγραμματικού και πολιτικού τους DNA, αισθάνονται κάπως άβολα. Οχι και αμήχανα, όμως. Ο επετειακός ορυμαγδός οσονούπω θα παρέλθει, οπότε θα επανέλθουμε στην… κανονικότητα. Μια κανονικότητα που για εμάς περιλαμβάνει τα διδάγματα του Οκτώβρη, τη θυελλώδη σοσιαλιστική οικοδόμηση που ακολούθησε τη νίκη της επανάστασης (για πρώτη φορά στην Ιστορία), την εκρηκτική ανάπτυξη του κομμουνιστικού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, υπό την καθοδήγηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και την ανάλυση της διαδικασίας παλινόρθωσης του καπιταλισμού, που άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Και μια που γράψαμε την… κακιά λέξη, να πούμε ότι Λένιν και Στάλιν είναι αξεχώριστοι. Πριν, κατά και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο, που ο χώρος δεν επιτρέπει την παρουσίασή του.
Ποιο είναι το βασικότερο δίδαγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, υπό το φως της Ιστορίας των Επαναστάσεων; Οτι το εξεγερμένο προλεταριάτο, ο εξεγερμένος λαός, χρειάζεται τη φυσική του ηγεσία για να φτάσει την επανάσταση μέχρι το τέλος.
Στη δράση του Κόμματος των Μπολσεβίκων, πριν και κατά τη διάρκεια της ρωσικής επανάστασης (από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917), αλλά και μετά τη νίκη της επανάστασης, στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, του εμφύλιου πολέμου και της ξένης επέμβασης, μπορούμε να δούμε την επιτομή της διαλεκτικής σχέσης του εξεγερμένου προλεταριάτου με την επαναστατική του πρωτοπορία.
Στις διπλανές στήλες επιχειρούμε μια συνοπτική καταγραφή της εξέλιξης της Ρωσικής Επανάστασης και του κρίσιμου-αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισε το μπολσεβίκικο κόμμα την ίδια περίοδο. Προλογικά, θα σημειώσουμε ότι το μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε μόνο τον θεωρητικό και προγραμματικό εξοπλισμό για να εκτιμά σωστά τη συγκυρία και να προσανατολίζει την πολιτική του αναλόγως με τις δυνατότητες που αυτή η συγκυρία ξάνοιγε, αλλά είχε και εκείνο το στελεχιακό δυναμικό, από «πάνω» μέχρι «κάτω», που του επέτρεπε να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία και ανατροφοδότηση με τις πλατιές μάζες των εργατών, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, αναγνωριζόμενο απ’ αυτές ως η φυσική τους ηγεσία.
Ηταν το Στρατιωτικό Επαναστατικό Κέντρο της ΚΕ του μπολσεβίκικου κόμματος (Στάλιν, Σβερντλόφ, Τζερζίνσκι, Μπουμπνόφ και Ουρίτσκι) που έδωσε την εντολή να κινηθούν οι ένοπλοι επαναστάτες (εργάτες και στρατιώτες) και να καταλάβουν την εξουσία στο όνομα των σοβιέτ, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Οκτώβρη του 1917 (με το παλιό ημερολόγιο). Η εντολή αυτή δεν ήταν μια επαναστατική λογοκοπία, αλλά η έναρξη της υλοποίησης ενός αναλυτικά επεξεργασμένου σχεδίου.
Οι μάζες των ένοπλων εργατών και των στρατιωτών κινήθηκαν αποφασιστικά με βάση αυτή την εντολή και κατέλαβαν την εξουσία, ακριβώς επειδή αναγνώριζαν στους μπολσεβίκους τη φυσική τους ηγεσία.
Η αδιάλλακτη πάλη με τον οπορτουνισμό
Το μπολσεβίκικο κόμμα ανδρώθηκε και ατσαλώθηκε στην αδιάλλακτη πάλη με τα οπορτουνιστικά ρεύματα που κυριαρχούσαν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα της Ρωσίας. Χωρίς αυτόν τον συνεπή, διαχρονικό αγώνα οι μπολσεβίκοι δε θα είχαν εξασφαλίσει τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στην ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, στην κρίσιμη καμπή της Ιστορίας τον Οκτώβρη του 1917.
Οι μπολσεβίκοι, από την πρώτη στιγμή της ανεξάρτητης πολιτικής τους παρουσίας, συγκρότησαν ένα προλεταριακό κόμμα με ενιαία θέληση και επαναστατικό πρόγραμμα. Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ειδικά τη γερμανική, που είχε εξελιχθεί στην ηγέτιδα δύναμη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της Δεύτερης Διεθνούς, οι μπολσεβίκοι δε δίστασαν να έρθουν πολύ γρήγορα σε προγραμματική και οργανωτική ρήξη με την οπορτουνιστική πτέρυγα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, τους μενσεβίκους, που απεμπολούσαν τις βασικές αρχές του μαρξισμού, ευθυγραμμιζόμενοι πίσω από την αστική τάξη της Ρωσίας.
Οι μενσεβίκοι στένευαν το πεδίο δράσης των σοσιαλδημοκρατών στους οικονομικούς αγώνες του προλεταριάτου, επιφυλάσσοντας για τη σοσιαλδημοκρατία μονάχα ένα ρόλο διακοσμητικής αντιπολίτευσης στο πολιτικό σύστημα. Η τακτική τους ήταν εφάμιλλη της οπορτουνιστικής πολιτικής του Μπερνστάιν στη Γερμανία, ο οποίος δήλωνε αφοριστικά: «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός στόχος τίποτα». Για τους μπολσεβίκους, η επαναστατική πολιτική πάλη της σοσιαλδημοκρατίας συμπεριελάμβανε την καθημερινή συστηματική ζύμωση και δράση για την αποκάλυψη όλων των εκμεταλλευτικών σχέσεων ανάμεσα στον τσαρισμό, το θεμέλιό του, την αριστοκρατία, την ανερχόμενη αστική τάξη και τα εκμεταλλευόμενα μισθωτά στρώματα της αγροτιάς και της εργατικής τάξης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε η εργατική τάξη να αποκτήσει κομμουνιστική συνείδηση, να απευθυνθεί με αξιώσεις στα υπόλοιπα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα και να τα παρακινήσει να συμμαχήσουν μαζί της για την επαναστατική ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Η θεωρητική και προγραμματική προετοιμασία της καθοριστικής σημασίας πολιτικής σύγκρουσης μπολσεβικισμού-μενσεβικισμού για το επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας προετοιμάστηκε αναλυτικά στο γνωστό έργο του Λένιν «Τι να κάνουμε»[1] και αποτέλεσε το βασικό εργαλείο ξεκαθαρίσματος της επαναστατικής τακτικής για την πρώτη γενιά του κόμματος.
Περίοδος του τσαρισμού
Εξαρχής, οι μπολσεβίκοι με επικεφαλής τον Λένιν πάλεψαν για την πολιτική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της εργατικής τάξης στο επαναστατικό κίνημα που αγκάλιαζε τη μεγάλη μάζα του εργαζόμενου λαού, τους αγρότες, καθώς και για την εξασφάλιση της ηγεμονίας του προλεταριάτου σε αυτό.
Στην περίοδο του τσαρισμού, από το μακρινό 1905 έως τον Φλεβάρη του 1917, τόσο οι οπορτουνιστές μενσεβίκοι όσο και οι επαναστάτες μπολσεβίκοι χαρακτήριζαν την επικείμενη επανάσταση για την ανατροπή του τσαρισμού και της κυριαρχίας της φεουδαρχίας και των επιβιώσεων του μεσαιωνισμού στην ύπαιθρο ως αστική επανάσταση. Σε αντίθεση με τους μενσεβίκους, οι μπολσεβίκοι υποστήριζαν ότι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της αστικής επανάστασης και να την πραγματοποιήσει αποφασιστικά μέχρι τέλους, τσακίζοντας τα θεμέλια της φεουδαρχίας και του τσαρισμού, είναι η εργατική τάξη. Οτι το προλεταριάτο πρέπει να προετοιμάζει τους όρους της μαζικής εξέγερσης και δεν μπορεί, δεν πρέπει να περιμένει τις κινήσεις της αστικής τάξης.
Βασιζόμενοι στην πείρα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του 1848 στην Ευρώπη, που συνόψισαν θεωρητικά οι Μαρξ-Ενγκελς, οι μπολσεβίκοι ισχυρίζονταν ορθότατα ότι η αστική τάξη της Ρωσίας είναι συμφιλιωτική και συμβιβαστική με τη φεουδαρχία. Η αστική τάξη δεν μπορούσε να παίξει πια τον επαναστατικό ρόλο που διαδραμάτισε η αστική τάξη της Γαλλίας το 1789-1793, σαρώνοντας με επαναστατικό τρόπο τα φεουδαρχικά δεσμά στη γαλλική ύπαιθρο.
Αντίθετα, οι μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι επικεφαλής της αστικής επανάστασης μπορεί να είναι μόνον η αστική τάξη. Ο Λένιν υποστήριζε ότι οι σύγχρονοι γιακωβίνοι είναι το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου και ότι οι μενσεβίκοι με τη στάση τους είναι άξιοι απόγονοι των γιρονδίνων[2]. Οι μενσεβίκοι βάπτιζαν την πολιτική ουράς στην αστική τάξη, πολιτική της «άκρας επαναστατικής αντιπολίτευσης», και με ευφυολογήματα προσπαθούσαν να την παρουσιάσουν ως επαναστατική. Στην πράξη, η οπορτουνιστική πολιτική των μενσεβίκων οδηγούσε την εργατική τάξη σε πολιτική ουράς του κόμματος των καντέτ, του κόμματος της φιλελεύθερης αστικής τάξης, που επεδίωκε ανώδυνες μεταρρυθμίσεις στην τσαρική Ρωσία, συγκεντρώνοντας βαθμιαία τη στήριξη των πολυάριθμων στρωμάτων της εξαθλιωμένης αγροτιάς της υπαίθρου, που μέσα στη γενικευμένη πολιτική καθυστέρηση ελκυόταν από τα ψίχουλα των ψεύτικων διακηρύξεων για βελτίωση της ζωής τους.
Την ίδια περίοδο, οι μπολσεβίκοι αναμετρήθηκαν προγραμματικά και θεωρητικά με τους εσέρους (ή σοσιαλεπαναστάτες), το μικροαστικό κόμμα των αγροτών, που αρνούνταν πεισματικά -στο φως της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία στις αρχές του εικοστού αιώνα, της δημιουργίας της μεγάλης βιομηχανίας στα μητροπολιτικά κέντρα της Μόσχας και της Πετρούπολης- τον πρωτοπόρο ρόλο της νεοσχηματιζόμενης εργατικής τάξης για κάθε επαναστατική αλλαγή.
Στην τακτική τους, οι μπολσεβίκοι έστρεφαν τα βέλη τους κατά κύριο λόγο στα μεγάλα κόμματα που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν, να συμφιλιώσουν τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού με το υπάρχον καθεστώς. Την περίοδο που προηγήθηκε της επανάστασης του Φλεβάρη, οι καντέτ ήταν ο βασικός στόχος των μπολσεβίκων, παρότι η κυβέρνηση ήταν τσαρική. Οι μπολσεβίκοι κατακεραύνωναν κάθε προσπάθεια της φιλελεύθερης αστικής τάξης να εξαπατήσει τους αγρότες, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια τους για κάθε συμβιβασμό με τον τσαρισμό. Η έντονη πολεμική τους χαρακτηριζόταν από τους καιροσκόπους αντιπάλους των μπολσεβίκων ως προδοσία του κοινού μετώπου ενάντια στον τσαρισμό.
Μετά το Φλεβάρη του 1917
Προς το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, η διόγκωση της πείνας, της εξαθλίωσης, ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών στο μέτωπο, οδήγησαν την αγροτιά μαζικά σε ξεσηκωμό. Η δυναστεία του Τσάρου κατέρρευσε και η αστική τάξη πήρε την εξουσία τον Φλεβάρη του 1917. Με την προδοτική συγκατάθεση των εσέρων και των μενσεβίκων, πίσω από τις πλάτες των εργατών, το κόμμα των καντέτ σχημάτισε την πρώτη προσωρινή κυβέρνηση, παρέχοντας υπουργικό θώκο στον εσέρο Κερένσκι. Παράλληλα, η αποδιοργάνωση του τσαρικού στρατού, η αποδιοργάνωση της κρατικής μηχανής, οδήγησε στο σχηματισμό των σοβιέτ, των συμβουλίων των ένοπλων εργατών και ένοπλων στρατιωτών-αγροτών.
Η αστική επανάσταση είχε ήδη συντελεστεί. Η συγκρότηση των σοβιέτ, της πλατιάς οργάνωσης πρώτα απ’ όλα των εργατών, πλάι στην αστική κυβέρνηση των καντέτ, συνιστούσε μια μεταβατική δυαδική εξουσία. Πλάι στην εξουσία της αστικής τάξης, που έλεγχε την παλιά κρατική διοίκηση, ξεπρόβαλλε η εξουσία της εργατικής τάξης, με το δικό της μηχανισμό που διέφερε ουσιαστικά τόσο από την παλιά τσαρική διοίκηση όσο και από την κρατική μηχανή κάθε σύγχρονου αστικού κράτους, αφού δεν ήταν αποσπασμένη γραφειοκρατικά από τη πλατιά μάζα του λαού, αλλά ήταν σάρκα από τη σάρκα του.
Με τις θέσεις του Απρίλη, ο Λένιν ξεκαθάριζε ότι στις συνθήκες της διάλυσης του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών συσχετισμών, λόγω του πρωτοφανούς μαζικού ξεσηκωμού της αγροτιάς, η εξέλιξη της επανάστασης σε σοσιαλιστική ήταν αναπόφευκτη και αναγκαία συνθήκη για την ανακούφιση του λαού από το φάσμα της πείνας και της εξαθλίωσης. Τα άμεσα επαναστατικά μέτρα ρύθμισης και ελέγχου της παραγωγής, προκειμένου να σωθεί από την πείνα η εργατική τάξη των πόλεων και τα πληβειακά στρώματα της υπαίθρου, μπορούσαν να είναι μόνο σοσιαλιστικά[3]. Σε αυτή την κατεύθυνση τα σοβιέτ έπρεπε να αποτελέσουν την μοναδική κρατική εξουσία, μεταβιβάζοντας έτσι πλήρως την εξουσία στην εργατική τάξη, για να προχωρήσει την επανάσταση, λύνοντας ταυτόχρονα τα αστικοδημοκρατικά ζητήματα που η συμβιβαστική αστική τάξη απεμπόλησε προς όφελος των συμμάχων της φεουδαρχών στην ύπαιθρο. Αυτά δεν ήταν άλλα από τον τερματισμό του πολέμου και τη διανομή της γης στους αγρότες, απαλλοτριώνοντάς την από τους αριστοκράτες. Το σύνθημα των μπολσεβίκων έπεσε σαν βόμβα μεγατόνων στη πολιτική ζωή της επαναστατημένης Ρωσίας και δεν ήταν άλλο από το: όλη η εξουσία στα σοβιέτ!
Η ένταση της οικονομικής κρίσης, λόγω της συνέχισης του πολέμου, οδήγησε την αστική τάξη που είχε την εξουσία και διηύθυνε τον πόλεμο, σε τακτική αναδίπλωση. Οι φανεροί εκπρόσωποι των συμφερόντων της αστικής τάξης, οι καντέτ, δεν μπορούσαν πλέον να διακυβερνήσουν τη Ρωσία. Είχαν διαψεύσει τις ελπίδες της πλατιάς μάζας της αγροτιάς που ποθούσε την ειρήνη. Στη νέα κυβέρνηση συμμετείχαν μαζικά εκπρόσωποι των μικροαστικών κομμάτων των εσέρων και των μενσεβίκων, με πρωθυπουργό τον Κερένσκι. Στα σοβιέτ, την πλειοψηφία την είχαν εκείνη την στιγμή οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Οι μπολσεβίκοι που έριχναν το σύνθημα: «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» ήταν ακόμα μειοψηφία.
Οι μενσεβίκοι, παρότι παρουσίαζαν στα λόγια τα σοβιέτ ως «τη μαχητικότερη και σημαντικότερη οργάνωση της εργατικής τάξης», στην πράξη αρνούνταν πεισματικά την αναβάθμιση των σοβιέτ σε όργανο μοναδικής εξουσίας της Ρωσίας. Εντασσόμενοι στην αστική κυβέρνηση, οι μενσεβίκοι παρουσίασαν το νέο κυβερνητικό σχήμα ως «επαναστατική δημοκρατία», συσκοτίζοντας την ταξική ουσία της νέας μορφής διακυβέρνησης: ότι η εξουσία της αστικής τάξης παρέμενε αλώβητη και στην ουσία ο πόλεμος διευθυνόταν ακόμη από την αστική τάξη. Οι μενσεβίκοι παρουσίαζαν τη συνέχεια του ίδιου άδικου πολέμου, ως επαναστατικό πόλεμο. Ταυτόχρονα, η νέα κυβέρνηση έστελνε τον στρατό να τσακίσει τους αγρότες που εξεγείρονταν ενάντια στο ζυγό της φεουδαρχίας στην ύπαιθρο και απαλλοτρίωναν τη γη των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Προς τον Οκτώβρη του 1917
Την περίοδο από τον Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη, οι μπολσεβίκοι έστρεφαν τα βέλη τους κατά κύριο λόγο ενάντια στα κόμματα της λεγόμενης «μικροαστικής δημοκρατίας», τα κόμματα της κοινωνικής δημαγωγίας των εσέρων και των μενσεβίκων. Τα κόμματα αυτά επιχείρησαν με χίλιους δυο τρόπους να φτιασιδώσουν την αποκρουστική εξουσία της αστικής τάξης. Με συμμάχους τους «κεντριστές» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και πρωτοστάτη τον αποστάτη Καρλ Κάουτσκι, οι μενσεβίκοι επέμεναν πια στη θεωρία ότι οι συνθήκες τόσο στην Ευρώπη, αλλά και στη Ρωσία δεν ήταν ώριμες για σοσιαλιστική επανάσταση[4]. Οτι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ήθελε τη δημοκρατία και ότι ο πόλεμος πια ήταν αμυντικός και δίκαιος. Οτι η σοσιαλιστική επανάσταση θα είναι μονάχα ένα «μπλανκιστικό» πραξικόπημα των μπολσεβίκων και ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εδραιωθεί σε μια χώρα.
Οι μπολσεβίκοι αναμετρήθηκαν αδιάλλακτα με τους μενσεβίκους και τους εσέρους, αποδεικνύοντας στην πράξη στις πλατιές μάζες των εργαζομένων, στην εξέλιξη των γεγονότων και με την πείρα της ίδιας της ζωής, ότι η νέα μικροαστική δημοκρατία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια της δικτατορίας της αστικής τάξης, που όπως σε όλο τον σύγχρονο δυτικό κόσμο, έτσι και στη μετα-τσαρική Ρωσία κρύβει το πραγματικό της πρόσωπο, αυτό της δικτατορίας της αστικής τάξης.
Οι μπολσεβίκοι έδειξαν με συνέπεια ότι οι μενσεβίκοι διαστρεβλώνουν τη βασική μαρξιστική αλήθεια, ότι το κράτος δεν είναι ένα διαταξικό όργανο που συμφιλιώνει τις τάξεις, άλλα ένα όργανο καταστολής της εκμεταλλεύτριας άρχουσας τάξης πάνω στις υπόλοιπες τάξεις της κοινωνίας. Οτι τα σοβιέτ δεν έχουν κανένα λόγο να κρύβουν την πραγματικότητα: ότι θα αποτελέσουν όργανα καταστολής της ένοπλης εργατικής τάξης απέναντι στην αστική τάξη και σε όλες τις αντιδραστικές δυνάμεις που εχθρεύονται τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εδραίωση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Απέναντι στο ύπουλο σύνθημα των μενσεβίκων «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και επανορθώσεις», που ουσιαστικά σήμαινε συνέχιση του άδικου ληστρικού πολέμου μέχρι τη νίκη της μιας ή της άλλης συμμαχίας των ιμπεριαλιστικών χωρών, μόνο το σύνθημα «ειρήνη πάση θυσία» θα μπορούσε να σταματήσει τον άδικο πόλεμο και να εδραιώσει την εξουσία της εργατικής τάξης στη Ρωσία.
Τον Ιούλη του 1917, ο αναβρασμός του αυθόρμητου κινήματος κορυφώθηκε στην Πετρούπολη. Πλατιές εργατικές μάζες άρχισαν να απομακρύνονται από τους μενσεβίκους και να στρατεύονται με τη στρατηγική και την τακτική των μπολσεβίκων. Ομως, ακόμα η πλειοψηφία της αγροτιάς στήριζε τη «μικροαστική δημοκρατία». Ενδεχόμενη εξέγερση στην Πετρούπολη θα οδηγούσε σε ένοπλη αναμέτρηση με τους αγρότες και σε βέβαιη ήττα και τσάκισμα του επαναστατικού κινήματος, το οποίο αντί να εξαπλωνόταν προς την ύπαιθρο θα διαλυόταν στη μητρόπολη. Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να ηγηθούν του επαναστατικού αναβρασμού και να συγκρατήσουν τον οργισμένο εργατόκοσμο σε ειρηνική πορεία στη Πετρούπολη, η οποία δέχτηκε την άγρια καταστολή της κυβέρνησης. Οι ηγέτες των μενσεβίκων και των εσέρων άδραξαν την ευκαιρία για να θέσουν τους μπολσεβίκους εκτός νόμου. Στο μαύρο οπλοστάσιο της προπαγάνδας τους παρουσίαζαν τους μπολσεβίκους ως πράκτορες των Γερμανών που επεδίωκαν πάση θυσία την προδοσία της πατρίδας και τη νίκη του γερμανικού στρατού. Ομως η δικαίωση των μπολσεβίκων δεν άργησε.
H αστική τάξη, θορυβημένη από τον επαναστατικό αναβρασμό των μαζών, που δεν κατασίγαζε αλλά κορυφωνόταν, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο, αποφάσισε τη διάλυση της κυβέρνησης Κερένσκι. Τέλη Αυγούστου, ο αξιωματικός του στρατού Κορνίλοφ επιχείρησε να κάνει πραξικόπημα προκειμένου να εγκαταστήσει ένα απολυταρχικό δικτατορικό καθεστώς. Οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, αδύναμοι πολιτικά να κινητοποιήσουν τις μάζες ενάντια στους πραξικοπηματίες, επανέφεραν τους «προδότες» μπολσεβίκους στη νομιμότητα και οι μπολσεβίκοι, με το κύρος τους στο στράτευμα, σταμάτησαν την προέλαση των κορνιλοφικών. Πλέον, η διαφοροποίηση μέσα στην αγροτιά άρχισε να αντανακλάται στο κόμμα των εσέρων, που άρχισε να διασπάται βαθμιαία σε κυβερνητικούς και αντιπολιτευόμενους.
Τον Οκτώβρη το 1917, οι μπολσεβίκοι είχαν πλέον την πλειοψηφία στα σοβιέτ των εργατών της Πετρούπολης και της Μόσχας. Στα σοβιέτ των αγροτών η συντριπτική πλειοψηφία ήταν εναντίον της κυβερνώσας «μικροαστικης δημοκρατίας». Η ώρα της εφόδου προς τον ουρανό είχε σημάνει.
Η εργατο-αγροτική συμμαχία θεμέλιο της δικτατορίας του προλεταριάτου
Παραμονές των επαναστατικών γεγονότων του 1905, οι μπολσεβίκοι είχαν επεξεργαστεί και εκπονήσει το πρόγραμμα για τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, που συμπεριφέρονταν δουλόφρονα απέναντι στην αστική τάξη της χώρας τους, δίνοντας προτεραιότητα στον κοινοβουλευτικό αγώνα έναντι της επαναστατικής ταξικής πάλης, και παρέπεμπαν την πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας στο μακρινό μέλλον, οι μπολσεβίκοι πίστευαν πραγματικά ότι το προλεταριάτο της Ρωσίας θα έπαιρνε στο μέλλον την εξουσία και φρόντιζαν να διαφωτίσουν τους όρους και τις συνθήκες για την πραγματοποίηση αυτής της εξουσίας.
Προκαταρτικός όρος για τη νίκη της επανάστασης σε κάθε χώρα που η αγροτιά συνιστά ένα μη αμελητέο κοινωνικό στρώμα της είναι η εξασφάλιση της στρατηγικής συμμαχίας της με το προλεταριάτο και η απομάκρυνσή της από την ηγεμονία της αστικής τάξης. Ομως, η αγροτιά δεν είναι μια ενιαία τάξη, παρότι το σημαντικότερο τμήμα της, ειδικά στην Ευρώπη και τη Ρωσία των αρχών του εικοστού αιώνα, αποτελούνταν στην συντριπτική του πλειοψηφία από μη εκμεταλλευτικά μισθωτά στρώματα.
Στο στρατηγικό σχέδιο των μπολσεβίκων για το τσάκισμα του τσαρισμού και της φεουδαρχίας, το προλεταριάτο της Ρωσίας θα εξασφάλιζε τη συμμαχία όλης της αγροτιάς, συμπεριλαμβανομένων των πλούσιων χωρικών (κουλάκοι). Στην εξέλιξη της επανάστασης σε σοσιαλιστική, το προλεταριάτο θα εξασφάλιζε τη συμμαχία με το στρώμα των φτωχών αγροτών, που διέθεταν μικρή έως ελάχιστη ιδιόκτητη γη, τσακίζοντας την εξουσία των κουλάκων στην ύπαιθρο, που εκμεταλλεύονταν εργατικά χέρια, εξασφαλίζοντας την ουδέτερη στάση των μεσαίων αγροτών, που είχαν μεγαλύτερη γαιοκτησία από τους φτωχούς αγρότες και την περίοδο των καλών σοδειών εκμεταλλεύονταν ενίοτε και εργατικά χέρια, είτε προλετάριων – εργατών γης είτε φτωχών αγροτών.
Στα πρώτα διατάγματα της μπολσεβίκικης κυβέρνησης συγκαταλέγεται και το διάταγμα για τη γη. Η γη των αριστοκρατών απαλλοτριωνόταν άμεσα, χωρίς εξαγορά, εθνικοποιούνταν και διαμοιραζόταν εξίσου για χρήση στους φτωχούς αγρότες. Το μέτρο αυτό, αν και στην ουσία ήταν αστικό, αφού τεμάχιζε τη φεουδαρχική ιδιοκτησία στη γη και τη μοίραζε σε ελεύθερους αγρότες εμπορευματο-παραγωγούς, διέφερε από κάθε αντίστοιχη αστική φιλελεύθερη μεταρρύθμιση στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που βασιζόταν στην εξαγορά της γης των φεουδαρχών από τους ελεύθερους αγρότες και στη μετατροπή του βραχνά της καταβολής του φεουδαρχικού γεώμορου σε δυσβάσταχτα χρέη στις τράπεζες. Η αστική τάξη, από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε χάσει τον επαναστατικό της χαρακτήρα και δρούσε συμφιλιωτικά και συμβιβαστικά προς τη φεουδαρχία.
Στην πρώτη συντακτική συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι μπολσεβίκοι, ως εκπρόσωποι της σοβιετικής εξουσίας, έθεσαν επιτακτικά στους εκπροσώπους της «μικροαστικής δημοκρατίας» την ψήφιση των διαταγμάτων για τη γη και για τον τερματισμό του πολέμου. Ομως, τόσο οι εκπρόσωποι των μενσεβίκων όσο και των δεξιών εσέρων αρνήθηκαν να τα ψηφίσουν. Η σοβιετική εξουσία είχε κάθε λόγο, λοιπόν, να διαλύσει τη συντακτική συνέλευση, ως ένα αντιδραστικό όργανο που ολοφάνερα πια αντιστρατευόταν τα βασικά αιτήματα της επανάστασης, τα βασικά αιτήματα των ίδιων των αγροτών που υποτίθεται ότι οι εσέροι υπερασπίζονταν από τα γεννοφάσκια τους.
Αν η σοσιαλιστική επανάσταση οδήγησε την εργατική τάξη στην εξουσία τον Οκτώβρη του 1917, στην ύπαιθρο κουμάντο έκαναν ακόμα οι κουλάκοι. Αρχικά καλυμμένα και στη συνέχεια με ανοιχτή υποδαύλιση και στήριξη αντεπαναστατικών κινημάτων, οι κουλάκοι παρακρατούσαν στις αποθήκες τους σιτηρά, προκειμένου να ανεβάζουν τις τιμές και να ενισχύουν την κερδοσκοπία, δρώντας σαν κοινοί μαυραγορίτες. Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να εξαπλώνουν την προλεταριακή επανάσταση στην ύπαιθρο το 1918, συγκροτώντας τις επιτροπές φτωχολογιάς που έκαναν επίταξη των πλεονασμάτων των κουλάκων. Την ίδια στιγμή, έβαλαν φρένο στην κερδοσκοπία, επιβάλλοντας το κρατικό μονοπώλιο στα σιτηρά. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν σε παραπέρα διαφοροποίηση τους «αριστερούς εσέρους». Ενα τμήμα τους τάχθηκε με τους μπολσεβίκους και οι υπόλοιποι τάχθηκαν ανοιχτά με την αντεπανάσταση και στο πλευρό των κουλάκων. Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να αποκτούν πλέον τεράστια απήχηση στις φτωχές αγροτικές μάζες.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος
Στο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στη Βασιλεία το 1912, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διακήρυτταν ομόφωνα ότι ο επικείμενος πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και άδικος και ότι «βρισκόμαστε στις παραμονές της προλεταριακής επανάστασης»[5]. Οι μπολσεβίκοι ήταν το μόνο κόμμα που έμεινε πιστό στη διακήρυξη της Βασιλείας.
Οταν η φρενίτιδα της «υπεράσπισης της πατρίδας» άρχισε να κατακλύζει τα μυαλά των λαών της ευρωπαϊκής ηπείρου και της Ρωσίας, μέσω της γιγαντιαίας προπαγάνδας της αστικής τάξης, η συντριπτική πλειοψηφία των βασικών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ειδικά αυτών της Γαλλίας και της Γερμανίας, τάχθηκε αναφανδόν με τη συμμετοχή στον πόλεμο «υπέρ βωμών και εστιών», ενάντια στις «εθνικές αδικίες». Εφτασαν στο σημείο να ψηφίσουν τις πολεμικές πιστώσεις στο κοινοβούλιο, όπου διέθεταν σημαντικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Στην Ρωσία, ο Πλεχάνοφ, που ήταν επαναστάτης το 1903, αλλά γρήγορα μεταπήδησε στην πλευρά των οπορτουνιστών μενσεβίκων, μετατράπηκε ολοφάνερα σε κοινό σωβινιστή, στηρίζοντας ανοιχτά το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Το ίδιο έκανε και ο αναρχικός πρίγκηπας Κροπότκιν.
Οι μπολσεβίκοι, αντιθέτως, εξηγούσαν αναλυτικά ότι ο πόλεμος αυτός αφορά τα συμφέροντα της ληστρικής ιμπεριαλιστικής τάξης. Οτι ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα και ότι στο σφαγείο που προετοιμάζει η ληστρική ιμπεριαλιστική τάξη κάθε χώρας για τους προλετάριους όλης της Ευρώπης και της Ρωσίας δεν υπάρχει τίποτα δίκαιο. Οτι απ’ αυτή τη σκοπιά ο πόλεμος είναι άδικος για την εργατική τάξη και τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Οτι το σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» σε αυτή τη συγκυρία, όταν ο πόλεμος διευθύνεται από την αστική τάξη, την άρχουσα τάξη μια χώρας, μετατρέπεται σε σύνθημα υποταγής της εργατικής τάξης στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οτι το ένοπλο προλεταριάτο θα πρέπει να προετοιμάζεται να σηκώσει τα όπλα αντίστροφα και ότι η περίοδος των επαναστάσεων έχει αρχίσει.
Στη διάρκεια του πολέμου, όταν πλέον αυτός είχε μετατρέψει τις ευρωπαϊκές χώρες σε ένα ατέλειωτο σφαγείο, οι μενσεβίκοι μαζί με άλλες φράξιες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που άρχισαν να διαφοροποιούνται από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατία, συγκρότησαν τη δεξιά πτέρυγα της Διεθνούς του Τσίμερβαλντ, καταδικάζοντας τη συνέχιση του πολέμου. Στην αριστερή πτέρυγα ήταν οι μπολσεβίκοι μαζί με μικρές ομάδες, τους επαναστάτες γύρω από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, που καταδίκαζαν τον πόλεμο ως ληστρικό και καλούσαν τους προλετάριους να επαναστατήσουν.
Οταν οι μενσεβίκοι συμμετείχαν μαζί με τους εσέρους στην αστική κυβέρνηση, βάπτισαν τον πόλεμο αμυντικό και δίκαιο, γιατί υποτίθεται ότι αυτός διευθυνόταν πλέον από μια κυβέρνηση επαναστατική. Την ίδια στιγμή, οι μενσεβίκοι αρνούνταν πεισματικά να δημοσιεύσουν όλες τις μυστικές συμφωνίες της άρχουσας τάξης της Ρωσίας με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οταν οι μπολσεβίκοι πήραν την εξουσία, αφού δημοσίευσαν τις μυστικές συμφωνίες της αστικής τάξης της Ρωσίας με τις αστικές τάξεις των Αγγλογάλλων, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους γερμανούς ιμπεριαλιστές για να σταματήσουν τον πόλεμο. Η νεαρή εργατική εξουσία ήταν ακόμα αδύναμη για να επιβάλει στον γερμανικό ιμπεριαλισμό μια συμφωνία ειρήνης με επωφελείς όρους. Στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ το 1918, η εργατική εξουσία παρέδιδε τμήμα της Ουκρανίας στους Γερμανούς, προκειμένου να σταματήσει την προέλαση των στρατευμάτων τους στη Ρωσία. Τρία χρόνια μετά, ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωνε τα προσαρτημένα εδάφη της Ουκρανίας και προέλαυνε προς την Πολωνία, ενισχύοντας το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης στη Δυτική Ευρώπη.
Παραπομπές
[1] Τι να κάνουμε, Λένιν, Απαντα, Τόμος 6, Εκδοση Πέμπτη.
[2] Δυο τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση, σελ. 67, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986.
[3] Από τον Φλεβάρη στον Οκτώβρη του 1917, Λένιν, Εκδόσεις Κοροντζή.
[4] Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι, Λένιν, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977.
[5] Οι αληθινοί διεθνιστές Κάουτσκι, Αξελρόντ, Μαρτόφ, Λένιν, Απαντα, Τόμος 27, Εκδοση Πέμπτη.