Αν ο Δημήτρης Κουφοντίνας έγραφε ένα βιβλίο μετάνοιας, σαν αυτά που έγραψαν κάποιοι πρώην αντάρτες πόλης στην Ιταλία, η ελληνική πλουτοκρατία και τα τσιράκια της στην πολιτική και τα μίντια θα έσφαζαν «τον μόσχον τον σιτευτόν» για να γιορτάσουν την «επιστροφή του ασώτου». Θα του παραχωρούσαν στασίδι στα πάνελ τους (διά τηλεφώνου σε πρώτη φάση), θα του έδιναν τις άδειες που δικαιούται και δεν του δίνουν και θα δρομολογούσαν την αποφυλάκισή του σε τέσσερα χρόνια. Διότι ένας μετανοημένος είναι πάντοτε χρήσιμος στο σύστημα, ιδιαίτερα όταν αυτό περνάει κρίση και είναι παντελώς απαξιωμένο στα μάτια του λαού. Οπως διαβάζονταν στις εκκλησιές των χωριών οι «δηλώσεις μετανοίας» όσων δεν άντεξαν τα φριχτά βασανιστήρια της Μακρονήσου, έτσι θα διαβαζόταν ένα βιβλίο του Κουφοντίνα με τέτοιο περιεχόμενο.
Ο Κουφοντίνας, όμως, έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο –ανεξάρτητα από την κριτική ανασκόπηση της δράσης της 17Ν– δηλώνει αμετανόητος. Κι αυτό ήταν αρκετό για να ξεσηκω- θούν οι λύκοι και ν’ αρχίσουν να ουρλιάζουν όλοι μαζί, προσπαθώντας να τρομάξουν όχι τόσο τον Κουφοντίνα όσο τον ελληνικό λαό.
Ποιοι μιλούν; Οι απόγονοι των βασανιστών της χούντας, που σακάτεψαν τον ανθό της ελληνικής νεολαίας στα άντρα της Μπουμπουλίνας, του Περισσού και του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Οι απόγονοι των μελών της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» της χούντας που μακέλεψε τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Τα τσιράκια των αμερικανών μακελάρηδων που εδώ και δεκαετίες ματοκυλούν λαούς για να εξασφαλίσουν αγορές και σφαίρες επιρροής. Οι εκπρόσωποι των καπιταλιστών-γκάνγκστερ που αντιμετωπίζουν την εργατική τάξη σαν ασήμαντης αξίας αναλώσιμο υλικό. Που πνίγουν εργάτες στα σαπιοκάραβά τους, που διαμελίζουν εργάτες στα εργοστάσιά τους, που κλέβουν κάθε αξία που με τον ιδρώτα των ανθρώπων της δουλειάς παράγεται σ’ αυτή τη χώρα. Οι θιασώτες «του νόμου και της τάξης», με τους κουμπουροφόρους που σκοτώνουν δεκαπεντάχρονα παιδιά και τους ροπαλοφόρους που απολαμβάνουν σαδιστικά ν’ ανοίγουν κεφάλια παραζαλισμένων από τα χημικά τους διαδηλωτών. Η φάρα των πολιτικών της μίζας και της ρεμούλας, της εκμετάλλευσης και του δωσιλογισμού, που αλυσοδένει τον ελληνικό λαό στο ζυγό μιας μακρόχρονης κινεζοποίησης. Οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι των αστικών ΜΜΕ, που είναι πρόθυμοι να διεκπεραιώσουν την πιο βρόμικη δουλειά για να ‘χουν την εύνοια των αφεντικών τους.
Αυτοί σηκώθηκαν για μια φορά ακόμη για να βρίσουν τον Κουφοντίνα και όλους τους αγωνιστές, επώνυμους και ανώνυμους, που έχουν επιλέξει το δρόμο του αντάρτικου πόλης. Βρίζοντάς τους, βρίζουν όλους εμάς που συμμεριζόμαστε τον κοινό πόθο για την κοινωνική απελευθέρωση.
Ποιος είναι ο στόχος τους; Να βασιλέψει στη χώρα η σιωπή των αμνών. Να μας σύρουν όλους στην υποταγή, στη δουλικότητα μέσα στο σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς. Να μας αναγκάσουν να φωνάξουμε ότι «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Εκτός βέβαια από τη βία του αστικού κράτους και των κατασταλτικών του μηχανισμών και τη βία των καπιταλιστών πάνω στους εργάτες.
Σκυλιάζουν, όμως, γιατί βλέπουν ότι –παρά το ολιγοπώλιο της προπαγάνδας που διαθέτουν– ο ελληνικός λαός δεν σέρνεται πίσω από τις απόψεις τους. Δεν βλέπει το αντάρτικο πόλης ως εχθρό του και τους αγωνιστές του ως εγκληματίες. Βλέπει ποιος είναι ο εχθρός του, ποιοι είναι οι εγκληματίες που του τσακίζουν τη ζωή, ανεξάρτητα από την αδυναμία του να τους αντιμετωπίσει όπως πρέπει.
Σε ό,τι μας αφορά, θα επαναλάβουμε αυτό που φωνάζουμε από τότε που υπάρχουμε ως πολιτικό ρεύμα, αυτό που κατέθεσαν οι σύντροφοί μας ως μάρτυρες υπεράσπισης του Κουφοντίνα, του Τσιγαρίδα, της Ρούπα, του Μαζιώτη και του Γουρνά: το αντάρτικο πόλης είναι κομμάτι του κινήματος της επαναστατικής ανατροπής και η δράση του είναι κοινωνικά και πολιτικά νόμιμη. Τελεία και παύλα. Χωρίς «αστερίσκους», χωρίς «ναι μεν, αλλά», χωρίς φληναφήματα περί «συντρόφων που κάνουν λάθος» και τα παρόμοια.
Φυσικά, μέσα στο επαναστατικό κίνημα υπάρχουν διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις, διαφορετικές τακτικές. Το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα είναι μια ευκαιρία για συζήτηση μέσα στο κίνημα, για αντιπαράθεση, για γόνιμη πολεμική. Από την πλευρά μας έχουμε πάρα πολλά να πούμε. Οσο, όμως, ουρλιάζουν οι λύκοι δε θα το κάνουμε, για να μην επιτρέψουμε καμιά σπέκουλα, για να μη θολώσει έστω και ελάχιστα η κατεύθυνση της αλληλεγγύης προς έναν πολιτικό κρατούμενο που δεν προδίδει τις ιδέες του, που δεν αλλάζει στρατόπεδο, που δεν γλείφει εκεί που έφτυνε. Σ’ αυτή τη φάση, λοιπόν, κρατάμε «τα μολύβια παρά πόδα». Εχουμε καιρό για να κάνουμε την επί της ουσίας συζήτηση απ’ αφορμή όσα εκτίθενται στο βιβλίο.
ΥΓ: Ο Δ. Κουφοντίνας επέλεξε (κακώς, κάκιστα) να προλογήσει το βιβλίο του ένα πολιτικό πτώμα, η παρουσία του οποίου δεν αντιστοιχεί στο ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου. Το αποτέλεσμα ήταν, οι πρώτες μέρες μετά την κυκλοφορία του βιβλίου να αναλωθούν σ’ έναν άθλιο καυγά για το αν ο εν λόγω είναι ή δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει να κάνει ούτε με τον Κουφοντίνα ούτε με το βιβλίο του. Εναν άθλιο καυγά που θόλωσε –ευτυχώς για λίγο– την επί της ουσίας αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ανειρήνευτα ανταγωνιστικά στρατόπεδα.