Αν η μπόχα των εκλογών δεν αναδυόταν από κάθε πόρο του πολιτικού συστήματος, οι Σαμαράς-Βενιζέλος δε θα κατέληγαν στην απόφαση να ζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης από τους βουλευτές τους, σε μια προσπάθεια να εμφανιστούν σαν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Σ’ αυτό πάντως δεν πρωτοτυπούν. Το 2011, ο Γιωργάκης Παπανδρέου πρώτα ζήτησε και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τους βουλευτές του και μετά παραιτήθηκε για να συγκροτηθεί η τρικομματική (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) κυβέρνηση Παπαδήμου.
Δεν υποστηρίζουμε ότι Σαμαράς και Βενιζέλος θα πάνε άμεσα σε εκλογές, όμως αυτή ήταν μια κίνηση περίπου αναγκαστική, για να συμμαζέψουν τις κοινοβουλευτικές τους ομάδες που από τις αρχές Σεπτέμβρη κινούνται σε ρυθμούς εκλογικούς, με τους βουλευτές να έχουν ξεσαλώσει και να κάνουν τα πάντα προκειμένου να κερδίσουν υπεροχή στη μάχη του σταυρού (χαρακτηριστικό –αλλά όχι μοναδικό– παράδειγμα ο Ντινόπουλος που την έπεσε άγρια σε Μητσοτάκη και Γεωργιάδη, αγωνιώντας για την επανεκλογή του στην αχανή Β’ Αθήνας).
Δε θα έχουμε «κυβέρνηση Παπαδήμου» αύριο-μεθαύριο, όταν όμως βγαίνει ο πολιτικά ασήμαντος Τζιτζικώστας και κάνει μια δήλωση για «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», η οποία γίνεται αμέσως κορυφαία πολιτική είδηση (χωρίς σ’ αυτό να έχει βάλει το χεράκι του ο ΣΥΡΙΖΑ), σημαίνει πως έχουμε μια κυβέρνηση πολιτικά ασταθή (ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός) κι ένα ρευστό πολιτικό κλίμα που δεν λειτουργεί υπέρ της κυβέρνησης, αλλά υπέρ του βασικού πολιτικού της αντίπαλου.
Οταν ο Χαρδούβελης διώχνει τον μπιστικό του Σαμαρά Χρύσανθο Λαζαρίδη από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα, διαρρέοντας όλες τις λεπτομέρειες του επεισοδίου, ο Σαμαράς γίνεται έξω φρενών και υποχρεώνει τον Χαρδούβελη σε διορθωτικές δηλώσεις, κι αυτός την επομένη το πρωί δε συμμετέχει στη διαπραγμάτευση, παθαίνοντας ίωση, η οποία… τελειώνει στις 5 το απόγευμα, σημαίνει ότι έχουμε μια διαπραγμάτευση και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με τον Χαρδούβελη να δίνει πρωτίστως λογαριασμό σ’ αυτούς που τον επέβαλαν ως υπουργό Οικονομικών (τους Γερμανούς) και όχι στον πρωθυπουργό που υποτίθεται ότι τον διόρισε. Το περιεχόμενο αυτής της σύγκρουσης είναι ολοφάνερο. Ο Χαρδούβελης δε θέλει να αιφνιδιαστεί (ο ίδιος και τα πραγματικά αφεντικά του) από «κόκκινες γραμμές» προεκλογικού χαρακτήρα. Εχει δεσμευτεί ότι θα «περάσει» τις φοροαπαλλαγές που εξήγγειλε ο Σαμαράς, αλλά τίποτα πέραν αυτών. Αντίθετα, ο μπιστικός Χρύσανθος λειτουργεί με κριτήριο την πολιτική διάσωση του Σαμαρά και της κλίκας του, στην οποία κατέχει εξέχουσα θέση. Γι’ αυτό και ο Χαρδούβελης δεν τον ήθελε στη διαπραγμάτευση. Πέρα από τη στυγνή προσέγγιση του μάνατζερ που δίνει λογαριασμό μόνο στους μεγαλομετόχους (τους Γερμανούς εν προκειμένω), έχει αποκτήσει και ένστικτο προσωπικής αυτοσυντήρησης. Αν ο Σαμαράς έχει αποφασίσει να σκηνοθετήσει μια «ρήξη» με την τρόικα για να πάει με αξιώσεις στις εκλογές, ο Χαρδούβελης δε θα ήθελε να χρεωθεί αυτός το κόστος έναντι των αφεντικών στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη.
Επομένως, η αναζήτηση ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή ήταν περίπου μονόδρομος για τους Σαμαρά-Βενιζέλο, καθώς είναι μια κίνηση μηδενικού ρίσκου γι’ αυτούς. Δύσκολα θα υπάρξει κυβερνητικός βουλευτής που θα ψηφίσει «κατά». Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως πρέπει να θεωρείται σίγουρη η ψήφος όλων σε ένα πακέτο μέτρων που ενδεχομένως έρθει μετά την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με την τρόικα, η οποία μόλις ξεκίνησε. Ειδικά αν έχει διαφανεί ότι οι 180 που απαιτούνται για την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας δεν συγκεντρώνονται, οι κυβερνητικοί βουλευτές θ’ αρχίσουν να ψάχνονται με μοναδικό κριτήριο την επανεκλογή τους και σε ένα τέτοιο κλίμα δεν αποκλείεται κάποια ποντίκια να δραπετεύσουν από το βυθιζόμενο κυβερνητικό σκάφος.
Μιλώντας με ποδοσφαιρικούς όρους, ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο κάνουν τώρα μια κίνηση στο χώρο της σέντρας, που θα τους δώσει κάποιους επικοινωνιακούς πόντους, όμως για να μπουν στη μικρή περιοχή με αξιώσεις να σκοράρουν θα πρέπει πρώτα να ξεπεράσουν τους ογκόλιθους της διαπραγμάτευσης με την τρόικα και της συγκέντρωσης των 180 για την προεδρική εκλογή, η οποία συναρτάται και με το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης με την τρόικα.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση με την τρόικα (αναλυτικά γράφουμε στη σελίδα 9) εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως μετά την ενταση μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας (η Γαλλία κατέθεσε προϋπολογισμό που δε συμμορφώνεται με την προειδοποίηση των Βρυξελλών για κατέβασμα του ελλείμματος στο 3% το 2015 και μεταθέτει το χρόνο στο 2017), η γερμανική κυβέρνηση δε θέλει να περάσει μήνυμα χαλάρωσης ευρύτερα στην Ευρωζώνη. Θέλει αυτό να το διαπραγματευθεί με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γαλλία και Ιταλία) και να πάρει ανταλλάγματα. Δεν βλέπουμε, λοιπόν, προοπτική χαλάρωσης της συμπεριφοράς της τρόικας, η οποία εκτελεί εντολές. Αλλωστε, η Μέρκελ παρέπεμψε δημόσια τον Σαμαρά στην τρόικα, στις δηλώσεις που έκανε μετά την πρόσφατη επίσκεψη του τελευταίου στο Βερολίνο.
Σε ό,τι αφορά την προεδρική εκλογή, είμαστε πραγματικά περίεργοι να δούμε τι πρόσωπο θα βρουν Σαμαράς και Βενιζέλος, αν υποθέσουμε ότι η περίπτωση Κουβέλη αποκλείστηκε οριστικά.
Σε κάθε περίπτωση, έχει πολλάκις αποδειχτεί ότι η εκλογολογία βλάπτει το κίνημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάθε λόγο να φουντώνει την εκλογολογία, η οποία παγιώνει το σύνδρομο της ήττας στην εργατική τάξη και το λαό και παράγει κοινωνική απάθεια, τόσο χρήσιμη σε μια αυριανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και σίας.