Ο Κωστής Νικηφοράκης γεννήθηκε στις 20 Ιούλη του 1950 σ΄ ένα χωριό της Κισσάμου και από μικρός έδειξε τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του. Στο τέλος των γυμνασιακών του σπουδών αποβλήθηκε απ’ όλα τα σχολεία της χώρας ως «ανατρεπτικό στοιχείο». Χρειάστηκε η παρέμβαση ενός «τοπικού άρχοντα», στον οποίο προσέφυγε η οικογένειά του, για να πάρει το απολυτήριο.
Φεύγει για την Ιταλία το 1968, για να σπουδάσει γιατρός. Από την πρώτη στιγμή εντάχθηκε στο αντιδικτατορικό κίνημα (αρχικά στο ΠΑΚ). Μέσα σ’ αυτό το κίνημα, αλλά και στο επαναστατικό κίνημα που φούντωνε εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία, σφυρηλατεί την επαναστατική του συνείδηση. Είναι από τους ιδρυτές της Ενωσης των Ελλήνων φοιτητών «Νίκος Μπελογιάννης». Τοποθετείται στο μαρξιστικό-λενινιστικό ρεύμα και το 1971 εντάσσεται στο ΑΜΕΕ και την ΟΜΛΕ.
Ταυτόχρονα συμμετέχει στο κίνημα της Αυτονομίας. Δεν περιορίζεται στην αντιδικτατορική δράση και στις συγκρούσεις με τους χαφιέδες της πρεσβείας, που του στοιχίζουν την αφαίρεση του διαβατηρίου του. Συμμετέχει ενεργά στο μεγάλο κίνημα που χαρακτηρίστηκε ως «θερμό ιταλικό φθινόπωρο», αναπτύσσοντας νόμιμη και κυρίως παράνομη δράση.
Οργώνει όλη τη χώρα, παίρνει μέρος σε επιχειρήσεις και συγκρούσεις με την Αστυνομία και τους Ιταλούς φασίστες. Ζει από κοντά το βαρύ χειμώνα της κρατικής καταστολής στη διάρκεια των «μολυβένιων χρόνων» της Ιταλίας. Ζει τη διάσπαση του κινήματος, δένεται με το κίνημα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, παρακολουθεί από κοντά τη στάση τους.
Διατηρεί τους δεσμούς του μέχρι και την ημέρα του θανάτου του.
Ταυτόχρονα συμμετέχει στο κίνημα της Αυτονομίας. Δεν περιορίζεται στην αντιδικτατορική δράση και στις συγκρούσεις με τους χαφιέδες της πρεσβείας, που του στοιχίζουν την αφαίρεση του διαβατηρίου του. Συμμετέχει ενεργά στο μεγάλο κίνημα που χαρακτηρίστηκε ως «θερμό ιταλικό φθινόπωρο», αναπτύσσοντας νόμιμη και κυρίως παράνομη δράση.
Οργώνει όλη τη χώρα, παίρνει μέρος σε επιχειρήσεις και συγκρούσεις με την Αστυνομία και τους Ιταλούς φασίστες. Ζει από κοντά το βαρύ χειμώνα της κρατικής καταστολής στη διάρκεια των «μολυβένιων χρόνων» της Ιταλίας. Ζει τη διάσπαση του κινήματος, δένεται με το κίνημα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, παρακολουθεί από κοντά τη στάση τους.
Διατηρεί τους δεσμούς του μέχρι και την ημέρα του θανάτου του.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1978, κάνει το στρατιωτικό του και στη συνέχεια το αγροτικό του στον Πλάτανο Κισσάμου, όπου άφησε εποχή, γιατί δεν άφηνε σπίτι για σπίτι που να μην επισκεφτεί. Κάνει την ειδικότητα της παθολογίας αρχικά στα Χανιά και μετά στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό. Μάλιστα, είναι από τους πρώτους γιατρούς εκείνα τα χρόνια που έκανε μετά ειδίκευση για 6 μήνες στη ΜΕΘ. Διορίζεται στο νεοσύστατο ΕΣΥ το 1985 και είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδία των Νοσοκομειακών Γιατρών) και της ΠΕΓΕΣΥ (Παγκρήτια Ενωση Γιατρών ΕΣΥ), της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος από το ‘88. Αρχικά πρόεδρος και στη συνέχεια γενικός γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου Χανίων από το 1987 μέχρι το θάνατό του. Πρόεδρος της Ενωσης Γιατρών ΕΣΥ Νομού Χανίων από την ίδρυσή της και συνεχώς. Διευθυντής τα τελευταία χρόνια της Α΄ Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Χανίων. Δημοτικός σύμβουλος 1990-94 και νομαρχιακός 1998-2007 (στις δυο τελευταίες νομαρχιακές εκλογές, αυτός ο δηλωμένος ακροαριστερός, συνεργαζόμενος με το συνδυασμό του Γ. Κατσανεβάκη, εκλέχτηκε πρώτος σε σταυρούς νομαρχιακός σύμβουλος απ’ όλους τους συνδυασμούς).
Ομως, η δράση του Κωστή Νικηφοράκη δεν καθοριζόταν από τις θεσμικές θέσεις στις οποίες εκλεγόταν. Αυτές τις ήθελε για να στηρίζει την εξωθεσμική και αντιθεσμική του δράση. Δεν έλειψε ποτέ από την πρώτη γραμμή του αγώνα. Οχι μόνο δεν έλειψε, αλλά ήταν αυτός που «τραβούσε» τους άλλους.
Από το 1986 πρωτοστατεί στους αγώνες για το κλείσιμο του Κουρουπητού και οργανώνει τις επιτροπές κατοίκων για την προστασία του περιβάλλοντος στο Ακρωτήρι.
Το 1988 πηγαίνει στην Τουρκία μαζί με άλλους ακτιβιστές. Συλλαμβάνεται μαζί με τους Νίκο Γιαννόπουλο, Γιώργο Κουβίδη και Νίκο Μπελαβίλα, επειδή άνοιξαν πανό αλληλεγγύης στο στρατοδικείο που δικάζονταν μέλη της Ντεβ Γιολ.
Αναπτύσσεται τότε ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης και το τουρκικό καθεστώς αναγκάζεται να τους απελάσει στην Ελλάδα.
Αναπτύσσεται τότε ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης και το τουρκικό καθεστώς αναγκάζεται να τους απελάσει στην Ελλάδα.
Το 1990 ιδρύει το κέντρο υποστήριξης τοξικοεξαρτημένων στα γραφεία του Ιατρικού Συλλόγου Χανίων. Εκτοτε εξακολουθεί να στηρίζει συστηματικά τους χρήστες, μαζί με μερικούς γιατρούς της κλινικής του.
Το 1990 πρωταγωνιστεί στην κινητοποίηση ενάντια στις ξένες βάσεις, που ξεκίνησε σαν μια συμβολική κίνηση 30 ανθρώπων και κατέληξε σε ένα κίνημα με εξεγερτικά χαρακτηριστικά, που βάζει φωτιά στη Νομαρχία και αναγκάζει το Μητσοτάκη να στείλει τα ΜΑΤ από την Αθήνα. Ο Κωστής είναι από τους βασικούς κατηγορούμενους γι’ αυτή την υπόθεση.
Το Σεπτέμβρη του 1992 μετατρέπει σε διαδήλωση ενάντια στις αμερικάνικες βάσεις την επίσκεψη του πατριάρχη στα Χανιά. Δικάζεται στη δίκη των 28 αντιβασικών διαδηλωτών το Γενάρη-Φλεβάρη του 1994. Με ακούραστη συστηματική δουλειά και χάρη στο τεράστιο κύρος που ήδη διαθέτει στο νομό, καταφέρνει να εντάξει –πέρα από όλο το φάσμα της Αριστεράς- όλους τους φορείς στην Επιτροπή κατά των ξένων βάσεων και της εξάρτησης, την πενταετία 1990-95.
Το 1992 καταφέρνει κυριολεκτικά να αρπάξει από τα χέρια της Εκκλησίας τα φιλόπτωχα συσσίτια του Αγίου Νικολάου της Σπλάντζιας και τα μετατρέπει σε «Κοινωνική Παρέμβαση – Συσσίτια Σπλάντζιας». Με το δικό του τρόπο επιβάλλει «φορολογία» στους «έχοντες» της πόλης, για να λειτουργήσουν τα συσσίτια και να μπορούν να προσφέρουν ένα πιάτο φαγητό κάθε μέρα και μια σακούλα με είδη πρώτης ανάγκης κάθε Σάββατο στις άπορες οικογένειες της περιοχής. Εκεί βρίσκουν καταφύγιο οι φτωχοί, οι εξαθλιωμένοι, οι καραβιές των μεταναστών και των προσφύγων που βγαίνουν στις παραλίες της περιοχής. Λειτουργεί ιατρείο και οδοντιατρείο κοινωνικής αλληλεγγύης. Παιδική βιβλιοθήκη-στέκι για τα παιδιά της γειτονιάς. Οργανώνει μαθήματα ελληνικών για μετανάστες.
Το μαύρο καλοκαίρι του 2002, το καλοκαίρι της τρομοϋστερίας, ο Κωστής, έχοντας και την εμπειρία της Ιταλίας, είναι από τους πρώτους που κινητοποιείται για την οργάνωση κινήματος αλληλεγγύης. Συμμετέχει σ’ αυτό το κίνημα μέχρι και τη μέρα του θανάτου του. Καταθέτει ως μάρτυρας στην πρώτη δίκη της 17Ν και καταγγέλλει το «έγκλημα του Ευαγγελισμού». Στο εφετείο δηλώνεται ως μάρτυρας του Δ. Κουφοντίνα, αλλά η υπεράσπιση τού ζητά να καταθέσει και πάλι για τα βασανιστήρια του Σάββα στον Ευαγγελισμό. Το φέρει βαρέως που αναγκάζεται να μιλήσει και πάλι ως γιατρός και όχι ως επαναστάτης κομμουνιστής, αλλά έχει μάθει να βάζει το συλλογικό πάνω από το προσωπικό. Βρίσκει την ευκαιρία, όμως, να στείλει το μήνυμά του: «Για μένα ο Κουφοντίνας είναι σύντροφος», λέει χαμογελώντας και τους αφήνει κάγκελο.
Μολονότι είναι χτυπημένος από τον καρκίνο και εξαντλημένος από τις συνεχείς θεραπείες στην Ιταλία και εδώ, εξακολουθεί την πολύμορφη δράση του. Στο συνδικαλισμό, στην κοινωνική αλληλεγγύη, στην επαναστατική πολιτική. Στην πρώτη γραμμή μέχρι την τελευταία του μέρα.