Με τιμές εν ενεργεία πολιτικού ετάφη ο βασικός μέτοχος στο νεκροταφείο των Βρυξελλών. Την 28η Οκτώβρη διάλεξε προφανώς η ελληνική κυβέρνηση, για να ανακοινωθεί, με ταυτόχρονες ανακοινώσεις σε Βρυξέλλες και Αθήνα, ότι επιτεύχθηκε συμφωνία, ύστερα από διαπραγματεύσεις μηνών, που τις τελευταίες μέρες είχαν πάρει τη μορφή καθημερινής τηλεδιάσκεψης ανάμεσα στα επιτελεία του αρμόδιου επιτρόπου Τσαρλς Μακ Κρίβι και του υπουργού Επικρατείας Θεόδωρου Ρουσόπουλου, που ήταν ο μόνος που χειριζόταν το θέμα από κυβερνητικής πλευράς, μετά τον παραμερισμό του Π. Παυλόπουλου. Ηδη, το νέο νομοσχέδιο πήγε στη Βουλή και ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.
Τί προβλέπει το συμφωνημένο (ή μάλλον υπαγορευμένο από την Κομισιόν) νομοσχέδιο; Οτι καταργείται το ασυμβίβαστο ανάμεσα στην ιδιότητα ιδιοκτήτη ΜΜΕ και προμηθευτή ή εργολάβου του δημοσίου. Και το σύνταγμα; Ποιος το χέζει το σύνταγμα! Οταν διατάζουν τα μεγάλα αφεντικά, δεν μετράνε τα συντάγματα. Στην επόμενη αναθεώρηση θα αλλάξει η σχετική διάταξη. Μέχρι τότε θα παραμένει ανενεργή.
Για την ιστορία θυμίζουμε τι αναφέρει η παράγραφος 9 του άρθρου 14 του συντάγματος: «Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών». Οχι πως μας έχει πιάσει καμιά θεσμολαγνεία, αλλά είναι μια καλή ευκαιρία για να καταλάβει και ο πλέον ανυποψίαστος ποιο είναι το πραγματικό σύνταγμα βάσει του οποίου κυβερνιέται η χώρα: το συμφέρον της μεγάλης κεφαλαιοκρατίας.
Και τί μπαίνει στη θέση του καταργηθέντος νόμου; Τίποτα. Απλά, γίνονται αυστηρότερες οι ποινές σε περίπτωση που αποδειχτεί ότι ιδιοκτήτης ΜΜΕ, που ταυτόχρονα είναι και εργολάβος ή προμηθευτής του Δημοσίου, άσκησε «αθέμιτη επιρροή» σε φορέα του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε; Φαντάζεστε εσείς τον Μπόμπολα ή τον Κοντομηνά ή τον Αλαφούζο κατηγορούμενους ότι άσκησαν πίεση για να πάρουν μια δουλειά; Αφού η πίεση δεν είναι ποτέ άμεση αλλά πάντοτε έμμεση και οι συμφωνίες κλείνονται κάτω απ’ το τραπέζι και χωρίς αποδείξεις. Ποτέ δεν αναφέρονται τα μεγάλα ΜΜΕ σε συγκεκριμένες δουλειές που θέλουν να πάρουν οι ιδιοκτήτες τους, αλλά εκβιάζουν τις κυβερνήσεις με άλλα ζητήματα. Γι’ αυτό και κανένας δεν πρόκειται να καθήσει στο σκαμνί. Κι αν γίνει κάτι τέτοιο, θα έχει δίπλα του τον υπόλοιπο μισό πολιτικό κόσμο και η πολιτική κρίση θα έχει φτάσει στο μη παρέκει. Ποιο δικαστήριο θα σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας καταδίκης, όταν θα γνωρίζει ότι επίκειται αλλαγή κυβέρνησης και θα αρχίσουν να… επιστρέφονται τα δανεικά;
Αλλωστε, η ίδια η έννοια της «αθέμιτης επιρροής» είναι μια έννοια ασαφής και αόριστη, που δεν απαντάται πουθενά στο ισχύον δίκαιο. Ο ίδιος ο Ρουσόπουλος, όταν ρωτήθηκε σχετικά, έδωσε την εξής… σαφή απάντηση: «Μπορεί να προσφύγει κάποιος -ο οποίος σίγουρα έχει έννομο συμφέρον και θεωρεί ότι κακώς δόθηκε ένα έργο σε κάποιον ανταγωνιστή του και όχι σε αυτόν και ότι ο ανταγωνιστής άσκησε αθέμιτη επιρροή- προκειμένου να πάρει το έργο». Μας φώτισες, μεγάλε. Πές μας ποιος και πώς θα ορίσει την «αθέμιτη επιρροή»; Τα δικαστήρια, προφανώς, που θα κληθούν με τη νομολογία τους να ορίσουν τα όρια στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τα όρια της διαπλοκής με την κρατική εξουσία. Ζήσε Μάη… δηλαδή.
Αν πρέπει να σημειωθεί κάτι, είναι ο στεγνός δημοσιογραφικός τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε η σύναψη της συμφωνίας με την Κομισιόν και η αποφυγή κάθε αντιπολιτευτικής κριτικής προς την κυβέρνηση. Ούτε το ΠΑΣΟΚ μίλησε (τί να πει, άλλωστε, από τη στιγμή που η Κομισιόν έβαλε και κατά του δικού του νόμου), ούτε οι «πέντε νταβατζήδες» είπαν τίποτα. Το ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, βρήκε πρόσχημα τη διαδικασία του κατεπείγοντος με την οποία προωθήθηκε η ψήφιση του νομοσχέδιου, και αποχώρησε από τη Βουλή, αποφεύγοντας να μπει στην ουσία και στον κόπο να το υπερψηφίσει. Γιατί θα το υπερψήφιζε, βέβαια, αφού Γιωργάκης και σία δεν έχουν τον κώλο να τα βάλουν με τους «νταβατζήδες». Από τη μεριά των «βαρόνων των μίντια», προφανώς, η μεγάλη σύγκρουση με την κυβέρνηση, οι λεονταρισμοί των στελεχών της ΝΔ, οι παλικαριές του Παυλόπουλου και όλα τα υπόλοιπα ρίχτηκαν στη λήθη. Ο,τι ζημιά έπαθε έπαθε η κυβέρνηση. Τώρα, όλοι μαζί γυρίζουν σελίδα.
Υπάρχει ουσία σ’ αυτό το ζήτημα; Υπάρχει και δεν έχει να κάνει στενά με το ζήτημα του βασικού μετόχου, όσο με την αντιμετώπιση του ελληνικού συντάγματος από την υπερεθνική ΕΕ. Στο σύνταγμα έχουν κατοχυρωθεί και μερικές λαϊκές κατακτήσεις, που δεν ξεπερνούν μεν τα όρια του καπιταλισμού, θέτουν όμως κάποια όρια. Υπάρχει, για παράδειγμα, η απαγόρευση της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Από τη στιγμή που γίνεται υποχρεωτικά δεκτό, ότι όχι μόνο το πρωτογενές (δηλαδή οι συνθήκες) αλλά και το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει του συντάγματος, αρκεί μια προσφυγή ενός ξένου ιδιωτικού πανεπιστημίου που θέλει να δημιουργήσει παράρτημα στην Ελλάδα, για να υποχρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση να θέσει σε αχρησία και αυτό το άρθρο του συντάγματος. Ενα πολιτικό-τεχνοκρατικό όργανο, η Κομισιόν, που δεν κρίνεται και δεν λογοδοτεί σε κανένα σώμα πολιτών (δεν έχει καν την τυπική πολιτική νομιμοποίηση που έχουν οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια), έρχεται και πετάει στα σκουπίδια διατάξεις ενός εθνικού συντάγματος, που υποτίθεται ότι κατοχυρώνει τη λαϊκή κυριαρχία. Φυσικά, οι Κομισάριοι δεν έχουν κανένα λόγο να στραφούν ενάντια στις συνταγματικές εκείνες διατάξεις που κατοχυρώνουν τη λειτουργία του καπιταλισμού. Θα στραφούν ενάντια σε εκείνες τις ελάχιστες διατάξεις που αντανακλούν διαθέσεις και απαιτήσεις των λαϊκών μαζών και που θεωρούνται αναχρονισμός από το σύγχρονο καπιταλισμό, τον καπιταλισμό του νεοφιλελευθερισμού, της κατεδάφισης του «κοινωνικού κράτους», της αποθέωσης της «ελευθερίας της αγοράς», της εμπορευματοποίησης των πάντων.