Η είδηση του θανάτου του Βασίλη Ράπελα, στα 66 χρόνια του, μας άφησε εμβρόντητους. Την προηγούμενη Παρασκευή ήταν μαζί μας, στην προβολή του «Ομάρ». Παρακολούθησε την ταινία, έμεινε λίγη ώρα στη συζήτηση και έφυγε για να προλάβει το λεωφορείο για το Γαλάτσι, γιατί δεν είχε κουράγιο να γυρίσει με τα πόδια, όπως συχνά έκανε φεύγοντας από την «Κόντρα». Εφτασε στο σπίτι του και ελάχιστη ώρα αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή. Η ταλαιπωρημένη καρδιά του δεν άντεξε. Κανένας μας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνος ο αποχαιρετισμός μετά την ταινία ήταν ο τελευταίος.
Από τη συντρόφισσα Μ.Β. πήραμε ένα μικρό σημείωμα και το αναδημοσιεύουμε ως φόρο τιμής σ’ έναν σεμνό προλετάριο αγωνιστή, σ’ έναν καλό φίλο και σύντροφο.
«Οταν ο Βασίλης ο Ράπελας άφησε το ορφανοτροφείο στους Φιλιάτες και ήρθε στην Αθήνα, το 1962, δεκατεσσάρων ετών, για να μπει στο μεροκάματο, κατέβηκε στην αγορά και χάζευε έκθαμβος τα ζαχαρωτά στην οδό Αθηνάς. Ζήτησε ν’ αγοράσει μερικά απ’ αυτά που του φάνηκαν φτηνότερα. Ηταν στρογγυλές ναφθαλίνες, μα εκείνος νόμιζε πως ήταν καραμέλες…
Η φτώχεια εκείνης της εποχής δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Βασίλη. Μια ζωή αναλώθηκε στη σκληρή μάχη να επιβιώσει ο ίδιος και η οικογένειά του. Μια ζωή που πέρασε άχαρα και μονότονα με καθημερινή διασκέδαση έναν καφέ στην αυλή του σπιτιού του. Μια σκληρή ζωή που τον οδήγησε στην ταξική αυτοσυνείδηση. Δεν έλειψε από τους αγώνες της τάξης του. Παρών στα συνδικάτα, στις απεργίες, στις διαδηλώσεις, στις πολιτικές συγκεντρώσεις, χωρίς να κρύβει την πίστη του στον κομμουνισμό. Του περίσσευε η φτώχεια αλλά και η αξιοπρέπεια, η ταπεινότητα αλλά και η υπερηφάνεια, οι δυσκολίες αλλά και το γέλιο. Το ταξικό ένστικτο ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του.
Τον περασμένο χειμώνα, πήγε μια μέρα στο καφενείο που σύχναζε. Εδωσε το μοναδικό δίευρο που είχε σ’ ένα γνωστό του που δεν είχε να πάρει ψωμί. Ο ίδιος πήγε κατόπιν στο κοινωνικό παντοπωλείο του συνδικάτου οικοδόμων και πήρε ένα ψωμί τζάμπα για να το πάει στο σπίτι του…
Αυτόν τον σεμνό αγωνιστή είναι τιμή μου που τον γνώρισα και ήμουν φίλη του για τριάντα χρόνια. Στη μνήμη του προσφέρω στην εφημερίδα του, την “Κόντρα”, 100 ευρώ».