Με την εγγύηση του ελληνικού δημόσιου ως προς το ρίσκο
«Κάποιος μάλλον ανόητος υποστηρίζει ότι η τελευταία ελληνική τράπεζα στην Τουρκία ήταν στη Σμύρνη το 1920 και χρηματοδότησε τον πόλεμο εναντίον του Κεμάλ! (…) Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Ελληνες υπερπατριώτες πρέπει να ηρεμήσουν! Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ανήκει κατά 40% σε ξένους. Δεν είναι πλήρως ελληνική όπως νομίζουν και οι δύο! Ισως μάλιστα αυξηθεί το μερίδιο των ξένων στην τράπεζα. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα με την οποία πρέπει να συμφιλιωθούν». Τα παραπάνω γράφτηκαν σε μια έγκυρη φιλοκυβερνητική εφημερίδα, την «Καθημερινή», και απηχούν την κυρίαρχη άποψη στους κόλπους της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και της πλειοψηφίας του πολιτικού της προσωπικού για την εξαγορά από την ΕΤΕ της μικρομεσαίας τουρκικής τράπεζας Finansbank.
Η αλήθεια είναι ότι οι γνωστοί «υπερπατριώτες» δεν σήκωσαν και πολύ το κεφάλι τους. Λούφαξαν επειδή κατάλαβαν ότι δεν τους παίρνει και όσοι πήγαν να πουν καναδυό κουβέντες, έτσι για την τιμή των όπλων, θάφτηκαν από τα ΜΜΕ. Εδώ μιλάμε για μπίζνες και μ’ αυτά τα πράγματα δεν παίζουμε. Αντίθετα, εκείνο που κυριάρχησε είναι η ευφορία για το δυναμισμό μιας ελληνικής τράπεζας, που κατάφερε μάλιστα να νικήσει τον κολοσσό Citigroup, η οποία επίσης ενδιαφερόταν για την εξαγορά της Finansbank.
Η αλήθεια βρίσκεται ανάμεσα στις γραμμές του αποσπάσματος που παραθέσαμε στην αρχή. Η ΕΤΕ δεν έχει την οικονομική δύναμη για να εξαγοράσει ακόμα και αυτή τη μικρομεσαία τουρκική τράπεζα. Οπως δήλωσε ο διοικητής της Τ. Αράπογλου, θα κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, την οποία θα στηρίξουν οι ξένοι «θεσμικοί επενδυτές» που ήδη συμμετέχουν στο κεφάλαιο της ΕΤΕ, κατέχοντας ένα σημαντικό ποσοστό. Χωρίς αυτούς τίποτα δεν γίνεται, χωρίς αυτούς δεν θα γινόταν η εξαγορά, αυτοί είναι που θα καθορίζουν ακόμα πιο αποφασιστικά στο μέλλον τις κινήσεις της Εθνικής.
Και το ελληνικό δημόσιο; Το ελληνικό δημόσιο ελέγχει την Εθνική κυρίως μέσω των ασφαλιστικών ταμείων, που έχουν υποχρεωθεί να κατέχουν περίπου ένα 20% του μετοχικού της κεφαλαίου. Το ελληνικό δημόσιο εγγυάται το ρίσκο της επένδυσης. Πώς το εγγυάται; Καταρχάς οικονομικά (αν δεν πάει καλά η Εθνική, θα σπεύσει να τη στηρίξει) και δεύτερο πολιτικά. Θα κρατήσει τις επαφές με την τουρκική κυβέρνηση και οι μπίζνες των διεθνών ραντιέρηδων, αυτών που ζουν «κουρεύοντας» κουπόνια και μετακινώντας κεφάλαια από επένδυση σε επένδυση, χωρίς να ασκούν καμιά παραγωγική διαδικασία, θα επηρεάζουν και τις πολιτικές εξελίξεις. Γιατί, βέβαια, δεν είναι δυνατόν η ΕΤΕ να διεισδύει στην Τουρκία, ως Δούρειος ίππος διεθνών χρηματιστηριακών κεφαλαίων, και σε πολιτικό επίπεδο να επικρατεί πολεμικό κλίμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μάλιστα, ορισμένοι τολμηροί μιλούν ακόμα και για «πολιτικό σχέδιο Ανάν».
Στο μονοπωλιακό καπιταλισμό ο ρόλος των τραπεζών είναι αναβαθμισμένος. Στη σημερινή του φάση, φάση που χαρακτηρίζεται από τον πιο έντονο παρασιτισμό με «παγκοσμιοποιημένα» χαρακτηριστικά, αυτός ο ρόλος αναβαθμίζεται ακόμα πιο πολύ. Γι’ αυτό και τα διεθνή τραπεζικά μονοπώλια καταγράφουν τα ψηλότερα ποσοστά κερδών και ρυθμίζουν τις τύχες ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων, ακόμα και χωρών που πέφτουν στα νύχια τους. Γι’ αυτό ακόμα και περιφερειακές τράπεζες, όπως η Εθνική, επιλέγονται για να παίξουν ρόλο ενδιάμεσου σε μια «γειτονιά» χωρών, με τη στήριξη της κυβέρνησής τους. Η Εθνική τα τελευταία χρόνια έχει αναπροσανατολίσει την ανάπτυξή της. Πούλησε τις θυγατρικές της σε ΗΠΑ και Καναδά και αναπτύσσει πλέον επιχειρηματική δραστηριότητα σε Ελλάδα, Αλβανία, Ρουμανία, Σερβία, Μακεδονία, Βουλγαρία και Τουρκία. Εκεί, δηλαδή, που το ελληνικό κράτος μπορεί να εγγυηθεί την κερδοσκοπία των ξένων κεφαλαίων που επένδυσαν στην τράπεζα.
Από την άλλη, μπορεί να σκεφτεί κανείς τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην εργασιακή πολιτική (και) της συγκεκριμένης τράπεζας με τα ανοίγματά της στη βαλκανική γειτονιά μας. Τα ανοίγματα αυτά έχουν ως προϋπόθεση την ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων, που στη συγκεκριμένη τράπεζα ήταν στα ψηλότερα στάνταρ που υπάρχουν στη χώρα μας. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, βέβαια, δεν κάνει τέτοιους συσχετισμούς. Αλλωστε, είναι αυτή που εδώ και χρόνια κόπτεται για την «ανάπτυξη» και την «ανταγωνιστικότητα» της τράπεζας, περισσότερο και από τους τραπεζίτες (λες και το ‘χουν μαζί το «μαγαζί», αφεντικά και εργαζόμενοι). Επειδή, όμως, ποτέ δεν είν’ αργά, κάποια στιγμή θα το αντιληφθούν οι εργαζόμενοι και θα γυρίσουν σελίδα.