«Να βγαίνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να λέει ότι ένα κόμμα, με την ιστορία και την προσφορά στον τόπο που έχει το κόμμα της ΝΔ, έγινε κυβέρνηση για να κλέψει! Αυτό δεν είναι πλέον πολιτική. Αυτό ακόμη και για χαμαιτυπείο, ακόμη και για την αγορά, είναι ύβρις». Αν τα παραπάνω τα έλεγε κάποιος από τους ήπιους στις εκφράσεις του πολιτικούς της ΝΔ, θα λέγαμε ότι δικαιούται να τα πει. Αλλά τα είπε ο Μητσοτάκης και μας άφησε… φαλακρούς. Ο Μητσοτάκης, που το 1988-89 το μόνο που επαναλάμβανε μονότονα ήταν το «οι ψεύτες και οι κλέφτες του ΠΑΣΟΚ» και έστησε ειδικό δικαστήριο (σε συνεργασία με τον Φλωράκη και τον Κύρκο) για να δικάσει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως φτηνιάρη κλεφταράκο, που του κουβάλαγαν τα λεφτά κάποιοι υποκοσμιακοί μπράβοι του Κοσκωτά μέσα σε κουτιά από «πάμπερς»!
Από το Μαξίμου έβγαινε ο Μητσοτάκης όταν έκανε αυτές τις δηλώσεις. Προφανώς είχε κανονίσει με τον Καραμανλή να βάλει κι αυτός το χεράκι του στον προεκλογικό αγώνα της ΝΔ, αναλαμβάνοντας τον Γιωργάκη, με τον οποίο δεν ανοίγει διάλογο και αντιπαράθεση ο Καραμανλής. Για τον εαυτό του έχει κρατήσει το ρόλο του οραματιστή πολιτικού, που δεν ασχολείται με μικρότητες, αλλά έχει οριοθετήσει αυστηρά τον πολιτικό του πολιτισμό (καταπώς λέει ο Ρουσόπουλος). Αυτό είναι το «σχέδιο Λούλη», το οποίο εμμέσως πλην σαφώς αποκάλυψε ο Ρουσόπουλος: «Βουρ στον πατσά, κόντρα στην κόντρα, βρισιά στη βρισιά, αλλά από άλλα στελέχη και όχι από τον Καραμανλή. Ο Καραμανλής θα μείνει έξω απ’ αυτά, για να τονίζεται έτσι η διαφορά του από τον Γιωργάκη και να αξιοποιείται στο έπακρο το δυνατό χαρτί της ΝΔ».
Οσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές (στον Μητσοτάκη ανατέθηκε να μας ενημερώσει, εξερχόμενος του Μαξίμου, ότι δεν θ’ αργήσουν) τόσο πιο πολύ θα βγαίνουν στην πίστα όλα τα μωρά του δικομματισμού και θα χορεύουν στο ρυθμό του «σκληρού ροκ». Σπείρες, κανακάρηδες, κλέφτες, ψεύτες, λαμόγια, Σικελοί, κουμπάροι, είναι οι χαρακτηρισμοί που μέχρι στιγμής έχουν ανταλλαγεί. Σε λίγο θα εξαντλήσουν το πολιτισμένο λεξιλόγιο και θα περάσουν στο σκληρό πορνό. Οχι πως μας ενοχλεί, αντιθέτως. Γιατί να επιθυμούμε εμείς «πολιτικό πολιτισμό»; Για να σκεπάζονται οι πομπές τους; Οσο πιο σκληρά ξεκατινιάζονται τόσο θα βαθαίνει η πολιτική απαξίωσή της. Αν το σχολιάζουμε είναι γιατί θεωρούμε πως η δικομματική όξυνση δεν είναι τυχαία, αλλά βασικό στοιχείο της προεκλογικής στρατηγικής και των δύο κομμάτων εξουσίας.
Το ΠΑΣΟΚ είδε τον ενθουσιασμό για το νέο πρόγραμμα (που κανένας Πασόκος δεν έχει διαβάσει καν) να εξανεμίζεται μέσα σε δυο εβδομάδες. Βλέπει την κυβέρνηση να κουκουλώνει το σκάνδαλο των ομολόγων και να συμμαζεύει την κατάσταση. Βλέπει τα τελευταία γκάλοπ να δείχνουν την ψαλίδα να ανοίγει ξανά. Δε μπορεί, λοιπόν, να βγάλει άλλο εργαλείο εκτός από την όξυνση. Αλλωστε, με τις καταγγελίες για διαφθορά και σκάνδαλα κέρδισε τις προηγούμενες εκλογές ο Καραμανλής, ενώ στο τέλος τσοντάρισε και μερικές υποσχέσεις για συνταξιούχους και αγρότες. Το ίδιο ακριβώς προσπαθεί να κάνει τώρα και ο Γιωργάκης, με στόχο όχι να κερδίσει τις εκλογές αλλά να χάσει με μια διαφορά που δεν θα επιτρέπει εσωτερική αμφισβήτησή του την επαύριο των εκλογών. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκίνησε από τώρα την προεκλογική εκστρατεία και ότι τραβάει όλο το κουπί μόνος του. Ο ίδιος δεν δίνει ρόλους στα άλλα στελέχη (πόσο καιρό έχετε ν’ ακούσετε νέα του Βενιζέλου;) και αυτά δεν επιθυμούν προεκλογικούς ρόλους που θα τους μεταβιβάσουν μερίδιο της ήττας.
Η ΝΔ, από την άλλη, έχει κάθε λόγο να προωθεί την όξυνση και την ανταλλαγή ύβρεων, στην οποία -όπως είπαμε- δεν προσχωρεί ο Καραμανλής. Πρώτο, γιατί υποχωρεί σε δεύτερη μοίρα η επί της ουσίας συζήτηση για το σκάνδαλο των ομολόγων. Δεύτερο, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται στις εκλογές διλημματικός χαρακτήρας (ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ) και «μαζεύονται» οι διαρροές προς το ΛΑΟΣ. Τρίτο, γιατί ο Καραμανλής υπερέχει εμφανώς του Παπανδρέου στην αντιπαράθεση «πρόσωπο με πρόσωπο» και όπως λέει ένα παλιό γνωμικό της αστικής πολιτικής, «όταν οι προγραμματικές διαφορές δεν είναι εμφανείς, οι ψηφοφόροι επιλέγουν πρωθυπουργό και όχι κόμμα». Δεν είναι τυχαίο που η προπαγάνδα της ΝΔ εστιάζει σταθερά στα πεπραγμένα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Γιατί ακόμα και το απαξιωτικό «όλοι τα ίδια σκατά είναι» λειτουργεί υπέρ του Καραμανλή και όχι υπέρ του Γιωργάκη.
Εχουμε γράψει και άλλη φορά, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάμε σε εκλογές με προγραμματική αντιπαράθεση ανάμεσα στα δυο κόμματα εξουσίας. Για τον απλούστατο λόγο ότι κανένα από τα δύο δεν τη θέλει, αφού οι διαφορές τους είναι σε εντελώς δευτερεύοντα σημεία. Θα βρίζονται και το ενδιάμεσο από τις βρισιές θα προσπαθούν να αποδείξουν ότι το κάθε κόμμα είναι πιο αξιόπιστος διαχειριστής της ίδιας πολιτικής. Υπάρχουν αρκετοί που θρηνούν για την «απαξίωση της πολιτικής». Ομως, το σύστημα μια χαρά δουλεύει κι έτσι. Στριμωγμένος στη γωνία ο λαός, χωρίς διεκδικητικά κινήματα (πέρα από αναλαμπές, που κατά κανόνα μένουν τέτοιες γιατί δεν έχουν στήριξη από τους κοινωνικούς συμμάχους), περιορισμένος στο ρόλο του παθητικού παρατηρητή του «σκληρού ροκ» των εξουσιαστικών δυνάμεων, δεν απαξιώνει τις διαδικασίες αναπαραγωγής των διαχειριστών της πολιτικής εξουσίας. Σπεύδει στις εκλογές μαζικότατα και ψηφίζει εξίσου μαζικά τις δυνάμεις του δικομματισμού, αφού η ελάσσων αντιπολίτευση ούτε να εμπνεύσει μπορεί ούτε δείχνει διάθεση για κάτι τέτοιο.
Το πεδίο της λαϊκής αντιπολίτευσης δεν είναι οι κάλπες. Είναι ο δρόμος, είναι οι ταξικοί αγώνες. Οσο δεν αναπτύσσονται αυτοί ακόμα και η πιο απαξιωμένη πολιτική αντιπαράθεση θα λειτουργεί σε όφελος του συστήματος.
SCRIPTA
«Στον κόσμο των επιχειρήσεων αναφέρεται ως συμβουλή “μην υβρίζετε εκείνους με τους οποίους αύριο μπορεί να χρειαστεί να συνεργαστείτε!”. Αν η συμβουλή αυτή έχει την αντιστοιχία της στο πολιτικό γίγνεσθαι, θα δυσκολευτούν πολύ στο μέλλον οι κινήσεις, που θα μπορούσαν, να λύσουν ορισμένα από τα μόνιμα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Αλλο αντιπαράθεση και άλλο ύβρις» (πρωτοσέλιδο σχόλιο στο «Βήμα», 13.6.07)