Καυγάς μεταξύ «Ριζοσπάστη» και «Πριν» για ένα άρθρο του Π. Παπακωνσταντίνου (στελέχους του ΝΑΡ και υποψήφιου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στην «Καθημερινή» (14.4.12). Το «Πριν» κατηγόρησε τον «Ριζοσπάστη» για χυδαία διαστρέβλωση του άρθρου του Παπακωνσταντίνου, επειδή τσουβάλιασε το εν λόγω άρθρο με άρθρα στελεχών του ΠΑΣΟΚ, που επαινούν τη συμπόρευση του Μελανσόν με τον Ολάντ στο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Ο «Ριζοσπάστης» επανήλθε, παραθέτοντας επιλεγμένα αποσπάσματα από το άρθρο του Παπακωνσταντίνου, με τη συμπλήρωση ότι «κανένα σχόλιο δε χρειάζεται».
Αν θυμόμαστε καλά, είναι από τις σπάνιες φορές (αν όχι η πρώτη), που το «Πριν» αναλαμβάνει να υπερασπιστεί την αρθρογραφία ορισμένων στελεχών του ΝΑΡ, που υπηρετούν τον αστικό Τύπο από επίλεκτες θέσεις, αρθρογραφώντας επωνύμως σε συντηρητικά έντυπα, όπως η «Καθημερινή» (Παπακωνσταντίνου) και το «Εθνος» (Δελαστίκ). Απ’ αυτή την άποψη, θεωρούμε δικαιωμένη τη δική μας πολεμική. Οι αναγνώστες της «Κ» γνωρίζουν ότι ουκ ολίγες φορές έχουμε στηλιτεύσει την αρθρογραφία των συγκεκριμένων δημοσιογράφων – στελεχών του ΝΑΡ. Ουδέποτε έχουμε πάρει απάντηση, ενώ έχουμε ακούσει –πάντοτε ανεπίσημα και στο ψιθυριστό– την άποψη ότι οι άνθρωποι είναι επαγγελματίες και εργάζονται στον αστικό Τύπο. Κι αν ακόμα δεχτούμε ότι δεν υπάρχει ασυμβίβαστο ανάμεσα στην ιδιότητα του πολιτικού στελέχους συλλογικότητας που δηλώνει κομμουνιστική-επαναστατική και στελέχους αστικού ΜΜΕ (για μας τέτοιο ασυμβίβαστο υπάρχει, γι’ αυτό και κανένας σύντροφός μας δεν αναζήτησε δουλειά σε αστικά ΜΜΕ), το ενυπόγραφο άρθρο δεσμεύει αυτόν που το υπογράφει και τον δεσμεύει υπό την πολιτική του ιδιότητα και όχι υπό την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Τα πολιτικά στελέχη δεν μπορούν να έχουν πολλές ταυτότητες. Αναλαμβάνοντας το «Πριν» να υπερασπιστεί τον Παπακωνσταντίνου ως αρθρογράφο της «Καθημερινής», έρχεται να επιβεβαιώσει το ότι ο ψευδεπίγραφος διαχωρισμός επαγγελματία δημοσιογράφου – πολιτικού στελέχους δεν υπάρχει.
Ο καυγάς «Πριν»-«Ριζοσπάστη» περί του αν διαστρεβλώθηκε ή όχι το άρθρο Παπακωνσταντίνου δεν μας αφορά. Μπορούμε να πάμε κατευθείαν στο άρθρο. Ο τίτλος του ήταν: «Ευρωπαϊκή Αριστερά: και όμως, κινείται!» και ο υπότιτλος: «Οι γαλλικές εκλογές ίσως εγκαινιάσουν αλυσίδα πολιτικών ανατροπών στην ΕΕ». Μη βιαστεί κανείς να πει ότι τους τίτλους δεν τους βάζει ποτέ ο δημοσιογράφος, αλλά η διεύθυνση της εφημερίδας, γιατί εν προκειμένω ο τίτλος αντανακλά απόλυτα το περιεχόμενο του άρθρου. Ο Παπακωνσταντίνου, μολονότι προσπαθεί να είναι κάπως συγκρατημένος, εκστασιάζεται με τις εκλογικές νίκες της ανά τον κόσμο «Αριστεράς». Θεωρεί, για παράδειγμα, ότι «το πρώτο σοβαρό πλήγμα εναντίον του εδραιωμένου νεοφιλελευθερισμού» ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν «μια ολόκληρη ήπειρος, η Λατινική Αμερική, αλλάζει πρόσωπο καθώς μεγάλα κοινωνικά κινήματα φέρνουν στην εξουσία την Αριστερά – είτε στην ήπια εκδοχή του Λούλα είτε στο πιο ριζοσπαστικό πρότυπο του Τσάβες»!
Περνώντας στα σημερινά, αναρωτιέται μήπως ο κύκλος των εκλογικών νικών των συντηρητικών στην Ευρώπη φτάνει στο τέλος του και –αφού παραβλέψει εντελώς την πρόσφατη θριαμβευτική νίκη του συντηρητικού Ραχόι στην Ισπανία– απαντά: «Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις που θέλουν τον σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ να επικρατεί στον δεύτερο γύρο της 6ης Μαΐου, η αλλαγή φρουράς στο Ελιζέ θα μπορούσε να εγκαινιάσει αλυσίδα ανατροπών που θα αλλάξει το πολιτικό πρόσωπο της ΕΕ μέχρι τις γερμανικές και τις ιταλικές εκλογές του 2013»! Για να μην παρεξηγήσει κανένας την κάπως ασαφή διατύπωση (δεδομένου ότι μιλά απλά για αλλαγή του πολιτικού προσωπικού της ΕΕ), στην αμέσως επόμενη παράγραφο εξηγείται: «Το ισχυρό ενδεχόμενο να αποκτήσει η Γαλλία τον δεύτερο, μεταπολεμικά, σοσιαλιστή πρόεδρο μετά τον Φρανσουά Μιτεράν γεννά ελπίδες στις γραμμές όσων επιθυμούν να απαλλαγεί η ΕΕ από το συντηρητικό δίδυμο “Μερκοζί” (Μέρκελ- Σαρκοζί) και τη δρακόντεια λιτότητα που αυτό επιβάλλει. Εκ πρώτης όψεως, οι προσδοκίες δεν είναι αδικαιολόγητες: ο Ολάντ χαρακτηρίζει τον Σαρκοζί “πρόεδρο των πλουσίων”, κατονομάζει ως εχθρό του “τον κόσμο του χρηματοπιστωτικού συστήματος”, δεσμεύεται για φόρο 75% στα εισοδήματα άνω του ενός εκατομμυρίου και υπόσχεται ότι θα επαναδιαπραγματευθεί το επαχθές Δημοσιονομικό Σύμφωνο».
Βεβαίως, αμέσως μετά, ως γνήσιος οπορτουνιστής που αρέσκεται στη διγλωσσία, σημειώνει ότι «υπάρχουν άπειροι λόγοι να αμφιβάλλει κανείς κατά πόσον ο άχρωμος Ολάντ θα τηρήσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις εάν βεβαίως εκλεγεί», αμέσως μετά, όμως αναιρεί τις επιφυλάξεις του, αναφέροντας ότι «η “αριστερή” ρητορεία του (σ.σ. Ολάντ) μαρτυρεί την κρίση της “Κεντροαριστεράς του Τρίτου Δρόμου”, που αποδείχθηκε η άλλη όψη του νεοφιλελευθερισμού: της Κεντροαριστεράς του Σρέντερ, που εφάρμοσε πολύ σκληρότερη λιτότητα από τον Χριστιανοδημοκράτη Κολ, του Μπλερ που πολιτεύθηκε ως “Θάτσερ με παντελόνια” και του Ζοσπέν που έκανε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις από τον γκωλικό Ζιπέ». Και συνεχίζει ακάθεκτος: «Νέοι άνεμοι πνέουν και στην απέναντι ακτή της Μάγχης, όπως έδειξε η εκλογή του Εντ Μίλιμπαντ στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος. Ο 42χρονος πολιτικός κήρυξε την “επιστροφή στις εργατικές ρίζες”, αποδοκίμασε την πολιτική Μπλερ και εξελέγη χάρη στην υποστήριξη των συνδικάτων, παρά την εχθρότητα της κοινοβουλευτικής ομάδας, της κομματικής γραφειοκρατίας και του εκδοτικού κατεστημένου. Υιοθετώντας κεϋνσιανή γραμμή αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, κατάφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ξεπεράσει τους Συντηρητικούς στις δημοσκοπήσεις, αν και οι επόμενες εκλογές δεν αναμένονται προ του 2015». Κι ακόμα πιο ακάθεκτος: «Στο μεταξύ, το κενό πολιτικής εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων που αφήνει πίσω της η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας έρχονται να καλύψουν νέες, ριζοσπαστικές δυνάμεις. Στη Γαλλία, το Αριστερό Μέτωπο του Ζαν-Λικ Μελανσόν, πρώην τροτσκιστή, μετέπειτα αριστερού σοσιαλιστή και νυν συμμάχου των κομμουνιστών, αποτελεί τη μεγάλη έκπληξη των φετινών εκλογών και είναι πολύ πιθανό να αναδειχθεί σε τρίτη δύναμη, αφήνοντας πίσω του το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν (σ.σ. τέταρτος και καταϊδρωμένος ήρθε τελικά ο Μελανσόν). Στη Γερμανία, το Αριστερό Κόμμα (Linke), προϊόν σύμπραξης κομμουνιστών από την Ανατολική Γερμανία και αριστερών σοσιαλδημοκρατών του Λαφοντέν κυμαίνεται ήδη στο 12% και απειλεί να αναδειχθεί τρίτη δύναμη, υπερφαλαγγίζοντας τους Φιλελεύθερους Συμμάχους της Μέρκελ. Σε παραπλήσιο μήκος κύματος κινείται ο συνασπισμός Respect στη Βρετανία, ο χαρισματικός ηγέτης του οποίου, Τζορτζ Γκάλογουεϊ, κέρδισε πρόσφατα τις εκλογές στο Μπράντφορντ με το εκπληκτικό ποσοστό 56% έναντι 25% των Εργατικών και μόλις 8% των Συντηρητικών».
Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Οτι ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» και πολιτικό στέλεχος του ΝΑΡ προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες του ότι πρέπει να ελπίζουν στις νίκες παλιών και νέων σοσιαλδημοκρατών (τους τελευταίους τους βαφτίζει ανερυθρίαστα «νέες, ριζοσπαστικές δυνάμεις»). Το μόνο που σημειώνει είναι ότι «η αναδυόμενη “Νέα Αριστερά” δεν έχει αποκτήσει ακόμη σταθερό βάδισμα, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενες στρατηγικές: Τη στρατηγική που ελπίζει “να τραβήξει προς τα αριστερά” τη σοσιαλδημοκρατία για να συγκυβερνήσει μαζί της και εκείνη που φιλοδοξεί να οικοδομήσει έναν καινούργιο, αντικαπιταλιστικό πόλο σε ρήξη με το σύνολο του πολιτικού κατεστημένου». Καταλήγει, όμως, να πλέει σε πελάγη αισιοδοξίας: «Σε κάθε περίπτωση, οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στο κοινωνικό υπέδαφος φαίνεται ότι λειώνουν σιγά σιγά τους πάγους του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού».
Νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε κανένα σχόλιο για το ρόλο που διαδραματίζουν ορισμένοι τέτοιοι κύριοι και για το λόγο που ο συντηρητικός αστικός Τύπος τους δίνει προβεβλημένη θέση ανάμεσα στο δημοσιογραφικό του προσωπικό. Απλά να σημειώσουμε, απευθυνόμενοι στο «Πριν» και το ΝΑΡ, ότι δεν μιλάνε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου.