Τι είναι η οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης; Είναι «μια εντελώς λαθεμένη πολιτική». Πώς προέκυψε αυτή η «λαθεμένη πολιτική»; Προέκυψε διότι «η ελληνική κυβέρνηση αντιμετώπισε με ερασιτεχνισμό το όλο πρόβλημα». Γιατί όντως υπάρχει πρόβλημα. «Κανείς δεν παραγνωρίζει ότι βρισκόμαστε σε μια δύσκολη καμπή». Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι «εάν δεν ξεπεραστεί αυτή η αδυναμία» (ο ερασιτεχνισμός της κυβέρνησης που όμως ήταν «ιδιαίτερα επαγγελματική στο να εξαπατήσει τον ελληνικό λαό»), επειδή «δεν είναι μόνο ελληνικό το πρόβλημα, είναι πρόβλημα ευρωπαϊκό», «θα απειλήσει την ίδια τη συνοχή της ευρωζώνης».
Αντώνης Σαμαράς; Μαυρουδής Βορίδης; Οχι, Αλέξης Τσίπρας! Ρέστα έδωσε και πάλι ο πρόεδρος του ΣΥΝ και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1, την προηγούμενη Δευτέρα. Λες και μιλού-σε ένας πρωτοετής φοιτητής των οικονομικών, που κάτι έχει ακούσει για τις θεωρητικές προσεγγίσεις του νεοκεϊνσιανισμού, αλλά δεν καταλαβαίνει και πολλά. Γι’ αυτό και ενώ αντιμετωπίζει «τη χώρα» και την οικονομία ως κάτι το ενιαίο, σημειώνοντας με πάθος ότι «ήταν ερασιτεχνική η στάση της κυβέρνησης να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας», κάποια στιγμή μπερδεύεται, σαλτάρει από τον Κέινς στον Μαρξ, για τον οποίο επίσης κάτι έχει ακούσει, και δηλώνει με το ίδιο πάθος της άγνοιας ότι «αυτή η κρίση του καπιταλισμού δεν ξεπερνιέται αν δεν ξεπεραστεί και ο πυρήνας της δομής της καπιταλιστικής οικονομίας». Δηλαδή; Με το ερώτημα στο στόμα μείναμε, αφού ο… ποιητής δεν εξήγησε τι ακριβώς ζητάει: ξεπέρασμα του καπιταλισμού ή απλώς νοικοκύρεμα και… εξανθρωπισμό του;
Τελικά, ούτε το ένα ούτε το άλλο ζητάει. Να βάλει μυαλό η κυβέρνηση ζητάει, για να μπορέσει να διαχειριστεί σωστά τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού (τα ίδια λέει και ο Σαμαράς, για να μην ξεχνιόμαστε). Τι να κάνει; «Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ακολουθούμε (σ.σ. το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο τα λέει όλα) μια εντελώς λαθεμένη πολιτική. Η στάση της κυβέρνησης απέναντι στα κερδοσκοπικά παιχνίδια ήταν εξ αρχής λαθεμένη. Επρεπε από την πρώτη στιγμή να αναδείξει το πρόβλημα, όχι ως πρόβλημα χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, αλλά ως πρόβλημα του ευρώ και να αναζητήσει, να διεκδικήσει στήριξη -πράγμα που το κάνει τελευταία στιγμή και αφού έχει υποστεί όλη την πίεση, αφού έχει πάρει δύο ομολογιακά δάνεια με πολύ υψηλά επιτόκια και αφού έχει περάσει μέτρα αντιλαϊκά και αντικοινωνικά».
Ομως, και για τις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις έχει μια πρωτότυπη άποψη ο Αλ. Τσίπρας. Για το καλό της χώρας πρέπει να βγει ο κόσμος στους δρόμους. Για να πολεμήσει τους κερδοσκόπους. «Ο κόσμος στους δρόμους δεν είναι μια μέθοδος του 19ου αιώνα. Είναι μια μέθοδος –δεν ξέρω άλλη– που μπορεί να δημιουργήσει ένα ισχυρό αντίβαρο, ένα αντίβαρο πίεσης στις κερδοσκοπικές πιέσεις και τις πολιτικές πιέσεις των κυρίαρχων δυνάμεων σήμερα στην ΕΕ που έχουν δει τη χώρα μας ως πειραματόζωο. Μονάχα αν λάβουν το μήνυμα ότι αυτή η κοινωνία δεν αντέχει άλλο πίεση και θα αντιδράσει στην πίεση, πιθανόν και να υποχωρήσουν»!
Και για να το καταλάβουμε, ότι δεν υπάρχει καμιά ταξική αντίθεση με την κυβέρνηση, μας το επανέλαβε στο τέλος: «Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει αυτή τη στιγμή μια μεγάλη δυσκολία. Δεν την παραγνωρίζουμε. Αμφισβητούμε όμως τον χειρισμό, αμφισβητούμε την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Θεωρούμε ότι τα μέτρα αυτά είναι και αναποτελεσματικά και άδικα»!!!
Υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σηκώνει τους τόνους, εγκαταλείπει τη γραμμή της «προγραμματικής αντιπολίτευσης», καλεί τον κόσμο να βγει στους δρόμους. Εκείνο που κάνει, όμως, είναι να χρησιμοποιεί τις κινητοποιήσεις ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την ξεπουλημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Για να δικαιολογήσει τη στάση των δικών του συνδικαλιστικών δυνάμεων, που συγκυβερνούν με την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ (κυρίως με την ΠΑΣΚΕ).
Στην ίδια συνέντευξή του ο Τσίπρας αναφέρθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στην «έντονη κινητικότητα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και ιδίως στις συνδικαλιστικές δυνάμεις» και έκρινε ότι η επίθεση στον Παναγόπουλο «αντικειμενικά λειτουργεί προβοκατόρικα για την Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα», και εξυπηρετεί μόνο αυτούς που δεν θέλουν αυτή την «κινητικότητα». Στη συνέχεια το είπε καθαρά. «Η συνδικαλιστική ηγεσία έχει μεγάλη ευθύνη για την αδυναμία ύπαρξης του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας, όλο το προηγούμενο διάστημα», «σ΄ αυτή τη φάση όμως δεν πρέπει να προτάξουμε αυτές τις ευθύνες, αντίθετα χρειάζεται να δούμε την όσο το δυνατόν πιο πλατιά συμμετοχή όλων των δυνάμεων σ’ ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο, γιατί μόνον έτσι μπορούμε να σταματήσουμε αυτή τη λαίλαπα που έρχεται. Δεν είναι τώρα η ώρα της απόδοσης των ευθυνών. Τώρα είναι η ώρα του κοινού αγώνα».
Οπως τον Οκτώβρη, το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη, ο ΣΥΡΙΖΑ αποπροσανατόλιζε τους εργαζόμενους με την τακτική της «προγραμματικής αντιπολίτευσης», δηλαδή του αριστερού μαϊντανού της πασοκικής διακυβέρνησης, δίνοντας στην κυβέρνηση το χρόνο που χρειαζόταν για να προετοιμάσει την επίθεσή της, έτσι και τώρα ωραιοποιούν το ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της δίνουν τη δυνατότητα, τη διευκολύνουν, να παίξει τον πεμπτοφαλαγγίτικο ρόλο της. Είναι δυνατόν ο Παναγόπουλος και η κλίκα του να συνδράμουν έστω και στο ελάχιστο στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων; Το μόνο που επιδιώκουν είναι να εκτονώσουν την οργή των εργαζόμενων, μέσα από δυο-τρεις 24ωρες απεργίες, που τις θέλουν με φθίνουσα πορεία, για να κηρύξουν μετά τη λήξη. Γι’ αυτό και δεν κάνουν καμιά ζύμωση, γι’ αυτό αφήνουν τα εργοστάσια στο έλεος της τρομοκρατίας των καπιταλιστών, γι’ αυτό δεν κάνουν καμιά κίνηση να βγάλουν μπροστά τους εργαζόμενους των ΔΕΚΟ, με τη μεγάλη δύναμη πυρός, που ελέγχουν μάλιστα συνδικαλιστικά. Το μόνο βέβαιο είναι πως χωρίς πάλη ενάντια στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία δε μπορεί ν’ αναπτυχθεί κανένα ουσιαστικό κίνημα. Ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και σ’ αυτό το θέμα λειτουργεί σαν δεκανίκι του συστήματος.
ΥΓ: Πολλοί μας λένε ότι δεν πρέπει να ταυτίζουμε το ΣΥΝ και πολύ περισσότερο το ΣΥΡΙΖΑ με τον Τσίπρα και τον Παπαδημούλη. Υπάρχουν και άλλες δυνάμεις στο εσωτερικό αυτού του ρεύματος, που έχουν πραγματικά αγωνιστική διάθεση. Μόνο που στα ΜΜΕ είναι καθημερινά ο Τσίπρας, ο Παπαδημούλης, ο Κουβέλης και τ’ άλλα παιδιά. Η δική τους γραμμή ακούγεται ως γραμμή του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ. Οσοι, λοιπόν, δεν διαρρηγνύουν τους όποιους δεσμούς μαζί τους είναι συνυπεύθυνοι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους, που στην τελική είναι αδιάφορες.