Ατύχησε ο Γιάννης Σερίφης στη δήλωση-σχόλιο που έκανε μετά τις αγορεύσεις των εισαγγελέων, απαντώντας στις δηλώσεις-σχόλια των Χρήστου Τσιγαρίδα και Κώστα Αγαπίου, που είχαν προηγηθεί (βλέπε στο ρεπορτάζ από τη δίκη, στην προηγούμενη σελίδα). Γιατί, βέβαια, ούτε ο Τσιγαρίδας ούτε ο Αγαπίου έκαναν οποιοδήποτε υπαινιγμό για τυχόν ευθύνη του Σερίφη για τους χειρισμούς που κάνουν οι μηχανισμοί. Φυσικά και δεν υπέβαλε ο Σερίφης καμιά αίτηση να τον φέρουν κατηγορούμενο σ’ αυτή τη δίκη και να χρησιμοποιήσουν την αθώωσή του ως άλλοθι για την καταδίκη των υπόλοιπων. Ο ίδιος πάλεψε και σε πολιτικό και σε νομικό επίπεδο για να μην υπάρξει αυτή η δίκη ως προς αυτόν. Μαζί του πάλεψε και το κίνημα αλληλεγγύης. Η παραπομπή ήταν έτσι κι αλλιώς μια ακόμα απειλή, μια ακόμα ταλαιπωρία για τον Γ. Σερίφη και την οικογένειά του. Μόνο εμπαθείς θα μπορούσαν να ισχυριστούν το αντίθετο και τέτοιος υπαινιγμός δεν υπήρξε στα σχόλια των Τσιγαρίδα-Αγαπίου. Αλλα ζητήματα τέθηκαν απ’ αυτά τα σχόλια και σ’ αυτά ο Γ. Σερίφης δεν απάντησε, γι’ αυτό λέμε ότι ατύχησε. Η απάντησή του, έτσι όπως εκφέρθηκε, ακούστηκε σαν απολογητική σε μια κριτική που δεν έγινε.
Ο Κ. Αγαπίου αναφέρθηκε σ’ αυτό που έκανε ο αναπληρωτής εισαγγελέας. Οτι δηλαδή, σε μια συντομότατη και τηλεγραφική αγόρευση, αγνόησε επιδεικτικά όλα τα δεδομένα της ακροαματικής διαδικασίας, όλες τις ανατροπές που έγιναν σ’ αυτή τη δίκη, σε αντίθεση με την προηγούμενη, και αφιέρωσε χρόνο για να αναπέμψει ύμνους στους δυο αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής, οι οποίοι «σεβάστηκαν τον όρκο τους». Εχει δίκιο, λοιπόν, ο Αγαπίου να συμπεραίνει ότι μ’ αυτό τον τρόπο ο εισαγγελέας επιχείρησε να ωραιοποιήσει, να δικαιώσει και να καταξιώσει τους διωκτικούς μηχανισμούς και ιδιαίτερα την Αντιτρομοκρατική. Το μήνυμα που προσπάθησε να περάσει ήταν απλό: «Βλέπετε πώς ενεργεί η Αντιτρομοκρατική; Μόνιμος στόχος δίωξης είναι ο Σερίφης, όμως ήρθαν δυο αξιωματικοί αυτής της υπηρεσίας και κατέθεσαν ουσιαστικά ως μάρτυρες υπεράσπισής του, διαψεύδοντας τον Κορωναίο. Γιατί, λοιπόν, κατηγορείτε αυτή την υπηρεσία, ότι στήνει σκευωρίες;».
Ηταν προφανέστατη αυτή η προσπάθεια του εισαγγελέα και απολύτως σωστή και δικαιολογημένη η επισήμανση-αντίδραση του Αγαπίου. Θυμίζουμε, ότι ανάλογο σχόλιο είχε κάνει προ καιρού και ο Τσιγαρίδας, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της υπεράσπισης Σερίφη, επειδή ο Τσιγαρίδας της είχε ασκήσει κριτική. Θα περίμενε κανείς από τον Γ. Σερίφη να συμφωνήσει με τον Αγαπίου. Γιατί από την αρχή αυτής της υπόθεσης ήταν προφανές ότι η Αντιτρομοκρατική, για τους δικούς της λόγους, διέψευδε τον Κορωναίο και αντικειμενικά λειτουργούσε ως παράγοντας υπεράσπισης του Σερίφη. Οχι, βέβαια, επειδή τρέφει καμιά συμπάθεια για το πρόσωπό του. Το αντίθετο. Το δικό της καταχθόνιο έργο ήθελε να υπερασπίσει. Η Αντιτρομοκρατική υπέδειξε τον Γ. Σερίφη ως ιδρυτικό μέλος της 17Ν και στη συνέχεια ως στρατολόγο της. Μ’ αυτή την κατηγορία τον έστειλε «πεσκέσι» στον Ζερβομπεάκο, ο οποίος, με τη σύμφωνη γνώμη και του εισαγγελέα Καρούτσου, τον προφυλάκισε (από τις 27.10.2002 μέχρι τις 31.12.2002). Δεν μπορούσε, λοιπόν, να τον εμφανίζει και ως μέλος του ΕΛΑ από το 1975 μέχρι το 2003, όταν η θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων για ΕΛΑ και 17Ν έχει εγκαταλειφθεί, όπως φάνηκε στη δίκη για την υπόθεση 17Ν και τονίστηκε κατά κόρον από τον πρόεδρο του πρώτου έκτακτου τρομοδικείου Μ. Μαργαρίτη. Η Αντιτρομοκρατική «άδειασε» τον Κορωναίο και στην προανάκριση, που διεξήγαγε η ίδια, και στην ανάκριση (καταθέσεις των Δάβαλου – Αρναουτίδη στον Ζερβομπεάκο και τελικό χτύπημα με την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση) και στο ακροατήριο. Αλλοι μηχανισμοί έκριναν (για λόγους εκδικητικότητας μόνο; επειδή αυτή τη γραμμή έδινε κάποιο άλλο κέντρο; ακριβή απάντηση δεν μπορεί να δώσει κανείς, γιατί κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τις υπόγειες διαδρομές των διωκτικών μηχανισμών), ότι έπρεπε να παραπέμψουν τον Γ. Σερίφη, συνεχίζοντας την ομηρία του. Η δική μας κρίση είναι πως αυτό δεν το έκαναν για να δημιουργήσουν ένα άλλοθι αθώωσης σ’ αυτή τη δεύτερη δίκη για την υπόθεση ΕΛΑ, ώστε να περάσει πιο εύκολα η καταδίκη των υπόλοιπων (αν τελικά υπάρξει καταδίκη). Μας φαίνεται «τραβηγμένο» ένα τέτοιο σενάριο. Μάλλον με κλασική σύγκρουση μηχανισμών έχουμε να κάνουμε. Απλά, από τη στιγμή που έγινε η δίκη και ο ψευδομάρτυρας Κορωναίος κατέρευσε, άρπαξαν την ευκαιρία να κάνουν διαφήμιση της… αντικειμενικότητας της Αντιτρομοκρατικής. Αυτή η δυνατότητα τους προέκυψε και γι’ αυτό λέμε πως ως προς αυτό έχει δίκιο ο Αγαπίου και πως αυτή του την άποψη θα ήταν σωστό να τη στηρίξει και ο Σερίφης.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας έθεσε ένα άλλο ζήτημα. Εκρινε σκόπιμο να υπενθυμίσει την άποψη που όντως είχε υποστηρίξει από την αρχή της δίκης. Οτι επιχειρείται μια επανάληψη της απόφασης της προηγούμενης δίκης, ώστε να πάνε στο εφετείο με δυο πανομοιότυπες καταδίκες από δυο πρωτοβάθμια δικαστήρια. Και ότι δεν ήταν σωστή εξαρχής η άποψη πως αυτή η δίκη οργανώθηκε μόνο για να επιτευχθεί η καταδίκη του Γ. Σερίφη.
Και ως προς αυτό ατύχησε ο Γ. Σερίφης στην απάντησή του. Γιατί και ο Τσιγαρίδας, όπως και ο Αγαπίου, δεν ισχυρίστηκε ότι ο Γ. Σερίφης ήρθε σαν τσόντα για να νομιμοποιήσει την καταδίκη των υπόλοιπων. Αναφέρθηκε σε μια άποψη η οποία υποστηρίχτηκε στο κίνημα αλληλεγγύης από ορισμένους και από τον ίδιο τον Γ. Σερίφη. Μια άποψη που έλεγε ότι η δίκη αυτή γίνεται για τον Σερίφη, αφού οι υπόλοιποι έτσι κι αλλιώς έχουν καταδικαστεί από το προηγούμενο δικαστήριο και η ποινή τους δεν μπορεί να αυξηθεί πάνω από τα 25 χρόνια. Επί τη βάσει αυτής της λογικής συγκροτήθηκε και η «Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στον Γιάννη Σερίφη», η οποία κινήθηκε αυτόνομα, κόβοντας ουσιαστικά τις γέφυρες με τις «Κινήσεις Αλληλεγγύης στους Πολιτικούς Κρατούμενους».
Τώρα, που η νέα σκευωρία κατά του Γ. Σερίφη έχει καταρρεύσει (πρέπει να θεωρείται δεδομένη η αθωωτική απόφαση του δικαστήριου) και μιας και αυτό το ζήτημα τέθηκε δημόσια, καλό είναι να το ξακαθαρίσουμε. Οχι για να πάρουμε καμιά ρεβάνς (μακριά από μας τέτοιες λογικές), αλλά επειδή τέτοια ζητήματα θα μας απασχολήσουν και στο μέλλον, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης.
Η εκτίμηση ότι η δίκη αυτή οργανώθηκε κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) για τον Γ. Σερίφη ήταν μια πολιτικά λαθεμένη εκτίμηση. Και ακόμα πιο λαθεμένος ήταν ο πολιτικός και οργανωτικός διαχωρισμός με τη δημιουργία μιας «προσωπικής» επιτροπής αλληλεγγύης. Τόσο εξόφθαλμα λαθεμένος, που η «Πρωτοβουλία» έφτασε να οργανώσει συναυλία αλληλεγγύης μετά την καταρρευση του Κορωναίου, όταν όλα πια είχαν γίνει φανερά. Οταν, δηλαδή, είχε γίνει ολοκάθαρο πως το μείζον ζήτημα σ’ αυτή τη δεύτερη δίκη είναι μια εκ νέου καταδίκη, με το ίδιο σκεπτικό και την ίδια ναζιστικού τύπου μεθόδευση, των Τσιγαρίδα, Αγαπίου, Αθανασάκη και Κανά. Αν στην αρχή η λάθος εκτίμηση μπορούσε να δικαιολογηθεί, λόγω της προκλητικότητας της απόφασης παραπομπής του Σερίφη, τώρα, στο τέλος, αυτός ο διαχωρισμός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τίποτα. Γιατί στο κάτω-κάτω την αθωότητά τους διεκδικούν και οι Αγαπίου, Αθανασάκη, Κανάς, ενώ και ο Τσιγαρίδας διεκδικεί την ποινική απαλλαγή του. Ουδείς, λοιπόν, αν θέλει να ασκεί πραγματική αλληλεγγύη, δεν μπορεί να διαχωρίζεται απ’ αυτούς.
Οι «Κινήσεις Αλληλεγγύης» έθεσαν το ζήτημα σωστά. Δεν μπήκαν στη λογική «για ποιον ή ποιους γίνεται αυτή η δίκη». Θεώρησαν ότι η δίκη γίνεται για όλους και πως όλοι έχουν δικαίωμα στην αλληλεγγύη, ο καθείς με την υπερασπιστική του γραμμή. Αν ήταν πρόκληση η δίωξη κατά Σερίφη, εξίσου πρόκληση ήταν η εκ νέου παραπομπή του ομόφωνα αθωωθέντα Μ. Κασίμη και η επιχείρηση εκ νέου καταδίκης των Τσιγαρίδα, Αγαπίου, Κανά και Αθανασάκη, χωρίς στοιχεία και με εφαρμογή της ναζιστικής αρχής της συλλογικής ευθύνης. Αυτό το τελευταίο, μια καταδίκη αντίγραφο της προηγούμενης, ήταν κάτι που ουδείς δικαιούνταν να παραβλέψει ή να θεωρήσει ήσσονος σημασίας, επειδή «από άποψη ποινής μια νέα καταδίκη δεν θα σήμαινε τίποτα».
Στη βάση αυτής της λογικής κινήθηκαν οι «Κινήσεις Αλληλεγγύης», διεκδικώντας την αθώωση όλων. Χαρακτηριστικότατο δείγμα της αντίληψης που πρυτάνευσε -και μάλιστα ομόφωνα- ήταν η μπροσουρίτσα που εξέδωσαν, η οποία ανέλυσε όλες τις υποθέσεις, την καθεμιά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Και αυτή που αφορούσε τον Σερίφη και αυτή που αφορούσε τον Κασίμη και αυτή που αφορούσε τους Αγαπίου-Κανά-Αθανασάκη και αυτή που αφορούσε τον Τσιγαρίδα. Οι εξελίξεις δικαίωσαν απόλυτα αυτή τη στάση, αυτή την πολιτική εκτίμηση. Αρκετοί από όσους/όσες συμμετέχουμε στις «Κινήσεις Αλληλεγγύης» είχαμε την εκτίμηση ότι η σκευωρία κατά Σερίφη θα καταρρεύσει, ξεκινώντας από το γεγονός ότι η Αντιτρομοκρατική όχι μόνο δεν τη στήριζε αλλά τη χτυπούσε κιόλας. Ουδέποτε δημοσιοποιήσαμε αυτή μας την εκτίμηση, για να μην αδυνατίσει το μέτωπο υπεράσπισης του Γ. Σερίφη, για να μη θεωρηθεί ότι πάμε σε μια εύκολη δίκη. Οι αναγνώστες της «Κ» ξέρουν πολύ καλά πόσο δυνατά ασχολήθηκε η εφημερίδα μας μ’ αυτό το θέμα, πόσα εκτενή και αναλυτικά δημοσιεύματα υπήρξαν, σε κάθε φάση της υπόθεσης.
Δεν θα ‘πρεπε κανείς, λοιπόν, να εξακολουθεί να επιμένει σε μια τακτική που αποδείχτηκε λαθεμένη. Η αυτοκριτική ποτέ δεν έβλαψε, αντίθετα βοηθά τα κινήματα να δυναμώσουν. Μας περιμένουν πολλές μάχες ακόμα κι αυτές πρέπει να τις δώσουμε πιο δυνατοί, πιο ώριμοι, με μεγαλύτερη συλλογικότητα.
ΥΓ: Τώρα που τελειώνει η δικαστική του περιπέτεια, θα θέλαμε να εξάρουμε τη στάση του Μιχάλη Κασίμη. Μολονότι αντιμετώπιζε μια βαρύτατη κατηγορία, με έναν ψευδομάρτυρα συγκροτημένο, πρώην στέλεχος της δημόσιας διοίκησης (καμιά σχέση με τον «σαλεμένο» ακροδεξιό Κορωναίο), ο Μ. Κασίμης δεν επιχείρησε κανένα διαχωρισμό από τους συγκατηγορούμενούς του και δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί καμιά επιτροπή που θα αναφέρεται μόνο σ’ αυτόν. Είχε, μάλιστα το θάρρος, στην πρώτη δίκη, τότε που μια σκληρή πολιτική αγωγή (συνεπικουρούμενη από τον ίδιο τον Ραυτόπουλο, που επεδείκνυε προσωπικό μίσος) και οι εισαγγελείς ζητούσαν την καταδίκη του (μέχρι ισόβια μπορούσε να φτάσει η ποινή), να ευχαριστήσει από το εδώλιο του κατηγορούμενου τον Χρ. Τσιγαρίδα, επειδή αυτός είχε αναφερθεί με θερμά λόγια στον δολοφονημένο αδελφό του Χρήστο Κασίμη.








